Με την πολυαναμενόμενη «ημερομηνία εξόδου» να πλησιάζει και τη σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων να βρίσκεται πλέον προ των πυλών, ο δημόσιος διάλογος στρέφεται εντονότερα γύρω από τις παράπλευρες απώλειες της πανδημίας. Ωστόσο, τη στιγμή που οι συζητήσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης στην οικονομία κυριαρχούν, το πλέον ευάλωτο θύμα του «αόρατου εχθρού» μακροπρόθεσμα παραμένει το κράτος δικαίου.
Η διαφαινόμενη αδυναμία των συστημάτων υγείας να αντιμετωπίσουν το ξέσπασμα της πανδημίας κατέστησε επιτακτική την ανεύρεση εναλλακτικών λύσεων, αυτή τη φορά σε επίπεδο πρόληψης. Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που ρίχθηκαν στη μάχη κατά του κορωνοϊού σε εθνικό και, δευτερευόντως, σε υπερεθνικό επίπεδο στόχευαν ακριβώς στον κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερο περιορισμό της μετάδοσής του. Εχοντας να διαχειριστούν μια πρωτοφανή για τα σύγχρονα δεδομένα υγειονομική κρίση, οι εθνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν εν μιά νυκτί αντιμέτωπες με μια κατάσταση ευθείας σύγκρουσης δικαιωμάτων. Παρόλο που οι κυβερνητικές αντιδράσεις διέφεραν σε ένταση και έκταση από χώρα σε χώρα, η με συνοπτικές διαδικασίες επιβολή περιορισμών δικαιωμάτων όπως η ελευθερία κίνησης και η ελευθερία ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων κρίθηκε συνολικά αναπόφευκτη προς τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος των πολιτών στην υγεία και στη ζωή. Το σύννομο ή μη της εκάστοτε κυβερνητικής αντίδρασης θα κριθεί αφενός επί τη βάσει της τήρησης των συνταγματικά προβλεπόμενων διαδικασιών λήψης αποφάσεων, αφετέρου με γνώμονα τη φύση, ένταση και έκταση των περιορισμών δικαιωμάτων που επιβλήθηκαν, σε άμεση συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετούν και τη διάρκειά τους αποκλειστικά για όσο χρόνο υφίσταται η κρίση και, κατ’ επέκταση, η εξαιτίας αυτής σύγκρουση δικαιωμάτων.
Δυστυχώς, η ιστορία έχει αποδείξει πολλές φορές ότι η λογική τού «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» τυγχάνει εφαρμογής κατά την υιοθέτηση μέτρων σε περιόδους κρίσης, σωρευτικά δε με το αξίωμα «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» τα μέτρα αυτά μπορούν να πλήξουν ανεπανόρθωτα το κράτος δικαίου. Ενώ στις περισσότερες χώρες η αποτελεσματικότερη δυνατή αναχαίτιση του ιού αποτέλεσε αυτοσκοπό, σε άλλες η υγειονομική κρίση ήταν το πρόσχημα για την (περαιτέρω) διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών. Χαρακτηριστικό στην τελευταία αυτή κατεύθυνση το παράδειγμα της Ουγγαρίας όπου, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού, ο πρωθυπουργός Ορμπαν έπεισε την (προερχόμενη από το κόμμα του) πλειοψηφία του Κοινοβουλίου να αναθέσει επ’ αόριστον στην κυβέρνησή του την εξουσία να διοικεί τη χώρα με διατάγματα. Σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης που παρατηρείται στη χώρα κατά την τελευταία δεκαετία, η κίνηση αυτή κατάφερε ένα σοβαρότατο πλήγμα στη διάκριση των εξουσιών, λυδία λίθο του κράτους δικαίου.
Στον ευτυχή αντίποδα βρίσκεται η περίπτωση της Ελλάδας. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο διεθνής Τύπος επανέφερε τη χώρα μας στο παγκόσμιο προσκήνιο, αυτή τη φορά με θετικό πρόσημο, αναδεικνύοντας τον ελληνικό χειρισμό της πανδημίας ως υποδειγματικό. Η ελληνική προσέγγιση υπήρξε ψύχραιμη και στοχευμένη, με την κυβέρνηση να παρεμβαίνει εγκαίρως για την υιοθέτηση των απαιτούμενων μέτρων, πάντοτε εντός του υφιστάμενου συνταγματικού πλαισίου. Τα μέτρα αυτά, αναγκαία σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις των ειδικών και τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, αποδείχθηκαν και πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, με τους Ελληνες να πειθαρχούν ευλαβικά στην τήρησή τους και την Ελλάδα να βρίσκεται μεταξύ των χωρών με τον χαμηλότερο αριθμό κρουσμάτων παγκοσμίως.
Σταδιακά η μάχη κατά του COVID-19 φαίνεται πως κερδίζεται, έστω προσωρινά. Ωστόσο, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Ο κίνδυνος διαιώνισης της απόκλισης από συνταγματικούς θεσμούς και των περιορισμών δικαιωμάτων στο όνομα μιας βολικής και αορίστως νοούμενης «πρόληψης», σε συνδυασμό με την αναμενόμενη οικονομική ύφεση, την ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων και τη διεύρυνση φαινομένων ξενοφοβίας και λαϊκισμού αποτελούν κατάλοιπα που θα εξακολουθήσουν για καιρό να απειλούν την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, όπως τη γνωρίζουμε. Η προστασία του κράτους δικαίου καθίσταται εκ νέου μια πρόκληση για τις κοινωνίες και ο τρόπος χειρισμού της πρόκειται να (συν)διαμορφώσει καθοριστικά τη νέα μας αντίληψη περί κανονικότητας στη μετά COVID-19 εποχή.
Η κυρία Κωνσταντίνα Γεωργάκη είναι λέκτορας Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου, υπ. διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.