Η συζήτηση της περασμένης Πέμπτης στη Βουλή διεξήχθη με ελεγχόμενο αριθμό βουλευτών και τελούσε, όπως ήταν φυσικό, υπό το βάρος των ξεχωριστών συνθηκών της πανδημίας και των παρεπόμενων βαρύτατων συνεπειών της στην οικονομία.
Θα περίμενε κανείς λοιπόν να επικρατήσει υποτυπωδώς ήπιο και συναινετικό κλίμα, αλλά οι αγωνίες δημοσιότητας που καταδιώκουν τους περισσότερους των πολιτικών αρχηγών επέβαλαν εντάσεις και οξύτητες.
Οι περισσότεροι είδαν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη λιγότερο ανασφαλή παρά τις πολλές αβεβαιότητες, να διατηρεί χαμηλούς τους τόνους, να προβάλλει περισσότερο τα επιτεύγματα της περιόδου εγκλεισμού, να επιμένει στο γεγονός ότι η Ελλάδα πέτυχε εκεί που άλλες χώρες απέτυχαν – έγινε παράδειγμα στον κόσμο, όπως είπε – και να αποφεύγει προβλέψεις και βεβαιότητες για την επόμενη φάση που αρχίζει από αύριο.
Χρησιμοποίησε έτσι πολύ τις νεότερες επιστημονικές προσεγγίσεις για να υποστηρίξει το σταδιακό «ξεκλείδωμα», όπως και το άνοιγμα των σχολείων, και δεν έκρυψε ότι η οικονομία θα δοκιμαστεί, θα περάσει δύσκολα, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει το μέγεθος της ύφεσης, το οποίο κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει και γι’ αυτό ήταν φειδωλός σε υποσχέσεις και μέτρα.
Επειδή δεν ξέρει τι και πόσο θα χρειαστεί και τι βοήθειες θα προσφέρει η Ευρώπη. Μάλιστα ξεκαθάρισε ότι ακριβώς για αυτούς τους λόγους θέλει να κρατήσει δυνάμεις για το φθινόπωρο.
Ξεκαθάρισε μάλιστα ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει στην παρούσα φάση το απόθεμα των 15,5 δισ. ευρώ, το «μαξιλάρι ασφαλείας» που είχε συγκροτήσει και συμφωνήσει με τις Βρυξέλλες η προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα.
Το μυστικό εδώ έγκειται στο ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να ερεθίσει τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι είναι έτοιμοι για υποβαθμίσεις. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι με το άγγιγμα του «μαξιλαριού» η κρίση χρέους θα επανέλθει δριμύτερη.
Γι’ αυτό και η επικριτική αναφορά προς τον κ. Τσίπρα ότι το «λεφτόδεντρο μαράθηκε το 2015».
Η αμηχανία Τσίπρα
Ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη πλευρά, έμοιαζε αγχωμένος και αμήχανος, δεν μπορούσε να αντιτάξει πολλά στο επιτυχημένο αποτέλεσμα των προληπτικών μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης του έλαβε εγκαίρως η κυβέρνηση, δεν είχε και πολλές αφορμές – ο Πρωθυπουργός απέφυγε τις λεπτομέρειες, τις άφησε για τους υπουργούς του – για τα επερχόμενα οικονομικά μέτρα και έτσι πιάστηκε από το «λεφτόδεντρο» για να επιτιμήσει τον κ. Μητσοτάκη ότι δεν διεκδικεί τα δέοντα από την Ευρώπη.
Οπως και να έχει, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενθουσίασε αυτή τη φορά το ακροατήριό του. Η αλήθεια είναι ότι τα γεγονότα – αυτά τα αναπότρεπτα και ανεξέλεγκτα πολλές φορές γεγονότα τα οποία συχνά-πυκνά επικαλούνταν με φόβο ο βρετανός Εργατικός πρωθυπουργός Μακ Μίλαν – έχουν ανατρέψει όλες τις μέχρι τώρα αντιπολιτευτικές του τακτικές και στρατηγικές.
Ακόμα και η πιο φιλόδοξη κεντροαριστερή στροφή του δεν λειτούργησε και αντιθέτως ενίσχυσε τις εχθροπαθείς εκδοχές του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες κάθε φορά σπεύδουν και ακυρώνουν με την επιθετική και ακραία ρητορική τους όποια προσπάθεια μετατόπισης του κ. Τσίπρα προς το Κέντρο. Ετσι κόβονται και οι όποιες γέφυρες πάνε να στηθούν προς το ΚΙΝΑΛ και τη Φώφη Γεννηματά.
Η «ανοιξιάτικη» προσπάθεια της Φώφης
Η τελευταία πάντως προσήλθε στη Βουλή αρκούντως ανοιξιάτικη, αλλά πρωτίστως καλά προετοιμασμένη. Η παρουσία της είχε ενδιαφέρον, ο λόγος της ήταν δομημένος και οι προτάσεις της συγκεκριμένες. Ιδιαιτέρως εκείνη που προέβλεπε τη γενναία μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες κλόνισε και τον Πρωθυπουργό, ο οποίος έσπευσε να αποδεχθεί την αλήθεια της. Γενικώς η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η κυρία Γεννηματά δεν έχει συμφιλιωθεί με τη διεκδίκηση του χώρου της από τον κ. Τσίπρα και κατά τα φαινόμενα δεν θα συναινέσει. Η ίδια πέραν των άλλων θεωρεί ότι το κόμμα της είναι δομημένο σε αντισυριζαϊκή βάση και τα μέλη του δεν πρόκειται να ακολουθήσουν οποιονδήποτε επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Οπότε μάλλον ματαιοπονεί ο κ. Τσίπρας. Αν θέλει να προκόψει, δεν έχει παρά να ανασυγκροτήσει το κόμμα του, να αναδείξει καινούργιο δυναμικό, να συνδεθεί με τη νεότερη γενιά τεχνοκρατών της νέας Αριστεράς και να συγκροτήσει ένα πραγματικά ρεαλιστικό σχέδιο ανόρθωσης της χώρας που θα συγκινεί τους πολίτες και θα ενοποιεί στην πράξη και στη βάση τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο. Και βεβαίως να ελευθερωθεί από τους εχθροπαθείς του κόμματος που δεν ενοποιούν παρά διχάζουν με τα καμώματά τους και την αυριανικού τύπου σκανδαλοθηρία τους.
Οι «κεντροαριστεροί» του Μαξίμου
Εχει ενδιαφέρον πάντως πως το Μέγαρο Μαξίμου και ιδιαιτέρως οι κεντροαριστερές εκδοχές του ενισχύουν και διευρύνουν τον κύκλο επιρροής του κ. Μητσοτάκη.
Ο Πρωθυπουργός υποστήριξε μετά πάθους το άνοιγμα των σχολείων, προβάλλοντας λόγους διάφορους, κοινωνικούς και ψυχολογικούς. Τους οποίους ανέπτυξε λεπτομερέστερα ο υφυπουργός Ακης Σκέρτσος, επικαλούμενος και τον βρετανικό «Εconomist», ο οποίος προέβαλε λόγους ανισοτήτων.
Υποστήριξε ότι τα φτωχότερα παιδιά δεν έχουν την ίδια πρόσβαση σε τεχνολογικά αγαθά, υστερούν σε υπολογιστές και λάπτοπς, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν με την ίδια άνεση μαθήματα από απόσταση. Με αποτέλεσμα να χάνουν από το μακρύ κλείσιμο των σχολείων και έτσι να επιτείνονται οι ανισότητες σε τούτες τις ιδιαίτερες συνθήκες. Είναι όντως ακαταμάχητο το επιχείρημα.
Αλλοι οι πρωταγωνιστές…
Οπως όλοι είδαν, τον πρώτο ρόλο στις τελευταίες κυβερνητικές ανακοινώσεις για το «ξεκλείδωμα» της χώρας είχαν οι υφυπουργοί και όχι οι υπουργοί. Ρωτήσαμε αρμοδίως και μας μετέφεραν ότι «με τους υφυπουργούς δουλέψαμε και αυτοί ανέλαβαν τη διαχείριση της επόμενης φάσης». Παρασκηνιακώς ωστόσο δεν έκρυβαν πως με τον τρόπο αυτόν ο Πρωθυπουργός ήθελε να δείξει ότι έχει και ικανό τεχνοκρατικό «πάγκο», ότι στην κυβέρνησή του υπάρχουν και άλλα αξιόπιστα και σοβαρά πρόσωπα πέρα από τους υπουργούς. Δεν γνωρίζουμε αν υπονοείται κάτι βαθύτερο, αλλά η αλήθεια είναι ότι στην παρούσα φάση διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης άλλοι ήταν οι πρωταγωνιστές και οι υπουργοί εκ των πραγμάτων έμειναν σχεδόν στην αφάνεια. Αυτό προκύπτει άλλωστε και από την έρευνα της Metron Analysis η οποία παρουσιάστηκε στο Μega στο δελτίο ειδήσεων της περασμένης Πέμπτης. Εκεί μέσα από αυθόρμητες απαντήσεις η δημοτικότητα των περισσότερων υπουργών, με εξαίρεση τους Κικίλια, Χρυσοχοΐδη και Γεωργιάδη, ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σημάδι των καιρών και αποτέλεσμα προφανώς των κατακλυσμιαίων γεγονότων.
To αδιέξοδο της Ιntralot
Η υγειονομική κρίση αρχίζει σιγά-σιγά να αποκαλύπτει τα θύματά της. Ενα από αυτά είναι η Ιntralot, η διοίκηση της οποίας ανέθεσε σε νομικούς και χρηματοοικονομικούς συμβούλους να αναζητήσουν στρατηγικές εναλλακτικές λύσεις για την επιχείρηση. Μάλιστα με τη ρητή διατύπωση «όλων των διαθέσιμων επιλογών». Πράγμα που χτύπησε συναγερμό στους ομολογιούχους, οι οποίοι φοβούνται «κούρεμα» των απαιτήσεών τους. Η εταιρεία παρουσίασε τελευταίως προβλήματα ρευστότητας τα οποία απειλούν να τινάξουν στον αέρα την εξυπηρέτηση δύο ομολογιακών δανείων συνολικού ύψους 750 εκατ. ευρώ. Από αυτά προκύπτουν υποχρεώσεις 43 εκατ. ευρώ ετησίως από τόκους. Και όπως όλα δείχνουν, τα νούμερα δεν βγαίνουν…
Ο Πέτρος και το Netflix
Ο Πέτρος Κόκκαλης, σχεδόν κατ’ απονομήν ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ξεστόμισε μάλλον την ατάκα της περιόδου. Ασκώντας δυναμική, υποτίθεται, αντιπολίτευση στην κυβέρνηση είπε το αμίμητο «Επρεπε να είμαστε έτοιμοι για τον κορωνοϊό, υπήρχε σειρά στο Netflix για την πανδημία πριν από έξι μήνες». Προφανώς δεν επιδέχεται σχολιασμού. Οτιδήποτε και να γράψει κανείς θα αλλοιώσει την αυθεντικότητα της μεγαλειώδους δήλωσης.
Μπαίνουμε στην εποχή των τεστ
Στρατηγική διευρυμένων εργαστηριακών ελέγχων μοριακής ανίχνευσης του ιού προανήγγειλε την περασμένη Πέμπτη ο κ. Τσιόδρας. Οι έλεγχοι θα αφορούν αρχικά ευπαθείς ομάδες, ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και στενές επαφές κρουσμάτων, αλλά και ασυμπτωματικά άτομα τα οποία ζουν ή/και εργάζονται σε κλειστές δομές, καθώς και άτομα τα οποία χρήζουν νοσηλείας, όπως επιτόκους και ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία.
Παρά την εκπεφρασμένη πρόθεση να υπάρξει ευρύς πληθυσμιακός έλεγχος με τεστ αντισωμάτων, προς το παρόν κανένα τεστ δεν φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις αξιοπιστίας. Η παρουσία συγκεκριμένων αντισωμάτων υποδηλώνει ανοσία στον ιό, πληροφορία απαραίτητη για επιδημιολογικές μελέτες αλλά και λήψη αποφάσεων σχετικά με την ασφαλή επιστροφή στην εργασία.