Ο Μάιος είναι ένας καταλυτικός μήνας για την πορεία της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς οι περισσότερες χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα – βγαίνουν από τη φάση του lockdown.
Χρήσιμα είναι τα στοιχεία της έρευνας της διαΝΕΟσις για το πώς βγαίνουν οι άλλες χώρες από την καραντίνα.
Αν υπάρχει ένα, σχετικά ασφαλές, συμπέρασμα από την κρίση του κοροναϊού ανά τον κόσμο είναι το ότι η επιστροφή σε μια πλήρη καθημερινότητα θα αργήσει. Αν υπάρχει ένα δεύτερο, είναι το ότι σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει -δεν μπορεί να υπάρξει- έτοιμο σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Οι εθνικές και περιφερειακές αρχές, παντού στον κόσμο, αντιδρούν στις προκλήσεις της πανδημίας με πειράματα και δοκιμές. Κανένας δεν γνωρίζει εκ των προτέρων ποιες πολιτικές είναι πιο αποτελεσματικές.
Το παράδειγμα της ανατολικής Ασίας
Το νησί Χοκάιντο ήταν μια από τις πρώτες εστίες του κοροναϊού στην Ιαπωνία. Στις αρχές Φεβρουαρίου μολυσμένοι με τον ιό κινέζοι επισκέπτες έφτασαν εκεί, όπου κατοικεί περίπου το 4% του ιαπωνικού πληθυσμού, για να συμμετάσχουν σε ετήσιο χιονοδρομικό φεστιβάλ που διοργανώνεται από τη δεκαετία του 1950. Ο ιός εξαπλώθηκε. Τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό και οι αρχές κήρυξαν την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης επιβάλλοντας ταυτόχρονα αυστηρό lockdown. Τα σχολεία έκλεισαν και οι συναθροίσεις απαγορεύτηκαν.
Με αυτόν τον τρόπο, μέχρι τα μέσα Μαρτίου, η κατάσταση είχε τεθεί υπό έλεγχο με μονοψήφιο αριθμό νέων καταγεγραμμένων κρουσμάτων κάθε ημέρα. Συνεπώς, στις 19 Μαρτίου αποφασίστηκε η άρση των περιορισμών. Ωστόσο, η εκ νέου ελεύθερη κυκλοφορία των κατοίκων έφερε νέο κύμα κρουσμάτων και νέο lockdown λιγότερο από έναν μήνα αργότερα, στις 12 Απριλίου. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην κορεάτικη πόλη Νταεγού, ενώ και η Σιγκαπούρη, για παρόμοιους λόγους, μετά από έναν πρώτο γύρο ελάφρυνσης των περιορισμών αναδιπλώθηκε μέσα στην άνοιξη.
Οι περισσότερες χώρες και οι περιοχές της Ανατολικής Ασίας, όπου εκδηλώθηκαν τα πρώτα κύματα της επιδημίας στις αρχές της χρονιάς, έχουν μεν χαλαρώσει τα μέτρα περιορισμού της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, όμως η ζωή εκεί ακόμα απέχει πολύ από την επιστροφή στον προηγούμενο ρυθμό της. Όπως συνέβη στο Χοκάιντο, η χαλάρωση των μέτρων συχνά εναλλάσσεται με την εκ νέου ενεργοποίησή τους, καθώς και με μια σειρά πολιτικών που ήταν αδιανόητες την εποχή πριν από την εμφάνιση του κοροναϊού. Καθώς σταδιακά και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών, αρχίζουν να χαλαρώνουν τα δικά τους μέτρα, έχει νόημα κάποιος να παρατηρήσει τι συμβαίνει σε αυτή, τη νέα φάση της κρίσης.
Στα σχέδια και στα μεμονωμένα μέτρα των ευρωπαϊκών και ασιατικών χωρών το τελευταίο διάστημα φαίνονται τόσο μια σειρά από κοινές πρακτικές, όσο και κάποιες σημαντικές διαφοροποιήσεις. Σε γενικές γραμμές, όμως, το «άνοιγμα» μιας χώρας μετά το «lockdown» περιλαμβάνει παντού τις εξής φάσεις/πακέτα μέτρων:
– Σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής και οικονομικής δραστηριότητας (καταστήματα, σχολεία κλπ,), που περιλαμβάνει και τα ατομικά μέτρα ασφάλειας και συμπεριφοράς των πολιτών, και τις καμπάνιες ενημέρωσης των πολιτών.
-Μέτρα για την διεξαγωγή εξετάσεων στον πληθυσμό.
-Μέτρα για την απομόνωση των κρουσμάτων και την ιχνηλάτηση των επαφών τους.
-Ειδικά μέτρα για την προστασία του νοσηλευτικού και του ιατρικού προσωπικού, και για την ενίσχυση του συστήματος υγείας.
Παρότι οι περισσότερες χώρες λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με τις παραπάνω κατευθύνσεις, σε πολλές περιπτώσεις διαφέρουν οι τρόποι και οι επιμέρους παρεμβάσεις. Ωστόσο, μια σημαντική αλλαγή από την περίοδο που περιοχές της Ασίας έβγαιναν από το lockdown (όσο εμείς μπαίναμε) είναι το ότι σήμερα έχουμε καλύτερα δεδομένα, πολύ περισσότερα στοιχεία και πιο πλήρη μοντέλα που περιγράφουν τη συμπεριφορά του ιού στους ανθρώπινους πληθυσμούς. Παρ’ όλο που παραμένει πιθανό κάποια από τα μέτρα που λαμβάνονται τώρα να αποδειχθούν αναποτελεσματικά, οι ειδικοί στις κυβερνήσεις και στα συστήματα υγείας είναι πολύ πιο έτοιμοι να σχεδιάσουν νέες παρεμβάσεις, να προσαρμοστούν σε καινούρια δεδομένα και να δοκιμάσουν νέες ιδέες από ό,τι ήταν δύο μήνες πριν.
Είναι, επομένως, χρήσιμο να καταγράψουμε με περισσότερη λεπτομέρεια το πώς ο κόσμος «βγαίνει» από την καραντίνα.
Σταδιακό άνοιγμα
Το τι ανοίγει πρώτα (και σε ποιο βαθμό) είναι ένα σημείο στο οποίο εμφανίζονται πολλές και σημαντικές διαφορές ανά τον κόσμο. Οι διαφορές αυτές έχουν σχέση, αφενός με τις προτεραιότητες και τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας – ακόμα και με πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά – αλλά και με τη μορφή του «lockdown» που είχε εφαρμοστεί προηγουμένως.
Για παράδειγμα, στη Νότια Κορέα (η οποία είχε και την εμπειρία της επιδημίας του ιού MERS το 2015) ποτέ δεν εφαρμόστηκε πλήρης καραντίνα -έγιναν εκεί ακόμα και εθνικές εκλογές (!)- και ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής (κυρίως) δραστηριότητας συνεχίστηκε κανονικά καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Γαλλία τα περιοριστικά μέτρα ήταν αυστηρά και εκτεταμένα. Το πώς βγαίνουν οι χώρες από την καραντίνα φαίνεται να σχετίζεται σημαντικά και με το πώς μπήκαν.
Παντού, όμως, η οικονομική και η κοινωνική δραστηριότητα επιστρέφει με αξιοσημείωτους περιορισμούς. Στην πόλη Γουχάν της Κίνας, από όπου ξεκίνησε η επιδημία, τα περισσότερα εργοστάσια έχουν ανοίξει ξανά, αλλά χρησιμοποιώντας αυστηρούς κανόνες για τους εργαζομένους, νέα χωρίσματα στις θέσεις εργασίας και στις καφετέριες, τακτική θερμομέτρηση όλων (όσοι έχουν πάνω από 37,3 απαγορεύεται να μείνουν στη δουλειά) και άλλα επιμέρους μέτρα. Σε όλες τις χώρες υπάρχουν νέες προδιαγραφές ασφαλείας για τις μετακινήσεις με μέτρα μαζικής μεταφοράς, περιορισμοί στη λειτουργία εστιατορίων και πολυκαταστημάτων.
Σε κάποια από τα ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας άνοιξαν πρώτα τα καταστήματα με εμβαδό μικρότερο των 800 τ.μ. και μόνο συγκεκριμένων κατηγοριών (βιβλιοπωλεία, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, καταστήματα με ποδήλατα), πράγμα που οδήγησε ακόμα και σε μηνύσεις από ιδιοκτήτες μεγαλύτερων καταστημάτων. Στην Τσεχία, τα μικρά μαγαζιά λειτουργούν ήδη από τις 9 Απριλίου, ενώ από τις 27 Απριλίου λειτουργούν και τα πιο μεγάλα. Στη Σλοβακία, τα μικρά μαγαζιά, έως 300 τμ., άνοιξαν στις 20 Απριλίου. Μόνο στις χώρες της Ευρώπης, οι στρατηγικές διαφέρουν αρκετά: δεν υπάρχει κοινή προσέγγιση ως προς το πότε μπορεί να γίνει αυτό και (παρότι συστήνεται ευρέως η χρήση της μάσκας) ακριβώς με ποιες προφυλάξεις. Αν κάποιος ανοίξει το βλέμμα του πέρα από την Ευρώπη γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να βγάλει ένα συμπέρασμα.
Αυτή η έλλειψη σαφούς εικόνας γύρω από το ποια είναι η σωστή στρατηγική φαίνεται ξεκάθαρα από το θέμα των σχολείων. Στη Δανία και τη Νορβηγία, για παράδειγμα, πρώτα άνοιξαν οι παιδικοί σταθμοί και τα δημοτικά σχολεία. Το ίδιο θα γίνει και στη Γαλλία από τις 11 Μαΐου, ενώ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το άνοιγμα των σχολείων προγραμματίζεται για τις αρχές Ιουνίου, προτεραιότητα θα έχουν οι μικρές τάξεις.
Όμως, τα σχολεία δεν ανοίγουν με τις προδιαγραφές και τους κανόνες που είχαν πριν. Στη Νορβηγία άνοιξαν πρώτα τους παιδικούς σταθμούς (όταν διαπιστώθηκε ότι η διάδοση του ιού είχε τεθεί υπό έλεγχο) για λόγους κόστους. Οι Νορβηγοί υπολόγισαν ότι το κλείσιμο της προσχολικής αγωγής και του δημοτικού έχει το μεγαλύτερο κόστος στην οικονομία από όλα τα μέτρα της καραντίνας. Εκεί, το σχέδιο προβλέπει ότι τα παιδιά θα είναι χωρισμένα σε μικρότερες τάξεις-ομάδες. Τα τρίχρονα σε ομάδες των τριών, τα μεγαλύτερα παιδιά σε ομάδες των έξι, με έναν εκπαιδευτικό υπεύθυνο για την κάθε ομάδα. Στη Δανία, μετά τις πρώτες δύο εβδομάδες επαναλειτουργίας των παιδικών σταθμών και των δημοτικών σχολείων, το R0, δηλαδή ο αριθμός εκείνων στους οποίους υπολογίζεται ότι μεταδίδει τον ιό ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα, αυξήθηκε από 0,6 σε 0,9.
Βεβαίως, άλλες χώρες επέλεξαν το αντίστροφο: στη Γερμανία και στην Ελλάδα θα ανοίξουν πρώτα οι τελευταίες βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, με σκοπό να μη ματαιωθούν οι εξετάσεις. Από την άλλη πλευρά, στην Ιταλία έχει ήδη ανακοινωθεί ότι τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά μέχρι τις διακοπές του καλοκαιριού και θα ανοίξουν ξανά το Σεπτέμβριο.
Τι έγινε στη Νότια Κορέα, που κατά τα άλλα κράτησε την οικονομία της περισσότερο ανοιχτή; Εκεί τα σχολεία, αντίθετα με μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας, έμειναν κλειστά σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, και μόλις από τις 15 Απριλίου άρχισαν υποχρεωτική online διδασκαλία.
Τα τεστ
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έλαβαν την απόφαση να ανακοινώσουν ένα πλαίσιο της άρσης των περιορισμών αφότου διαπίστωσαν ότι τα ποσοστά μόλυνσης ήταν πολύ χαμηλά. Στη Νορβηγία μια επιτροπή ειδικών γνωμοδότησε υπέρ της άρσης κάποιων περιορισμών (και για το άνοιγμα των σχολείων), αφότου υπολόγισε τον R0 στο 0,7. Η Αυστρία πήρε αποφάσεις αφού έκανε μια μεγάλη έρευνα σε τυχαίο δείγμα 1.600 πολιτών και λιγότεροι από 1% βρέθηκαν φορείς του ιού. Η Ισπανία κάνει αντίστοιχη έρευνα με δείγμα 30.000 νοικοκυριά, ενώ το βρετανικό υπουργείο Υγείας και ο ONS (η αντίστοιχη ΕΛΣΤΑΤ) ετοιμάζουν μια μεγάλη έρευνα με δείγμα 300.000 πολίτες που θα διαρκέσει 12 μήνες. Τέτοιου είδους έρευνες θεωρούνται απαραίτητες καθώς συμβάλλουν στη «χαρτογράφηση» της πορείας της επιδημίας στον πληθυσμό, ενώ περιλαμβάνουν επίσης τεστ αντισωμάτων για να υπολογιστούν τα επίπεδα ανοσίας. Αλλά δεν είναι οι μοναδικές απαραίτητες δράσεις.
Στο ίδιο περιβάλλον εγρήγορσης, που οι περιορισμοί ενεργοποιούνται και αίρονται ανάλογα με την εικόνα της κάθε ημέρας, είναι σαφής η σημασία της διενέργειας επαρκών τεστ σε μεγάλους αριθμούς, ώστε να επιβεβαιώνονται εγκαίρως όλα τα νέα κρούσματα. Οι χώρες ή περιοχές που πέρασαν με επιτυχία την πρώτη φάση της πανδημίας, η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα και το Χονγκ Κονγκ, έκαναν μαζικά τεστ στον πληθυσμό. Μόνο στη Νότια Κορέα, όπου δείγματα παίρνονταν ακόμα και από το παράθυρο του αυτοκινήτου των πολιτών, μέχρι τις 24 Απριλίου είχαν γίνει 589.000 τεστ. Ωστόσο, η διαθεσιμότητα αυτών των τεστ παρουσίαζε τότε, μόλις λίγους μήνες πριν, μια πολύ διαφορετική εικόνα οπότε ίσως οι αριθμοί αυτής της κλίμακας να μην είναι πλέον ρεαλιστικοί.
Αυτή η δυνατότητα, πάντως, επέτρεψε σε αυτές τις χώρες να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού χωρίς να πάρουν πολύ έντονα μέτρα περιορισμού. Και για αυτές αλλά και για τις χώρες που βγαίνουν από μικρά ή μεγάλα lockdowns, η δυνατότητα πολλών, αξιόπιστων και γρήγορων εξετάσεων αποτελεί αναγκαιότητα. Ακόμα κι αν μια χώρα καταφέρει να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να κάνει πολλές χιλιάδες εξετάσεις κάθε μέρα, όμως, αυτό δεν αρκεί. Γιατί μετά θα πρέπει να έχει αναπτύξει και την υποδομή να απομονώνει τα νέα κρούσματα, αλλά και να ιχνηλατεί τις επαφές τους, ώστε εγκαίρως να εντοπίσει τυχόν άλλα.
Απομόνωση και ιχνηλάτηση
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο ιός SARS-Cov-2 μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και πριν ο φορέας εμφανίσει συμπτώματα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός φορέων νοσεί (και μεταδίδει τον ιό) χωρίς καθόλου συμπτώματα. Συνεπώς, αποκτούν μεγάλη σημασία η απομόνωση των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και ο έλεγχος των στενών επαφών τους για ένα μεγάλο διάστημα, ειδικά στην περίπτωση που τα «οριζόντια» μέτρα αποστασιοποίησης (κλείσιμο σχολείων, απαγόρευση μετακίνησης, κλπ.) πρόκειται να χαλαρώσουν.
Σε πολλές χώρες του κόσμου, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα, το κράτος μίσθωσε δωμάτια κλειστών ξενοδοχείων προκειμένου να απομονωθούν εκεί άνθρωποι που ήταν φορείς του ιού ή ταξίδευαν από χώρες με μεγάλη διάδοση. Παρόμοια μέτρα πάρθηκαν, και συνεχίζουν να παίρνονται όσο τα μέτρα χαλαρώνουν, σε πολλές περιοχές του κόσμου, από την Τοσκάνη της Ιταλίας μέχρι την Ταϊβάν. Στη Σιγκαπούρη, υπολογίζεται ότι το κράτος μίσθωσε περισσότερα από 7.500 δωμάτια ξενοδοχείων για να απομονώσει εκεί ασθενείς, ανάμεσά τους, μάλιστα, πολλά δωμάτια του πολυτελούς, αποικιοκρατικού στυλ ξενοδοχείου Raffles – φυσικά, χωρίς τις συνήθεις παροχές.
Ακόμη, οι ασιατικές χώρες έλαβαν ιδιαίτερα επιθετικά μέτρα για την ιχνηλάτηση των επαφών των ασθενών. Οι αρχές της Γουχάν, μιας πόλης με πληθυσμό 11 εκατομμυρίων, απασχόλησαν περίπου 9.000 υπαλλήλους οι οποίοι εργάζονταν ως «contact tracers» -ιχνηλάτες επαφών. Η δουλειά τους ήταν να εντοπίζουν, να ειδοποιούν, να απομονώνουν και να παραπέμπουν στις αρχές όσους επιβεβαιώνονταν ως στενές επαφές κρουσμάτων, προκειμένου να εμποδίσουν περαιτέρω διασπορά του ιού. Είναι μια απαιτητική ερευνητική δουλειά, η οποία χρειάζεται πολλούς εκπαιδευμένους εργαζόμενους για να γίνει αποτελεσματικά σε επίπεδο πόλης, περιφέρειας ή και ολόκληρης χώρας. Πολλά κράτη έχουν ήδη αρχίσει να προσλαμβάνουν χιλιάδες προσωπικού. Εκτιμήσεις του πανεπιστημίου Johns Hopkins υπολογίζουν τον αναγκαίο αριθμό «contact tracers» μόνο στις ΗΠΑ σε 260.000. Στη Γερμανία αντίστοιχοι υπολογισμοί καταλήγουν ότι χρειάζεται μια τουλάχιστον πενταμελής ομάδα ιχνηλατών για κάθε 20.000 κατοίκους.
Παρ’ όλο που αυτές οι στρατιές εργαζομένων (ενίοτε κυριολεκτικά -στην Τσεχία εξετάζουν να χρησιμοποιήσουν τον στρατό γι’ αυτή τη δουλειά) είναι απαραίτητες, παράλληλα πολλά κράτη αναπτύσσουν παράλληλα -αμφιλεγόμενες και μη- τεχνολογικές λύσεις για το πρόβλημα. Σε κάποιες χώρες οι αρχές παρακολουθούν τα δεδομένα μετακίνησης των κρουσμάτων μέσα από τα κινητά τους τηλέφωνα. Στην Ταϊβάν χρησιμοποίησαν τέτοιες εφαρμογές για να εντοπίσουν όσους παραβίαζαν την καραντίνα κι έφευγαν από το σπίτι τους, ενώ οι αρχές της Νότιας Κορέας, πέρα από τις πληροφορίες τοποθεσίας, αποκτούν επίσης πρόσβαση και στα δεδομένα χρήσης πιστωτικών καρτών. Σε κάποιες περιοχές της Κίνας τα εστιατόρια που επιτράπηκε να ανοίξουν κατέγραφαν κάθε έναν πελάτη τους και τον ειδοποιούσαν στην περίπτωση που το γεύμα του συνέπεσε με εκείνο κάποιου κρούσματος.
Ταυτόχρονα, η Apple με την Google συνεργάστηκαν για την ανάπτυξη κοινής τεχνολογίας που διευκολύνει την ανάπτυξη τέτοιου είδους εφαρμογών από προγραμματιστές παρέχοντας API με δεδομένα για την απόσταση, όπου όμως διασφαλίζεται ότι θα είναι ανώνυμα. Αντίστοιχα, ερευνητές του ΜΙΤ πρότειναν τη χρήση του Bluetooth για τον ίδιο σκοπό.
Πάντως, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί παρόμοιες τεχνολογικές λύσεις στο στάδιο του εντοπισμού των κρουσμάτων (και όχι στην παρακολούθηση ήδη γνωστών κρουσμάτων) τα αποτελέσματα ήταν λιγότερο θεαματικά. Στη Σιγκαπούρη και την Ισλανδία οι αρχές διέθεσαν εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα, η εγκατάσταση των οποίων ήταν εθελοντική. Σε περίπτωση εμφάνισης κρούσματος, χρήστες που, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατέγραφε το app, είχαν βρεθεί κοντά στον φορέα του ιού, θα ειδοποιούνταν για να εξεταστούν. Ωστόσο, τελικά, λιγότερο από 20% του πληθυσμού της Σιγκαπούρης κατέβασε την εκεί εφαρμογή. Αντίστοιχα στην Ισλανδία, μια χώρα με πληθυσμό ανάλογο με εκείνον του Δήμου Θεσσαλονίκης, μόνο το 40% την κατέβασε.
Πάντως, κάποια πρώιμα στοιχεία από παρουσίαση του καθηγητή βιοστατιστικής στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ Ξιχόνγκ Λιν στα τέλη του Μαρτίου βασισμένη σε δεδομένα από την Κίνα, δείχνουν ότι ο συνδυασμός της απομόνωσης των κρουσμάτων με την ιχνηλάτηση των επαφών τους ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση του Λιν, χωρίς τη λήψη κανενός μέτρου το κάθε κρούσμα υπολογιζόταν ότι μόλυνε 3,86 υγιείς (δήλαδή ο R0 ήταν στο 3,86). Μετά το lockdown και τα μέτρα κοινωνικής απόστασης, ο R0 μειώθηκε στο 1,26. Με την ταυτόχρονη εφαρμογή μέτρων απομόνωσης και ιχνηλάτησης o R0 μειώθηκε ακόμη πιο θεαματικά, στο 0,32. Είναι γνωστό ότι, όταν ο R0 πέφτει κάτω από το 1, τότε η εξάπλωση του ιού μειώνεται δραματικά και η επιδημία υποχωρεί.
Η προστασία του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού
Παρότι οι οδηγίες για τη χρήση μασκών σε δημόσιους χώρους για την προστασία από τον κοροναϊό είναι συχνά αντιφατικές ή μεταβάλλονται ανάλογα με τα νέα δεδομένα, δεν συμβαίνει το ίδιο για τη χρήση προστατευτικού υλικού -που δεν περιορίζεται στις μάσκες- από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές στα νοσοκομεία. Ειδικά σε συνθήκες χαλάρωσης των μέτρων, φαίνεται ότι η ασφάλεια και η καλή ψυχολογία του προσωπικού των νοσοκομείων παίζει σημαντικό ρόλο.
Στην Ιταλία, τη χώρα που η πανδημία χτύπησε χειρότερα ανάλογα με τον πληθυσμό της, στα μέσα Απριλίου, ο αριθμός των γιατρών που είχαν πεθάνει από τον κοροναϊό ξεπέρασε τους 100. Μάλιστα, ανάμεσά τους ήταν και αρκετοί συνταξιούχοι γιατροί που όμως «επιστρατεύτηκαν» λόγω της έκτακτης ανάγκης. Συνολικά, ο αριθμός του νοσηλευτικού προσωπικού που είχε νοσήσει μέχρι το τέλος του Μαρτίου είχε εκτοξευτεί σε περισσότερους από 5.000.
Τα κρούσματα μεταξύ των εργαζόμενων στην υγεία έχουν διαφορετική βαρύτητα από τα κοινά κρούσματα, για μια σειρά από μάλλον προφανείς λόγους. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται εστίες μόλυνσης μέσα στα ίδια τα νοσοκομεία όπου φτάνουν οι ασθενείς. Επιπλέον, μοιραία μέχρι να αναρρώσουν, το εκάστοτε σύστημα υγείας στερείται ανθρώπινο δυναμικό ακριβώς τη στιγμή της κρίσης, όταν αυτό είναι πολύτιμο. Τέλος, μόνο η επίγνωση ενός τέτοιου κινδύνου και τα ηθικά διλήμματα που δημιουργεί, είναι πιθανό να επιβαρύνουν σημαντικά την ψυχολογία και το φρόνημα των εργαζόμενων. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία μιας αμερικανίδας νοσοκόμας σε νοσοκομείο της Φλόριντα, η οποία αρνιόταν επί εβδομάδες να πάει στη δουλειά της καθώς δεν υπήρχε το απαραίτητο προστατευτικό υλικό.
Στην Κίνα, όπου σημειώθηκαν τα πρώτα κρούσματα στον κόσμο, μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, είχαν επιβεβαιωθεί 2.555 κρούσματα μεταξύ του νοσηλευτικού προσωπικού των νοσοκομείων, το 88% των οποίων ήταν στην επαρχία Χουμπέι, από όπου άρχισε η πανδημία. Ειδικά στην πόλη Γουχάν, οι διοικήσεις των νοσοκομείων ζήτησαν από το προσωπικό να ελέγχει ο ένας τον άλλο, αν φορούν σωστά ο προστατευτικό υλικό. Επιπλέον, τα νοσοκομεία προμηθεύτηκαν τεράστιες ποσότητες του απαραίτητου προστατευτικού υλικού (μεγάλο μέρος του παράγεται στην Κίνα, ενώ η παγκόσμια ζήτηση δεν είχε φτάσει τότε το σημερινό επίπεδο) προκειμένου το προσωπικό να αισθανθεί ασφαλές. Τέλος, σχηματίστηκαν επιτροπές για την ψυχολογική στήριξη των οικογενειών του νοσηλευτικού προσωπικού, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι βάρδιες των νοσηλευτών έγιναν τετράωρες προκειμένου να μειωθεί η ψυχολογική πίεση.
Οι ιδιαιτερότητες κάθε χώρας
Στην Ευρώπη, τα περισσότερα βλέμματα είναι πλέον στραμμένα στη Γερμανία, η οποία είναι η πρώτη από τις μεγάλες οικονομίες που άνοιξε αρκετά εμπορικά καταστήματα, στα τέλη του Απριλίου. Από την Τετάρτη 6 Μαΐου αναμένεται να ανοίξουν ακόμη περισσότερα καταστήματα, μαζί με χώρους λατρείας, παιδικές χαρές, μουσεία, ζωολογικούς και βοτανικούς κήπους. Σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των ειδησεογραφικών πρακτορείων, στα καταστήματα που έχουν ανοίξει μέχρι τώρα, η κίνηση είναι περίπου η μισή, σε σχέση με πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Ωστόσο, μένει ακόμα να φανεί το πώς αυτή η κίνηση θα επηρεάσει την πορεία των κρουσμάτων και την πίεση στο σύστημα υγείας.
Σε αυτή την παράξενη περίοδο, παρά την πρόοδο των τελευταίων μηνών, τα δεδομένα για τις χώρες που καταφέρνουν να ανταποκριθούν με επάρκεια στην αντιμετώπιση της πανδημίας παραμένουν σχετικά λίγα. Αντίθετα, οι υποθέσεις που μπορεί να κάνει κάποιος για τα αίτια της κάθε επιτυχίας (ή αποτυχίας) είναι πολλές. Πολλοί επισημαίνουν ότι τόσο η Νέα Ζηλανδία όσο και οι Βόρειες Χώρες (με την εξαίρεση της Σουηδίας) που έχουν κρατήσει την έκθεσή τους σε χαμηλά επίπεδα είναι χώρες με μεγάλη έκταση και σχετικά μικρό πληθυσμό, οπότε η κοινωνική απόσταση είναι πιο εύκολο να κρατηθεί.
Άλλοι προσπαθούν να «μετρήσουν» τη σύσταση και το μέγεθος των νοικοκυριών σε κάθε χώρα, το πόσα άτομα κατοικούν σε κάθε σπίτι και από πόσες γενιές. Αντίστοιχα συμβαίνει και με τους χώρους εργασίας. Μελέτη του 2010 υπολόγισε ότι το 70% των θέσεων εργασίας σε γραφείο στις ΗΠΑ είναι σε ανοιχτό χώρο, χωρίς διαχωριστικά ή πόρτες να χωρίζουν τον ένα εργαζόμενο από τον διπλανό του.
Θα περάσει μεγάλο διάστημα μέχρι να διερευνηθούν οι παραπάνω παράγοντες, όπως και άλλοι που ακόμα αγνοούμε, ώστε να έχουμε μια καλύτερη ιδέα για το πώς μπορεί μια χώρα να αντιμετωπίσει μια πανδημία χωρίς να νεκρώσει εντελώς την κοινωνική και οικονομική ζωή της. Ωστόσο, καμιά απόπειρα ανάλυσης, πέρα από την ιχνηλάτηση, τα τεστ ή τον εξοπλισμό δεν αφήνει εκτός την καλή ενημέρωση και την εγρήγορση των ίδιων των πολιτών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να συμμετέχουν σε κάποιες δραστηριότητες χωρίς να κινδυνεύουν ή να θέτουν άλλους σε κίνδυνο. Το πιο χρήσιμο μάθημα από την αντιμετώπιση της πανδημίας σε άλλους τόπους μάλλον είναι το ότι πρέπει να αποχαιρετήσουμε, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, την παλιά ζωή μας.