Η ρεμδεσιβίρη είναι το πρώτο φάρμακο που έλαβε άδεια ως θεραπεία για τον κοροναϊό στις ΗΠΑ όπως ανακοίνωσε και ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Ένα φάρμακο που αρκετοί εναποθέτουν τις ελπίδες τους για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί εμβόλιο για τη νόσο.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας προχώρησε σε διευκρινίσεις αναφορικά με τον τρόπο χορήγησης του φαρμάκου αλλά και τον τύπο της άδειας που έλαβε.
Επίσης ο κ. Τσιόδρας έδωσε οδηγίες για όσους παίρνουν φάρμακα για την υπέρταση.
Η χρήση της ρεμδεσιβίρης
Ειδικότερα, ο κ. Τσιόδρας τόνισε πως το φάρμακο έλαβε προσωρινή άδεια έκτακτης χρήσης λόγω του κατεπείγοντος που παρουσιάζεται σε επίπεδο δημόσιας υγείας. Ο ίδιος τόνισε πως το φάρμακο δύναται να λάβει οριστική άδεια εάν τα δεδομένα που θα προκύψουν από τη χρήση του εξακολουθούν να είναι θετικά. Σε κάθε περίπτωση, σημείωσε πως η χρήση του φαρμάκου μείωσε τον χρόνο θεραπείας κατά 30%.
Ως προς τον τρόπο χορήγησής του, ο λοιμωξιολόγος ανέφερε πως γίνεται ενδοφλέβια, μια φορά τις 24 ώρες για δέκα ημέρες, μόνο νοσοκομειακά. Θα αρχίσει να χορηγείται και σε παιδιά με χαμηλή οξυγόνωση.
Η μελέτη στις ΗΠΑ που πήρε πράσινο φως
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που αφορούν στις ΗΠΑ, οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με σοβαρή νόσο COVID-19 και επιπλοκές από τους πνεύμονες που έλαβαν το αντι-ιϊκό φάρμακο ρεμδεσιβίρη ανέκαμψαν γρηγορότερα από παρόμοιους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Η ανεξάρτητη επιτροπή παρακολούθησης των δεδομένων και ασφάλειας (DSMB) που επιβλέπει τη μελέτη συνεδρίασε στις 27 Απριλίου για να εξετάσει τα δεδομένα και δήλωσε ότι το φάρμακο ήταν καλύτερο από το εικονικό φάρμακο όσον αφορά το πρωταρχικό καταληκτικό σημείο, δηλαδή τον χρόνο από την έναρξη της θεραπείας μέχρι της «κλινική ανάκαμψη», ένα μέτρο αξιολόγησης μέτρηση που χρησιμοποιείται συχνά σε κλινικές μελέτες στην γρίπη. Η «κλινική ανάκαμψη» σε αυτή τη μελέτη ορίστηκε ως «κλινική κατάσταση αρκετά καλή ώστε να επιτρέψει την έξοδο από το νοσοκομείο ή την επιστροφή στο φυσιολογικό επίπεδο δραστηριότητας».
30% ταχύτερα η ανάρρωση των ασθενών
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι ασθενείς που έλαβαν ρεμδεσιβίρη είχαν 31% βραχύτερο χρόνο μέχρι την ανάκαμψη σε σύγκριση με του ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Συγκεκριμένα, ο διάμεσος χρόνος έως την ανάρρωση ήταν 11 ημέρες για ασθενείς που έλαβαν ρεμδεσιβίρη σε σύγκριση με 15 ημέρες για εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης κάποιο όφελος στην επιβίωση, με ποσοστό θνησιμότητας 8% για την ομάδα που έλαβε το αντι-ιϊκό έναντι 11,6% για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Στη χρήση του φαρμάκου είχε αναφερθεί και ο πρύτανης του ΕΚΠΑ Θάνος Δημόπουλος, μιλώντας στον ΣΚΑΪ: «Αρκετοί Έλληνες ασθενείς είχαν την δυνατότητα να μπουν στο πρωτόκολλο αυτό μέσα σε λίγες ημέρες που έμεινε στην Ελλάδα γιατί έκλεισε πολύ γρήγορα η μελέτη και αυτοί που δεν το πήραν και είναι υπό θεραπεία θα πάρουν το φάρμακο αυτό. Και αυτοί που δεν το πήραν θα πάρουν το φάρμακο αυτό. Υπάρχουν μελέτες σε εξέλιξη που εξετάζουν σε νωρίτερο στάδιο της νόσου, όχι στο μέτριο ή σοβαρό και θα έχουμε τα αποτελέσματα σύντομα».
BREAKING: President @realDonaldTrump says the FDA has authorized the use of Remdesivir to treat #Coronavirus patients pic.twitter.com/KmhvNVIZPD
— Team Trump (Text TRUMP to 88022) (@TeamTrump) May 1, 2020
Τι είπε ο Τσιόδρας για τους υπερτασικούς
Κατά τα άλλα, ο Σωτήρης Τσιόδρας κατά την ενημέρωση για τον κοροναϊό έκανε αναφορά και στα φάρμακα για την υπέρταση, λέγοντας πως η εν λόγω φαρμακευτική αγωγή δεν αυξάνει τον κίνδυνο νόσησης από τον κοροναϊό. Σύμφωνα με τον καθηγητή, η αυξημένη επίπτωση υπέρτασης που είχε παρατηρηθεί κατά το lockdown δεν οφειλόταν στη λήψη των αντιϋπερτασικών, αλλά στην πανδημία, η οποία έχει επίπτωση στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Ειδικότερα εξαιτίας της αρχικής φημολογίας που υπήρχε ότι οι ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα για την πίεση κινδυνεύουν περισσότερο από τον κορωνοϊό, ο καθηγητής αναφέρθηκε σε τρεις μεγάλες μελέτες που έγιναν σε χιλιάδες ασθενείς, έδειξαν ότι δεν αυξάνεται ο κίνδυνος για όσους λαμβάνουν σκευάσματα για την υπέρταση.
Οι τρεις μελέτες δημοσιεύτηκαν στο διεθνούς φήμης επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine (NEJM), γεγονός που τις καθιστά έγκυρες.