Υστερα από δύο χρόνια (2018-2019) αυξημένης τουριστικής κίνησης, υποχώρησης των διεθνών τιμών πετρελαίου και αυξημένων μεταναστευτικών ροών που έδωσαν μια ανάσα στις ακτοπλοϊκές εταιρείες, οι οποίες βίωσαν προηγουμένως μία δεκαετία πτώσης και στασιμότητας που οδήγησε στη συσσώρευση μεγάλων ζημιών και καθυστερήσεων πληρωμών σε πιστωτές και τράπεζες, ο ακτοπλοϊκός κλάδος αναμένεται το 2020 να βιώσει εξαιτίας της πανδημίας τη δική του στενωπό, καθώς η απώλεια των εσόδων θα ξεπεράσει τα 290 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με έρευνα της XRTC, ο κλάδος θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τεράστιο κύμα οικονομικών δυσκολιών που αποκαλείται «freak wave» (κύμα άνω των 30 μέτρων), το οποίο για να «αντιμετωπιστεί» απαιτεί κρατική στήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης.
Μειωμένη ζήτηση
Οπως εκτιμάται, η εφετινή θερινή-τουριστική περίοδος, αν θα υπάρξει, θα είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Αναμένεται να δρομολογηθεί μόνο το 40%-50% του στόλου το καλοκαίρι, φυσικά με μειωμένη ζήτηση, και υπό την προϋπόθεση της σταδιακής άρσης των μέτρων, ενώ η κατάσταση είναι πολύ πιο αποθαρρυντική για τα ταχύπλοα πλοία που πιθανόν δεν θα βγουν από τα λιμάνια.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), τα συνολικά έσοδα των ακτοπλοϊκών εταιρειών – οι οποίες έχουν δανειακές υποχρεώσεις άνω του 1 δισ. ευρώ – που εξυπηρετούν τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου και την Κρήτη υπολογίζονταν στην προ COVID-19 εποχή ότι θα φθάσουν το 2020 τα 650 εκατ. ευρώ, ενώ σήμερα εκτιμάται πως θα κυμανθούν στα 357 εκατ. ευρώ, δηλαδή θα είναι μειωμένα κατά 45,12% ή κατά 293 εκατ. ευρώ.
Θέμα επιβίωσης
Το βασικό ερώτημα που καλούνται οι εμπλεκόμενοι φορείς να απαντήσουν είναι πώς ο κλάδος θα μπορέσει αρχικά να επιβιώσει με τις μικρότερες δυνατές απώλειες και στη συνέχεια να καταφέρει να σταθεί πάλι στα πόδια του με μια μακροπρόθεσμη προοπτική.
Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τις προσδοκίες αναφορικά με τα μέτρα στήριξης από την πολιτεία, οι εταιρείες δίνουν προτεραιότητα σε θέματα ρευστότητας (τραπεζική και πιστωτική στήριξη) και ανθρώπινου δυναμικού, καθώς η υποχρεωτική ακινησία έχει οδηγήσει σε κινήσεις αναγκαστικής διαθεσιμότητας.
Οι ερωτώμενοι συγκλίνουν στο ότι οι βασικές προτεραιότητες θα πρέπει να εστιάζουν στη στήριξη της ρευστότητας των εταιρειών με μέτρα άμεσης εμπρόθεσμης στήριξης και με τη χρήση διάφορων χρηματοδοτικών εργαλείων, καθώς και μέσω της επέκτασης του προγράμματος δημοσίων υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την έρευνα, για να μπορέσει ο κλάδος να αντεπεξέλθει θα χρειαστεί ενέσεις ρευστότητας οι οποίες θα καλύπτουν τις άμεσες ανάγκες και θα στηρίζουν τη λειτουργία του 30% έως και 35% (ή περίπου 30-35 πλοία) ενεργού στόλου που αποτελεί και τον «στόλο ασφαλείας» ο οποίος εξυπηρετεί τις στοιχειώδεις ανάγκες της νησιωτικής χώρας.
Υποστήριξη
Η εκτίμηση της XRTC είναι ότι καθώς ο κλάδος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια απότομη παύση των εργασιών των εταιρειών σε επίπεδα που προσεγγίζουν το 70%, η οικονομική αυτή στήριξη θα πρέπει να κυμανθεί στα 22-30 εκατ. ευρώ τον μήνα καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται και τα πλοία που έχουν αποδρομολογηθεί προκειμένου να διατηρηθεί ενεργός ο στόλος για να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες μετά το πέρας της κρίσης. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν με άλλα ώστε αν όχι να στηρίξουν τη σταδιακή επαναφορά του κλάδου στα προ πανδημίας επίπεδα, τουλάχιστον να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του τομέα, ο οποίος σε αρνητικά σενάρια σε σχέση με την πορεία της πανδημίας κινδυνεύει με κατάρρευση.
Ενα στα πέντε πλοία εκτελεί σήμερα δρομολόγια
Σε μια προσπάθεια χαρτογράφησης της κατάστασης στον κλάδο, η έρευνα της XRTC, στην οποία συμμετείχε το 80% της ακτοπλοϊκής αγοράς, σημειώνει πως πριν από την έναρξη των περιοριστικών μέτρων το 47% του στόλου ήταν σε πλήρη δραστηριοποίηση.
Η ανακοίνωση των περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις είχε ως αποτέλεσμα το 25% του συνολικού στόλου να αποδρομολογηθεί, με την προσφερόμενη χωρητικότητα να περιορίζεται από το 47% στο 30%.
Επί της ουσίας σήμερα μόλις ένα στα πέντε πλοία εκτελεί δρομολόγια στις ελληνικές θάλασσες, ενώ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου διαχρονικά η ζήτηση εμφανίζει τις υψηλότερες τιμές και στηρίζει σε βασικό βαθμό τη ρευστότητα των εταιρειών, το πιθανότερο σενάριο είναι να δραστηριοποιηθεί το 40%-50% του συνολικού στόλου σε αντίθεση με το 94% που προγραμμάτιζαν.
Η διασύνδεση της ενδοχώρας και η κοινωνική συνοχή
Το βασικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την ακτοπλοϊα σε σχέση με τους υπόλοιπους μεταφορικούς κλάδους είναι σύμφωνα με την έρευνα ο δημόσιος χαρακτήρας του, καθώς συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή της χώρας συνδέοντας τη νησιωτική με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι από τη μία οι εταιρείες είναι υποχρεωμένες να παροπλίσουν το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους εξαιτίας της απότομης μείωσης της ζήτησης και παράλληλα να λειτουργούν μέρος του στόλου τους ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή. Την ίδια στιγμή τα έσοδα σημειώνουν κάθετη πτώση (έως και 90%), ενώ τα κόστη λειτουργίας των εταιρειών διατηρούνται σε υψηλό βαθμό λόγω της ανάγκης ενεργού παροπλισμού των πλοίων και της διατήρησης του προσωπικού τους.
Καθώς η επιστροφή στην κανονικότητα απέχει ακόμη σημαντικά, ο σχεδιασμός της επόμενης μέρας για την ελληνική ακτοπλοϊκή αγορά είναι απολύτως αναγκαίος ώστε να μπορέσουν να ελαχιστοποιηθούν οι οικονομικές ζημιές ιδιωτικών εταιρειών, οι οποίες εκτελούν όμως και το δημόσιο έργο της διασύνδεσης της ενδοχώρας με τη νησιωτική Ελλάδα, αναφέρει η έρευνα. Οποιαδήποτε διατάραξη αυτής της συνθήκης θα μπορούσε, όπως σημειώνεται, να δημιουργήσει πρόβλημα συνοχής στη χώρα σε μια περίοδο που οι γεωπολιτικές προκλήσεις και το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα δημιουργούν τη δική τους δυναμική.