«Πολλές φορές στη ζωή μου είπα: «Μακάρι να ήμουν άνδρας»! Εφτασα πολύ συχνά στο σημείο αυτό γιατί πιστεύω πραγματικά ότι μπορούσα να τα βγάλω πέρα σαν τραχύς στρατιώτης ή σαν γιατρός χαμένος σε μια ξεχασμένη αποστολή, με μοναδικό σκοπό να γιατρεύω λεπρούς!». Τάδε έφη Κάθριν Χέπμπορν εν έτει 1969, όταν η αριστοκράτισσα του αμερικανικού κινηματογράφου, η πιο πολυβραβευμένη ηθοποιός του Χόλιγουντ με τα τέσσερα Οσκαρ Α΄ ρόλου (αξεπέραστο ρεκόρ), είχε πλέον αποφασίσει να ζει μόνη. Οχι βυθισμένη στις αναμνήσεις της, όπως συμβαίνει με πολλούς σταρ όταν μεγαλώνουν – γιατί η Χέπμπορν, όπως επρόκειτο να φανεί, είχε αρκετά να δώσει για τα επόμενα περίπου 30 χρόνια -,
πάντως χωρίς σύντροφο. Ο ηθοποιός Σπένσερ Τρέισι – «ο μοναδικός πραγματικός φίλος που είχα ποτέ» (και συμπρωταγωνιστής της σε εννέα ταινίες, με τελευταία το «Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ» του 1967, που της χάρισε το δεύτερο Οσκαρ της) – είχε πια πεθάνει. Οπότε εκείνη, από τότε και μέχρι τον θάνατό της, είχε επιλέξει τη σιωπηλή μοναξιά ως νέο της σύντροφο. Ομως από πολύ νωρίς, όταν μεγάλωνε στην πολυαγαπημένη έπαυλη της οικογένειάς της στο Χάρτφορντ της Πολιτείας Κονέκτικατ στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ, είχε μάθει να μην αντιμετωπίζει τη μοναξιά ως πρόβλημα. Για την ακρίβεια, της άρεσε να είναι μόνη.
Η Κάθριν Χέπμπορν μεγάλωσε προστατευμένη στο μεγαλοαστικό περιβάλλον μιας εύπορης οικογένειας διανοουμένων. Ο πατέρας της ήταν διάσημος γιατρός και η μητέρα της, παρότι επίσης πλούσια, είχε υπάρξει σουφραζέτα. Οι γονείς της την ενθάρρυναν να λέει πάντα άφοβα τη γνώμη της (κάτι που δεν έπαψε να κάνει σε όλη της τη ζωή), όπως και να φροντίζει το σώμα της. Πνευματική και σωματική υγεία, το Α και το Ω. Οντως, η Χέπμπορν υπήρξε θαυμάσια αθλήτρια, με εξαιρετικές επιδόσεις σε αρκετά σπορ. Ομως τα εφηβικά χρόνια της σημαδεύτηκαν από τραγωδίες που ίσως δεν ξεπέρασε ποτέ – η χειρότερη με θύμα τον μεγαλύτερο αδελφό της, Τομ. Στα 14 της τον βρήκε η ίδια νεκρό. Το παιδί είχε κρεμαστεί κατά λάθος προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη ένα τρικ που του είχε μάθει ο πατέρας του. Ηταν άραγε ατύχημα όμως ή μήπως αυτοκτονία; Η μικρή Κάθριν υπέστη σοκ και όπως αργότερα η ίδια αποκάλυψε, για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσε την ημερομηνία γέννησης του Τομ ως δική της (ο αδελφός της είχε γεννηθεί στις 8 Νοεμβρίου, η ίδια στις 12 Μαΐου του 1907). Μια άλλη οικογενειακή τραγωδία ήταν η αυτοκτονία του θείου της Τσάρλι. Αυτά τα ζητήματα, όμως, δεν έγιναν ποτέ περιεχόμενο συζήτησης μέσα στο σπίτι της. «Δεν μπορούσε να γίνει τίποτε για να διορθωθούν και οι γονείς μου πολύ απλά δεν πίστευαν στην γκρίνια» θα έλεγε αργότερα. Για ένα διάστημα η Χέπμπορν ήταν το ακριβώς αντίθετο της γυναίκας που όλοι γνωρίζουμε: ήταν ντροπαλή και φοβισμένη, παρακολουθούσε μαθήματα κατ’ οίκον. Ολα φάνηκε να αλλάζουν όταν γράφτηκε στο κολέγιο θηλέων Bryn Mawr στην Πενσιλβάνια, όπου και αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική λαμβάνοντας μέρος σε πολλές παραστάσεις του. Αποφοίτησε με πτυχίο στην Ιστορία και στη Φιλοσοφία. Η ώρα του Μπρόντγουεϊ δεν θα αργούσε…
Ντίβα νέας κοπής
Από την πρώτη κιόλας ταινία της, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Κάθριν Χέπμπορν φαινόταν πλασμένη από την «πάστα» των σταρ. Ηταν η «Τραγωδία ενός πατέρα» («A Βill of Divorcement», 1932) με τον Τζον Μπάριμορ και «η Κάθριν Χέπμπορν εισβάλλει στη μεγάλη οθόνη σαν μια πνοή φρέσκου αέρα» θα έγραφε αργότερα για αυτήν ο ιστορικός του κινηματογράφου Τζόελ Φίνλερ. Ψηλή και αδύνατη, με έντονα ζυγωματικά και θεληματικό πιγούνι, η Χέπμπορν δεν είχε την όψη μιας γυναίκας ελκυστικής με τη συμβατική έννοια, αλλά μπορούσε να σε αιχμαλωτίσει με τον συνδυασμό κομψότητας, στυλ και ταλέντου που τόσο έντονα τη χαρακτήριζε. Στην ταινία «Αιδεσιμότατος Γκάβιν» («The Little Minister», 1934) υποδύεται μια Τσιγγάνα, ένα πλάσμα άγριο και ατίθασο, κρυμμένο στο δάσος. Oταν τη βλέπουμε να εμφανίζεται για πρώτη φορά στην οθόνη, μας δίνει την εντύπωση οφθαλμαπάτης – ένα στοιχειό προερχόμενο από κάποιον άλλον κόσμο. Πολύ σύντομα, έγινε σαφές ότι η Κάθριν Χέπμπορν θα διέφερε πολύ από τις σταρ της εποχής της. Τίποτε «τυπικό» δεν τη διέκρινε. Μόνον η Μέριλ Στριπ έχει καταφέρει κάτι παρόμοιο όλα αυτά τα χρόνια (είναι η μόνη που την ξεπέρασε σε υποψηφιότητες για Οσκαρ). Επίσης, σύντομα πιστοποιήθηκε ότι η τόλμη της θα γινόταν ένα από τα πιο ισχυρά όπλα στην καριέρα της Χέπμπορν, το οποίο, όμως, μπορούσε να στραφεί και εναντίον της.
Από τη μία πλευρά, μετρούσε ταινίες με τεράστια δημοτικότητα και εισπράξεις στα ταμεία – «Οι τέσσερις κόρες του δρος Μαρτς» («Little Women», 1933), «Alice Adams» (1935), «Το ξημέρωμα της δόξης» («Morning Glory», 1933), για το οποίο κέρδισε το πρώτο της Οσκαρ. Και από την άλλη ήταν μια σκεπτόμενη διανοούμενη με έντονη προσωπικότητα και ποιότητα, μια φεμινίστρια και ακτιβίστρια – στοιχεία που αντανακλώνταν στη δουλειά της: το 1935, στη «Σίλβια Σκάρλετ», μεταμφιέστηκε σε αγόρι (Σιλβέστερ). Υποδύθηκε τη βασίλισσα της Σκωτίας το 1936 στη «Μαρία Στιούαρτ». Και αργότερα, την ίδια χρονιά, ο κόσμος την είδε σουφραζέτα στο «A Woman Rebels».
Ολες αυτές οι ταινίες δεν είχαν επιτυχία στις αίθουσες και ενόχλησαν τόσο τους κριτικούς όσο και το κοινό. Ηταν μια δύσκολη περίοδος για την ηθοποιό, που είδε να κινδυνεύει το συμβόλαιό της με το στούντιο της RKO, έναν κολοσσό της εποχής. Οι αιθουσάρχες την αποκαλούσαν «δηλητήριο των ταμείων». Η ειρωνεία δε είναι ότι η ταινία που έφερε την οριστική ρήξη της με την RKO ήταν το αριστούργημα του Χάουαρντ Χοκς «Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη» («Bringing Up Baby», 1938), μια σουρεαλιστική κωμωδία, πολύ αστεία και πολύ αβανγκάρντ για την εποχή της, στην οποία η Χέπμπορν συμπρωταγωνιστεί με τον Κάρι Γκραντ και μια λεοπάρδαλη: μια ταινία όμως που επανεκτιμήθηκε με τα χρόνια και σήμερα πολύς κόσμος μνημονεύει αμέσως όταν αναφέρεται στην πρώτη περίοδο της καριέρας της ηθοποιού.
Oμως η Χέπμπορν δεν πτοήθηκε από την αποτυχία. Αντιθέτως, πήρε δύναμη. Πήγε πίσω στο Μπρόντγουεϊ και έσπασε ταμεία με την παράσταση «The Philadelphia Story», μια ρομαντική κομεντί με την ίδια στον ρόλο της πλούσιας, όμορφης και σεβαστής γυναίκας που βλέπει τον ελεγχόμενο κόσμο της να διαταράσσεται από την παρουσία του πρώην συζύγου της και ενός ρεπόρτερ σκανδαλοθηρικής εφημερίδας. Ο ρόλος είχε γραφτεί για την ίδια τη Χέπμπορν και μια κινηματογραφική μεταφορά του έργου, με τον Κάρι Γκραντ στον ρόλο του τζαναμπέτη συζύγου και τον Τζέιμς Στιούαρτ ρεπόρτερ, αποφασίστηκε αμέσως. Επιστροφή στο Χόλιγουντ λοιπόν, και ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα της. Η ταινία γυρίστηκε και η Χέπμπορν προτάθηκε για Οσκαρ (παίχθηκε εδώ ως «Κοινωνικά σκάνδαλα»). Oλα αυτά στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν μετά τη σύντομη αλλά θυελλώδη σχέση της με τον δισεκατομμυριούχο Χάουαρντ Χιουζ (το ειδύλλιό τους μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Μάρτιν Σκορσέζε στο «The Aviator» του), το πεπρωμένο της την έφερε στην αγκαλιά του Σπένσερ Τρέισι. Συναντήθηκαν στη μεγάλη οθόνη για πρώτη φορά στη «Γυναίκα της χρονιάς» («Woman of the Year», 1942), μια ταινία με τεράστια επιτυχία. Την οδήγησε και πάλι στα Οσκαρ και καθόρισε τα επόμενα 25 χρόνια της ζωής της. Εμεινε στο πλευρά του Τρέισι, τον οποίο φυσικά δεν παντρεύτηκε ποτέ, έως τον θάνατό του το 1967. Ηταν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια του αμερικανικού κοινού, ίσως επειδή διέφεραν τόσο πολύ – όχι μόνον ως χαρακτήρες αλλά ακόμη και ως επαγγελματίες ηθοποιοί: ο Τρέισι ήταν ηθοποιός του ενστίκτου, η Χέπμπορν πολύ πιο μεθοδική και αναλυτική. Ενώ εκείνη ήθελε να προβάρει τους ρόλους της, ο Τρέισι επιδίωκε γύρισμα μια κι έξω. Η καλύτερη στιγμή τους; Το 1948 στο «State of the Union» («Μετανοώ», ο ανόητος ελληνικός τίτλος), μια πολιτική σάτιρα του σπουδαίου Φρανκ Κάπρα, που αν τη δείτε σήμερα, θα αντιληφθείτε, πρώτον, πόσο αντέχει ακόμη ως ταινία και, δεύτερον, πόσο επίκαιρη παραμένει.
Δεν υπάρχει επίθετο, αρνητικό ή θετικό, που να μην έχει χρησιμοποιηθεί για την Κάθριν Χέπμπορν. Την έχουν αποκαλέσει αλαζονική, καταπιεστική, δεσποτική, γενναιόδωρη, αξιαγάπητη, θυελλώδη, αντιφατική. Δύσκολη ήταν σίγουρα, αρκεί να θυμηθούμε τι απαντούσε όποτε της μιλούσαν για την τεράστια επιτυχία της ως ηθοποιού. «Θα μπορούσα να είχα πετύχει πολύ περισσότερα, δεν αξιοποίησα όλο μου το δυναμικό και είναι κάτι που θεωρώ φρικαλέο. Θα μπορούσα να είχα γίνει μεγάλη τενίστρια και ήμουν, επίσης, πολύ καλή στο γκολφ». Να σημειωθεί ότι ήταν επίσης πολύ καλή κολυμβήτρια, ότι της άρεσαν τα παγωμένα ντους και πως όταν ήταν πολύ νέα κυκλοφορούσε με ποδήλατο στην καρδιά του Μανχάταν! Οπως πολλοί διάσημοι, πάντως, έτσι και η Χέπμπορν, όταν πια είχε μεγαλώσει δεν δίσταζε να υποβιβάζει το επάγγελμα που την έκανε διάσημη: «Η υποκριτική δεν είναι και πολύ αξιοπρεπής τρόπος για να βγάζει κανείς το ψωμί του. Ουδείς πήρε ποτέ βραβείο Νομπέλ για την ηθοποιία και ας μην ξεχνάμε ότι η Σίρλεϊ Τεμπλ τα κατάφερνε στην ηθοποιία σε ηλικία τεσσάρων χρόνων. Το μόνο που χρειάζεται κανείς είναι η εμπορικότητα». Πάθος, σοβαρότητα, πειθαρχία, ενθουσιασμός. Αυτά ήταν τα τέσσερα στοιχεία που η Κάθριν Χέπμπορν έβαζε σε κάθε δουλειά της, χωρίς ποτέ να διστάζει να λέει τη γνώμη της, λόγος για τον οποίο είχε πολλές αντιπάθειες. «Στη θέση μου άλλες θα μπορούσαν μια χαρά να ποζάρουν σαν ντίβες, να τρομοκρατούν τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες. Εγώ δεν το ‘κανα, ούτε και θα το κάνω ποτέ. Γιατί αν το έκανα θα έχανα πολλή από την εκτίμηση που θέλω να έχω στον εαυτό μου».
Οι καβγάδες με τον Μπόγκαρτ
Στην περίοδο της συνεργασίας της με τον Σπένσερ Τρέισι, οι άλλες ταινίες της Χέπμπορν, που δεν ήταν πολλές, περνούσαν μάλλον απαρατήρητες. Ετσι κι αλλιώς δεν έπαιξε σε πάρα πολλά φιλμ μέχρι τον θάνατό της, το 2003 στο Κονέκτικατ, την Πολιτεία που δεν έφυγε ποτέ από την καρδιά της. Η παρουσία της στον ρόλο της ιεραποστόλου στη «Βασίλισσα της Αφρικής» (1951) ήταν επίσης χαρακτηριστική, αν και η ταινία έχει μείνει στην ιστορία για τους ασταμάτητους καβγάδες της Χέπμπορν με τα «κακά» παιδιά της παραγωγής, τον σκηνοθέτη Τζον Χιούστον και βέβαια τον πρωταγωνιστή Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο οποίος μπεκρόπινε μαζί του προκαλώντας απέχθεια στη Χέπμπορν (ο Μπόγκαρτ κέρδισε το μοναδικό Οσκαρ του για αυτή την ταινία, ενώ η Χέπμπορν ήταν για ακόμη μία φορά υποψήφια).
Μεγαλώνοντας, το ταλέντο της άρχισε να χρησιμοποιείται σε βαριά δράματα όπως το «Ξαφνικά, πέρυσι το καλοκαίρι» (1959), το «Μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα» (1962) και «Το λιοντάρι του χειμώνα» (1968), όλες έξοχες μεταφορές κορυφαίων θεατρικών έργων του Τενεσί Ουίλιαμς, του Ευγένιου Ο’ Νιλ και του Τζέιμς Γκόλντμαν αντίστοιχα. Για όλες προτάθηκε για Οσκαρ και για το «Λιοντάρι» κέρδισε το τρίτο της – μοιρασμένο με αυτό της Μπάρμπρα Στράιζαντ που το κέρδισε την ίδια χρονιά για το «Ενα αστείο κορίτσι». Στη δεκαετία του ’70 μετρημένες στα δάχτυλα οι ταινίες της, με τις «Τρωάδες» (1971) του Μιχάλη Κακογιάννη να ξεχωρίζουν (εκεί έπαιξε μια θαυμάσια Εκάβη). Θα ακολουθούσε ένα ακόμη Οσκαρ, στις αρχές των 80s, για το μελόδραμα «Στη χρυσή λίμνη» μαζί με τον Χένρι και την Τζέιν Φόντα. Αυτό το τελευταίο Οσκαρ ήταν μάλλον χαριστικό – σίγουρα η Χέπμπορν δεν το χρειαζόταν. Η τελευταία εμφάνισή της στον κινηματογράφο έγινε στην ταινία «Ενας μεγάλος έρωτας», δίπλα στον Γουόρεν Μπίτι και την Ανέτ Μπένινγκ το 1994.
Ολα του γάμου δύσκολα
Σε αντίθεση με την κοινή γνώμη (ή με τη γνώμη των ΜΜΕ, με τα οποία δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις), η Κάθριν Χέπμπορν πίστευε – ή τουλάχιστον έλεγε ότι πίστευε – πως «στον αισθηματικό τομέα δεν πραγματοποίησα ποτέ τίποτε το θορυβώδες». Οποτε έφερνε στη μνήμη της τον μοναδικό της γάμο με τον Λάντλοου Ογκντεν Σμιθ, παραδεχόταν ότι η απόφαση να παντρευτεί ελήφθη όταν ήταν πολύ νέα και είχε ελάχιστη πείρα στη ζωή. Μπήκε στη διαδικασία του έγγαμου βίου, ενώ στην πραγματικότητα δεν πίστευε σε αυτόν. Ο χωρισμός ήρθε πολύ σύντομα και στο πέρασμα του χρόνου ο γάμος αυτός βυθίστηκε στη λήθη. Λέγεται μάλιστα ότι η Χέπμπορν είχε απαίτηση από τον σύζυγό της να αλλάξει το… όνομά του σε Σ. Ογκντεν Λάντλοου διότι εκείνη, μία Χέπμπορν, αρνούνταν να φέρει ένα μπανάλ επώνυμο όπως Σμιθ -, άσε που υπήρχε ήδη μία σταρ του ραδιοφώνου ονόματι Κέιτ Σμιθ και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. «Από τότε έπαψα να θεωρώ τον γάμο και τον έρωτα απαραίτητες βάσεις για την ευτυχία ενός ανθρώπου» θα έλεγε αργότερα. «Το γενικό αίσθημά μου, ύστερα από όλες τις αφαιρέσεις που πρέπει να κάνεις στη ζωή, είναι ότι έτσι, μόνη, νιώθω αρκετά καλά».
Αρκετά έχουν ειπωθεί επίσης για τις ερωτικές της προτιμήσεις. Οπωσδήποτε ντυνόταν εκκεντρικά και «αλλιώτικα» – τα φαρδιά παντελόνια, τα λιτά αξεσουάρ, τα μαντίλια, τα σακάκια και γενικώς το ανδρόγυνο στυλ ήταν σήμα κατατεθέν της. Ενδεχομένως να άφηνε (αόριστες) νύξεις ορισμένες φορές. Και ναι, κάποιοι ρόλοι της ήταν «ανδροπρεπείς». Ολα αυτά όμως ήταν ενταγμένα στο πλαίσιο του τύπου γυναίκας που η ίδια είχε κατασκευάσει. Εξάλλου, η Κάθριν Χέπμπορν είχε μια εντελώς προσωπική αντίληψη για την ομορφιά, στην οποία δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία. «Απλώς δεν με ενδιέφερε» είχε δηλώσει σε μεγαλύτερη ηλικία. «Για να έχει μια γυναίκα θηλυκότητα, δεν χρειάζεται να είναι καλλονή, να ντύνεται και να μακιγιάρεται στο Παρίσι. Η θηλυκότητα είναι προπαντός γλυκύτητα και ευαισθησία. Κι εγώ, κάτω από την αρκουδίσια προβιά μου, νομίζω ότι πέτυχα πάντα να κρατήσω ζωντανά μέσα μου αυτά τα χαρακτηριστικά». Οταν άρχισε να μεγαλώνει, προσπαθούσε πάντα να μένει «οχυρωμένη» πίσω από την ηλικία της με απλότητα και πνεύμα. «Πάντα ξεχνώ πόσα χρόνια κουβαλώ και κάνω ό,τι μου είναι δυνατό για να νιώθω τόσο όσο θέλω να είμαι». Αυτά έλεγε όταν είχε πλέον μπει στη δέκατη δεκαετία της ζωής της. Τότε που φρόντιζε με πάθος τα ζουμπούλια και τις τουλίπες του κήπου της, τότε που υποστήριζε τις αμβλώσεις, τότε που υπερασπιζόταν την ευθανασία των γερόντων. «Νομίζω ότι στην Αμερική υπάρχει μεγάλος φόβος για τον θάνατο. Εγώ δεν πιστεύω ότι πρέπει κανείς να φοβάται κάτι που είναι απολύτως αναπόφευκτο. Αν κάποιος πιστεύει ότι βρίσκεται στο σημείο όπου δεν έχει να κερδίσει τίποτε άλλο από τη ζωή και είναι βέβαιος ότι κανείς δεν τον θέλει, τότε δεν βρίσκω τον λόγο να μη χρησιμοποιήσει λίγα χρήματα για να πει «γεια χαρά!»». Και λάθος να ήταν ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόταν, «ε, ας είναι! Τα λάθη μάς κάνουν πάντα πιο ανθρώπους!».