Είναι φανερό εδώ και καιρό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (και οι πολιτικές του παραφυάδες), εγκλωβισμένος στο πολιτικό DNA του, το οποίο ούτε άλλαξε, ούτε πρόκειται να αλλάξει, αναζητεί αφορμές για να κάνει αισθητή την πολιτική του παρουσία.
Προσοχή: όχι απλώς να κάνει αντιπολίτευση (αυτό εμπίπτει άλλωστε στην συνταγματική του υποχρέωση), αλλά να κάνει φασαρία, σαματά, τσαμπουκά και τζερτζελέ.
Αυτό είναι εμφανές στο αγαπημένο περιβάλλον διάδοσης πολιτικής προπαγάνδας, δηλαδή στα κοινωνικά δίκτυα, είναι και στον τρόπο με τον οποίο η προπαγάνδα αυτή ανακυκλώνεται από τους επίσημους κομματικούς διαύλους επικοινωνίας, ακόμη και από τον ίδιο τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ή τους (πρώην) συντρόφους του.
Υπό αυτό το πρίσμα, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν δίστασε να αποδυθεί σε κραυγές και ιαχές ακόμη και στο περιβάλλον της πανδημικής κρίσης. Ας μην ξεχνάμε εκείνο το «θα λογαριαστούμε μετά»…
Φάνηκε ότι στην πιο κρίσιμη στιγμή, κάποιοι θεώρησαν ότι ήλθε η ώρα να επιστρέψουν στις «ηρωικές» (επί της ουσίας θλιβερές) εποχές της «πλατείας».
Η κρισιμότητα της στιγμής ορίζεται από την συνεχιζόμενη παρουσία της πανδημίας. Και κατά την πρώτη ημέρα μερικής άρσης των περιοριστικών μέτρων, αυτοί οι κάποιοι θεώρησαν ότι ήλθε η ώρα για διαδήλωση. Μία μάζα διαμαρτυρομένων, με αφορμή το περιβλαλλοντικό νομοσχέδιο, συγκεντρώθηκε στο Σύνταγμα την Δευτέρα το απόγευμα, δίχως αποστάσεις ασφαλείας, δίχως προστατευτικά μέσα, περίπου σαν να κάνει πάρτι μετά την «απελευθέρωση» από την καρταντίνα.
Η συμπεριφορά αυτή, παρουσία και βουλετών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜεΡΑ25, ήταν μία προκλητική και θρασεία περιφρόνηση του κοινωνικού συνόλου. Όλων εκείνων που την ίδια ημέρα διστακτικά και μουδιασμένα βγήκαν από τον εγκλεισμό, με μάσκες, αγωνία και καχυποψία και πάντως τηρώντας όλα τα δυνατά μέσα προστασίας.
Ήταν μία συμπεριφορά, προφανώς και εμφανώς παρακινούμενη από συγκεκριμένα κέντρα, καταφανώς αντικοινωνική και εν τέλει απειλητική για τους πολίτες. Όλοι αυτοί που μαζεύτηκαν για τον χαβαλέ στο Σύνταγμα, φιλοδοξούν κατά πάσα βεβαιότητα να διαμορφώσουν την νέα «πλατεία». Με πρόφαση και πρόσχημα τις οικολογικές τους ανησυχίες – εν πολλοίς αβάσιμες, αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.
Δεν θα πρέπει να λησμονεί όμως κανείς ότι η πρώτη εκδήλωση «αγανάκτησης», με μούντζες και τα γνωστά συνθήματα κατά του κοινοβουλίου, πριν από περίπου μία δεκαετία, πάλι οικολογική επίφαση είχε. Λίγο αργότερα, τα συνθήματα υιοθετήθηκαν από τους αντιμνημονιακούς αντάρτες της πυρκαγιάς.
Η κυβέρνηση δεν επιθυμεί, ούτε και μπορεί να πιάσει κάθε έναν από τους υπονομευτές της συλλογικής προσπάθειας συγκράτησης της πανδημίας από το αυτί. Μέχρι εδώ, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο υποδειγματικής δημοκρατικής διαχείρισης, με κύρια χαρακτηριστικά την υπευθυνότητα της Αρχής και την συμμετοχή του πολίτη.
Από εδώ και πέρα, προφανώς και πρέπει να εξευρεθούν τρόποι, συνταγματικά προβλεπόμενοι, ώστε οι άφρονες δήθεν επαναστάστες να μην θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών. Υπάρχουν τρόποι. Όπως η σχεδιαζόμενη επίσπευση της κατάθεσης και ψήφισης του νομοσχεδίου για τις διαδηλώσεις.
Υπό αυτήν την έννοια, ο Πρωθυπουργός ορθώς ανέδειξε το θέμα, την Τρίτη στη Βουλή, χαρακτηρίζοντας την εικόνα «άθλια» και τονίζοντας, απευθυνόμενος στον ΣΥΡΙΖΑ: «Ούτε στοιχειώδεις αποστάσεις ασφαλείας δεν μπορούσατε να κρατήσετε και μετά εκνευρίζεστε γιατί οι πολίτες εύλογα αναρωτιούνται τι θα συνέβαινε αν διαχειριζόσασταν εσείς την πανδημία». Προσέθεσε δε και ότι: «Η κυβέρνηση δεν θα περιορίσει ποτέ το δικαίωμα της δημόσιας συνάθροισης, στη διαμαρτυρία. Απαιτώ από κόμματα και συνδικαλιστικούς φορείς να έχουν τη στοιχειώδη ευθιξία να τηρούν τις οδηγίες των ειδικών και να μην παρουσιάζουν αυτή την άθλια εικόνα που είδαμε χθες στη Βουλή».
Εχει επισημανθεί από την αρχή αυτής της κρίσης: στην πορεία της θα αξιολογηθούν όλοι.
Φαίνεται δυστυχώς ότι υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι ούτε σέβονται, ούτε έχουν αντιληφθεί μία ακόμη πολύ καθοριστική παράμετρο για την συμπεριφορά της πλειονότητας των πολιτών. Είναι η κόπωσή τους από την εξαλλότητα της προηγούμενης δεκαετίας.
Όσοι εξακολουθούν να την νοσταλγούν, απομονώνονται. Το ότι δεν το αντιλαμβάνονται, στο πολιτικό πεδίο, είναι δικό τους πρόβλημα. Στο κοινωνικό, έχουν ευθύνη έναντι των υπολοίπων και θα τους αποδοθεί, είτε το θέλουν είτε όχι.