Το Βήμα σε μια προσπάθεια να χαρτογραφήσει την κρίση του νέου κορωνοϊού και να συνθέσει ένα πανόραμα της σημερινής κατάστασης μέσα από τα μάτια των συγγραφέων, ζήτησε από έλληνες και ξένους λογοτέχνες, κοινωνικούς επιστήμονες αλλά και διανοούμενους, να συνεισφέρουν τη δική τους οπτική γωνία. Τους έθεσε ορισμένους προβληματισμούς για την καινούργια ανασφάλεια (σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτισμικό, πολιτικό) με την οποία είμαστε αντιμέτωποι. Κατά πόσον η επελαύνουσα πανδημία μάς αποκαλύπτει συγκεκριμένα πράγματα για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε; Πώς περνούν οι ίδιοι την καραντίνα τους; Πώς νιώθουν τώρα που μια μάλλον γνώριμη για αυτούς ρουτίνα (εξοικείωση με τη μοναξιά) αφορά πλέον τους πάντες; Αραγε οι άνθρωποι μπορούν να διαχειριστούν, συν τοις άλλοις, μια τέτοια απότομη αναμέτρηση με τα ενδότερα του εαυτού τους σε υποχρεωτικές συνθήκες εγκλεισμού; Η λογοτεχνία; Τα βιβλία; Πώς μας συντρέχουν και πώς μας βοηθούν τούτη την περίοδο; Οι συμμετέχοντες είτε απάντησαν στα ερωτήματα της εφημερίδας είτε ανταποκρίθηκαν με ένα δικό τους κείμενο.
Αντζελα Δημητρακάκη
Οριστική ρήξη με το πριν
«Σε κάποιες και κάποιους από εμάς δεν αποκαλύπτει τίποτε καινούργιο, δυστυχώς, η πανδημία, απλά επιβεβαιώνει τα όσα εδώ και δεκαετίες διδάσκουμε και ερευνούμε ως τροχιά της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης και του εγχειρήματος του νεοφιλελευθερισμού: η συνθήκη είναι νέα, με την έννοια ότι είναι η πρώτη παγκόσμια κρίση του υπαρκτού συστήματος κοινωνικής αναπαραγωγής, και ως τέτοια αποτελεί μια τομή στην παγκοσμιοποίηση. Δεν υφίσταται κάποια “ένοχη ανετοιμότητα”. Πρόκειται για δεκαετίες συστηματικής επίθεσης στα δημόσια συστήματα υγείας και για την καταστροφή των οικοσυστημάτων – διεργασίες στις οποίες έχει αναφερθεί πλήθος ερευνητών/ριών στο παρελθόν, και που αναλύονται πλέον σε σχέση με την πανδημία. Σε επίπεδο πολιτισμικής αφήγησης, πρόκειται για το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του μεταμοντερνισμού, καθώς δεν μένει πια καμία αμφιβολία ότι το πρόταγμα των διαφόρων “μικρο-πολιτικών” (micropolitics) και του κοινωνικού κατακερματισμού είναι de facto άκυρο. Υπάρχουμε, αντίθετα, ως κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, ως εκείνο που ο μεταμοντερνισμός είχε πει ότι δεν υπάρχει: μια ολότητα (totality) αλληλεξάρτησης. Θα είναι τραγικό ωστόσο αν από την πανδημία προκύψει απλώς ένας αφηρημένος ανθρωπισμός και όχι μια εφ’ όλης της ύλης ρήξη με το “πριν” – ένα πριν που καθορίστηκε είτε από τα κερδοσκοπικά συμφέροντα των ελάχιστων είτε από την παράκρουση ταύτισης των μαζών με αυτά τα συμφέροντα ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής ηγεμονίας (και όχι απλής κυριαρχίας) του κεφαλαίου.
Κατά τα λοιπά, είναι προνόμιο το να έχεις “σπίτι”. Είναι προνόμιο το να έχεις σπίτι όπου να μην υφίστασαι βία ως γυναίκα ή ως παιδί που αποκλίνει από τις αποδεκτές νόρμες. Εχω αυτό το προνόμιο. Δεν το έχει όλη η κοινωνία, και θα προτιμούσα να αναφερθώ σε αυτό το κομμάτι της. Γιατί αυτό το κομμάτι το φροντίζει ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας που εκτίθεται στον κίνδυνο, που συνεχίζει να κάνει πολιτική επί του εδάφους, από αγάπη για την ανθρωπότητα. Και εκεί γίνεται ο διαχωρισμός – ο διαχωρισμός που ανήκει στην προσωπική μας, αν και κοινωνικά διαμορφωμένη, συνείδηση. Δεν βλέπει όλη η ανθρωπότητα Netflix στον καναπέ της τη στιγμή που σας γράφω. Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που πλήττονται τόσο από τη μοναξιά και την απομόνωση ώστε γι’ αυτούς δεν κάνει διαφορά η επιβεβλημένη “κοινωνική απομάκρυνση”. Μου το τόνισε πρόσφατα κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους, και θυμήθηκα τα σχετικά αστεία και memes που κυκλοφορούν: ακόμη και σε αυτή τη στιγμή της αναμέτρησης, βλέπουμε άρα την έλλειψη ευαισθησίας, το “γελάμε με σένα”. Ενιωσα ταπεινωμένη, κατά κάποιον τρόπο. Επειδή για μένα, η όψιμη πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: βρέθηκα αναπάντεχα κλεισμένη με τους ανθρώπους που αγαπώ, σταματώντας τη διαρκή μετακίνηση για τη δουλειά μου. Ζω χωρίς αεροδρόμια, βλέποντας τα ίδια αγαπημένα πρόσωπα 24 ώρες τη μέρα (δεν είμαστε κλασική πυρηνική οικογένεια, είναι άλλη η δυναμική), και μπορώ να τα φροντίζω, να ανταποκρίνομαι, να συζητάμε, ακόμη και να μαλώνουμε. Υπάρχει χρόνος – για πρώτη φορά απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου απ’ το σχολείο. Εργάζομαι βέβαια κανονικά, πολλές ώρες την ημέρα, αλλά και πάλι νιώθω πως ζω σε συνθήκες ακραίας πολυτέλειας (έστω και με χαλασμένη τη θέρμανση). Ξαφνικά άρα όλη η κριτική που κάναμε στις εργασιακές συνθήκες – ακόμη και των σχετικά προνομιούχων, όπως εγώ – αποδεικνύεται σωστή, και έχει για case study τη δική μας καθημερινότητα. Πώς δέχτηκε η ανθρωπότητα να πετάξει τη μία και μοναδική ζωή που έχει, τη μία και μοναδική στιγμή της στην ιστορική διεργασία, στην “παραγωγικότητα”;
Τέλος, η ανάγνωση λογοτεχνίας είναι, για μένα έστω, καθημερινό νανούρισμα από την παιδική ηλικία. Από την αρχή της παρούσας κατάστασης βέβαια μπορώ να διαβάσω μόνο ένα βιβλίο: τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου. Μου θυμίζουν πόσο καταπιεστική, εκμεταλλευτική, χυδαία ήταν η Ζωή στο Πριν. Δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Ετσι μας βοηθάει η λογοτεχνία, με έναν υπαινιγμό για τα όσα παρήλθαν που είναι το έναυσμα της επιθυμίας για μετασχηματισμό. Δεν υπάρχει περιθώριο νοσταλγίας. Το πριν μας έφερε εδώ, ας παραμείνει παρελθόν».
Η Αντζελα Δημητρακάκη είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «ΤΙΝΑ – Η ιστορία μιας ευθυγράμμισης» (2019) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.
Φάμπιο Στάσι
Το σύστημα χτύπησε κόκκινο
«Θεωρώ πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Είχα την αίσθηση πως η ταχύτητα μέσα στην οποία ζούσαμε όλοι, καθώς και η αναζήτηση μιας διαρκώς αυξανόμενης οικονομικής ανάπτυξης, είχε γίνει πλέον κάτι αβάσταχτο. Τώρα προτεραιότητα είναι η προστασία του περιβάλλοντος και τα πάντα εξαρτώνται από αυτό: μια βιώσιμη οικονομία, πιο αργοί ρυθμοί ζωής, αλλά και μια καθολική αποανάπτυξη. Πολύ φοβάμαι όμως πως ο καπιταλισμός τώρα θα μας δείξει το πιο σκληρό και ανάλγητο πρόσωπό του, με την αύξηση των μονοπωλίων και τον αφανισμό πολλών μικρών επιχειρήσεων. Ημασταν απροετοίμαστοι απέναντι σ’ αυτή την κρίση, πάντοτε είμαστε απροετοίμαστοι απέναντι στις ασθένειες, ήμασταν όμως απροετοίμαστοι και απέναντι στο ενδεχόμενο το κοινωνικό και οικονομικό μας σύστημα να χτυπήσει κόκκινο… Πάντως, όποιος γράφει είναι πιο εξοικειωμένος με την ιδέα της καραντίνας, γιατί η συγγραφή είναι μοναχική δουλειά, σχεδόν μισανθρωπική. Αυτό το pause, ωστόσο, είναι και μια ευκαιρία για να ανακαλύψουμε καινούργιες συνήθειες. Μπορούμε επιτέλους να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία για να επικοινωνούμε πραγματικά και όχι να γινόμαστε υποχείριό της. Ασφαλώς, η λογοτεχνία πάντοτε προβληματιζόταν για όλα αυτά που ζούμε, για παράδειγμα με τον Καμί, τον Μαν, τον Σαραμάγκου κατά τον εικοστό αιώνα. Η λογοτεχνία μας φέρνει αντιμέτωπους με καθετί: με την οδύνη και την εξέγερση, με την ώρα της ευθύνης και του απολογισμού. Και μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς μπορούμε να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας».
Ο Φάμπιο Στάσι είναι ιταλός συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά «Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή» (2019) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος σε μετάφραση Δήμητρας Δότση, την οποία ευχαριστούμε και για τη μετάφραση του παρόντος κειμένου.
Ισίδωρος Ζουργός
Υπάρχουν και παράπλευρες δωρεές
«Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό είναι αιφνιδιασμός. Η εμφάνιση της επιδημίας στη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, όπως οι περισσότερες καταστροφές, οι σεισμοί, οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες. Μα θα μου πείτε ότι παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις της Κίνας και πως είχαμε σημάδια. Νομίζω πως συνέβη κάτι σύνηθες και αναμενόμενο, πως παρ’ όλο που εμφανίστηκαν μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα, θεωρήσαμε πως το κακό στο κατώφλι του μελλοντικού χρόνου δεν μας αφορά.
Ειδικότερα στον δυτικό κόσμο εξαιτίας του γρήγορου έως παραληρηματικού ρυθμού ζωής του το ξέσπασμα του ιού πέρασε ως άλλη μια είδηση μέσα στις πολλές. Υστερα από την πρώτη έκπληξη αρχίσαμε να παίρνουμε αργά-αργά το δηλητήριο σε μικρές δόσεις. Λίγη ανησυχία, μερικές προφυλάξεις, μικρή σχετική προετοιμασία, κάποια ανοχή στους περιορισμούς της ατομικής μας ελευθερίας. Ξαφνικά καταλάβαμε πως είμαστε σε μια αρένα και έχουμε να παλέψουμε με ένα θηρίο. Είχαμε όμως πια συνηθίσει το δηλητήριο, αυτό που λέγεται μιθριδατισμός. Ηταν η ψυχολογική μας αυτοπροστασία το να παίρνουμε σε μικρές δόσεις τη νέα συνθήκη. Η δική μου αίσθηση ως προς τις τελικές επιπτώσεις της πανδημίας είναι πως είναι ακόμη πολύ νωρίς να φανταστούμε το τοπίο των κοινωνιών ύστερα από τον ιό. Κινδυνεύουμε να πέσουμε τραγικά έξω από κάθε πρόβλεψη φτιάχνοντας ακραία σενάρια που μιλούν για μεταμόρφωση του πολιτισμού, για εξαφάνιση της παγκοσμιοποίησης και απομονωτισμό. Το ίδιο επισφαλής μού φαίνεται η άποψη πως ύστερα από την εμφάνιση του εμβολίου η ανθρωπότητα θα συνεχίσει με τον ίδιο ακριβώς βηματισμό. Ας μη διακινδυνεύουμε καμιά πρόβλεψη απ’ τη στιγμή μάλιστα που τώρα δεν μας βοηθάει σε κάτι.
Προσωπικά, ζω οικογενειακά, και αυτό είναι μια παρηγοριά. Συχνά η ρουτίνα της συγκατοίκησης μπορεί να γεννήσει δυσφορία, αλλά αυτό νομίζω πως σε καταστάσεις ανελευθερίας είναι μόνιμη επωδός ακόμη και στη μοναχικότητα. Για τους συγγραφείς ο εγκλεισμός φαίνεται πιο υποφερτός, μιας και η ανάγνωση και η γραφή τρέφονται και αναπαράγονται μέσα σε τέσσερις τοίχους. Καθώς αναφερθήκατε στην αναμέτρηση με τα ενδότερα, θεωρώ πως αυτό που περνάμε είναι μια ευνοϊκή συγκυρία για την καταγραφή και αξιολόγηση των υπαρξιακών μας συντεταγμένων. Καμιά φορά βλέπετε πως εκτός από παράπλευρες απώλειες υπάρχουν και οι παράπλευρες δωρεές. Θυμάμαι αυτόν τον καιρό διάφορα σχόλια που έχω ακούσει σχετικά με κάποια μυθιστορήματα: “Μα αυτά δεν μπορούν να συμβούν!”. Η ζωή αποδεικνύει με την πρώτη ευκαιρία το αντίθετο. Η λογοτεχνία πάντως συμβάλλει στην ευρυγώνια θέαση του κόσμου. Εκπαιδεύει τον αναγνώστη να απολαμβάνει εκτός από τη διακριτική επίγευση της γλώσσας και την άλλη οπτική των φαινομένων, είτε αυτή αφορά την παρατήρηση της ανθρώπινης συνθήκης είτε τις ανεξέλεγκτες συνιστώσες του μέλλοντος».
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Οι ρετσίνες του βασιλιά» (2019) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ερι ντε Λούκα
Τα σπίτια που έγιναν θέατρα
«Η πανδημία υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να ασχοληθούν με την υγεία των πολιτών. Παύουν να είναι προτεραιότητα η οικονομία και οι νόμοι της που για χάρη των προϋπολογισμών τους κόπηκαν οι παροχές για την υγεία. Η ζωή των πολιτών γίνεται προτεραιότητα, προστατευόμενη με περιορισμούς και με τη διασφάλιση των βασικών υπηρεσιών. Στην ηγετική θέση βρίσκονται οι γιατροί, και όχι οι οικονομολόγοι. Αυτή την εξαιρετική κατάσταση τη θεωρώ ως μια μεταστροφή, λέξη που συνεπάγεται μια βαθιά αναθεώρηση και σε πνευματικό επίπεδο, των σχέσεων μεταξύ πολιτών και κράτους. Και οι πολίτες επιδοκίμασαν τα μέτρα προφύλαξης που τους υποχρεώνουν σε μια κατάσταση πολιορκίας. Είναι μια καινούργια εμπειρία ισότιμης συμμετοχής και συλλογικής υπευθυνότητας.
Κλεισμένος στην απομόνωσή μου, δεν ξέρω πώς αντιμετωπίζουν την κατάσταση οι οικογένειες που είναι αδιάκοπα συναγμένες μέσα στα τείχη των σπιτιών τους. Οι περιορισμοί γίνονται πιο υποφερτοί όταν είναι ίδιοι για όλους, χωρίς προνόμια παρεχόμενα στις ευκατάστατες τάξεις. Η πανδημία έχει ένα κοινωνικό αλφάδι ισοτιμίας, δεν ξεχωρίζει κανένα κοινωνικό στρώμα, καμία εξουσία. Είδα επίσης ότι έγιναν πολύτιμα τα μπαλκόνια, που είχαν εγκαταλειφθεί και τώρα γεμίζουν κόσμο, εμπροσθοφυλακή της κοινωνικής ζωής. Οι αρχιτέκτονες των καινούργιων κατοικιών θα πρέπει να ξαναβάλουν στον σχεδιασμό τους τα μπαλκόνια, που είχαν διαγραφεί από τις σύγχρονες προσόψεις, να επιστρέψουν στις αυλές.
Αυτή την περίοδο διαβάζω βιβλία που δεν αφορούν το παρόν, τα παίρνω απ’ του πατέρα μου, με μεταφέρουν σε προηγούμενες εποχές. Αναζητώ στα βιβλία την απόσταση. Η λογοτεχνία σχετική με την πανδημία θα έλθει αργότερα, μαζί με τον κινηματογράφο. Η μοναδική μορφή γραφής που θα μπορούσε να είναι σύγχρονη είναι η θεατρική, που επιτρέπει να τίθεται, αυθημερόν, επί σκηνής η πραγματικότητα. Τώρα όμως θέατρα είναι τα σπίτια. Θα παρευρεθούμε στις παραστάσεις του εγκλεισμού, εμπειρία μοναστικής ζωής, κατ’ οίκον».
Ο Ερι ντε Λούκα είναι ιταλός συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά «Το παιχνίδι της χήνας» (2019, μτφρ. Αννα Παπασταύρου) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέλευθος. Ευχαριστούμε την Αννα Πλεύρη για τη μετάφραση του παρόντος κειμένου.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Πόσο θα αλλάξει ο κόσμος μας;
«Εγκλειστος εδώ και μέρες, όπως όλοι μας, αγωνίζομαι να χωνέψω την πρωτόγνωρη κατάσταση που ζούμε. Η λογοτεχνία και το σινεμά, ιδίως η επιστημονική φαντασία, μας είχαν προϊδεάσει. Ως βίωμα, όμως, μας είναι τόσο ξένο, ώστε δύσκολα συμφιλιώνεσαι μαζί του.
Ως συνήθως, στη ζωή μου, παίζω με τις λέξεις και με τα νοήματα των έργων τέχνης. Ο τίτλος Ελεύθεροι πολιορκημένοι, που επέλεξε για το κορυφαίο έργο του ο εθνικός μας ποιητής, αποδείχθηκε προφητικός. Ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου, όπου οι πρωταγωνιστές ζουν φυλακισμένοι στο σπίτι τους, μιλούσε για το μέλλον. Η χαμένη άνοιξη του Τσίρκα περιγράφει ως τίτλος τι βιώνουμε, ενώ ο υπέρτιτλος, “Δίσεχτα χρόνια”, αναφέρεται στο 2020. Διορατικός υπήρξε και ο Μάρκες, εφόσον ζούμε όχι το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, αλλά πολλών. Και ούτω καθεξής.
Εχοντας δημοσιεύσει γύρω στα τριάντα βιβλία και ασκώντας σχεδόν αποκλειστικά το επάγγελμα του συγγραφέα επί μία τεσσαρακονταετία, θα περίμενε κανείς ότι θα ήμουν συνηθισμένος στον κατ’ οίκον περιορισμό. Ομως, πρώτον, είμαι υπερβολικά κοινωνικός άνθρωπος και, δεύτερον, άλλο να επιλέγεις αυτοβούλως την καραντίνα και άλλο να σου την επιβάλλουν. Με άλλα λόγια, ως εγκλωβισμένος, στερούμαι πολλά, όπως κάθε άνθρωπος.
Το μείζον ερώτημα είναι όχι μόνο πόσο θα κρατήσει ο εφιάλτης, αλλά και πόσο αλλαγμένος θα είναι ο κόσμος μας όταν λήξει ο συναγερμός. Πόσους νεκρούς θα έχουμε αφήσει πίσω μας και, κατά συνέπεια, πόσο μεγάλο θα είναι το πένθος μας; Θα έχουμε χρεοκοπήσει σε παγκόσμια κλίμακα; Θα χαθούν, διά παντός, διάφορα επαγγέλματα; Θα γεννηθούν άλλα, και ποια; Σε τι βαθμό θα αντικαταστήσει η τηλεργασία τη φυσική παρουσία στους χώρους δουλειάς; Πόσο πιο εξαρτημένοι θα είμαστε από τον ψηφιακό κόσμο; Η στέρηση της ελευθερίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε τι ποσοστό ήρθε για να μείνει; Μέχρι ποιο σημείο θα υποχωρήσει η παγκοσμιοποίηση και θα ενδυναμωθούν τα εθνικά κράτη;
Από κεκτημένη ταχύτητα, πιστεύουμε ότι όλα θα τελειώσουν ξαφνικά, όπως άρχισαν, και ότι θα επιστρέψουμε μια ωραία ημέρα, σχεδόν αυτομάτως, στην προηγούμενη κατάστασή μας. ‘Η, ίσως, ότι μαζί με τα άσχημα θα έρθουν και ορισμένα καλά: θα συναισθανθούμε περισσότερο ο ένας τον άλλον και θα κερδίσει έδαφος η ανθρωπιά, θα ελαττωθεί ο ατομικισμός, θα γίνει κοινή συνείδηση η αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους, θα περισταλεί η αχαλίνωτη τάση μας να μολύνουμε το περιβάλλον… Μήπως, όμως, πρόκειται για ευσεβείς πόθους; Ας ευχηθούμε να μην επαληθευτεί το ντοστογεφσκικό Ονειρο ενός γελοίου, όπου ο ονειρικός Παράδεισος μετατρέπεται, στο τέλος, σε μια ρεαλιστικότατη Κόλαση».
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» (2018) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Κάλλια Παπαδάκη
Ο αδύνατος θρήνος
«Το ομολογώ, όσο κι αν προσπαθώ, δυσκολεύομαι να διαβάσω. Τα αδιάβαστα μυθιστορήματα που στοιβάζονται στα ράφια της βιβλιοθήκης μου παραμένουν ανέγγιχτα. Τα διηγήματα που κάποτε ήταν ανάσες ανάτασης, ένα διάλλειμα από τη βιάση των γεμάτων με υποχρεώσεις ημερών, με ζορίζουν. Ο μεγαλύτερος εχθρός ελλοχεύει μέσα μου, όσο λιγότερα τετραγωνικά καταλαμβάνω, τόσο περισσότερο χώρο εκείνος διεκδικεί. Ούτε να γράψω καταφέρνω με ευκολία. Οι λέξεις μοιάζει να έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο βάρος απ’ όσο μπορώ να σηκώσω. Σαν να έχουν απεμπολήσει το ένδυμά τους και στέκονται γυμνές και όσο περίεργο κι αν ακούγεται, η γύμνια δεν σ’ απελευθερώνει απαραίτητα, αντίθετα σε φυλακίζει στην εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου.
Παρακολουθώ με μέτρο τις ειδήσεις, είτε στην τηλεόραση είτε στην οθόνη του υπολογιστή, και συχνά πιστεύω ότι οι πιο συνταρακτικές ιστορίες γράφονται πίσω από τις κλειστές πόρτες του εγκλεισμού, στη βία και την απομάγευση της συγκατοίκησης, στους δρόμους μιας επαρχιακής πόλης της Αμερικής, όπου μια ηλικιωμένη τύλιξε με σεντόνι τη νοσοκόμα κόρη της, ώστε να μπορέσει να την αγκαλιάσει, στους ανθρώπους που θρηνούν τους αγαπημένους τους μέσω του Διαδικτύου σε ζωντανή αναμετάδοση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος θρήνος από εκείνον που δεν μπορεί να “ειπωθεί”, φέρνω πάντα στο μυαλό μου μια πλάτη που τραντάζεται, πόσο πιο δυνατή είναι η εικόνα από τα δάκρυα που χαράζουν ένα πρόσωπο. Αν κάτι λοιπόν είναι απάνθρωπο σ’ όλο αυτό που ζούμε, είναι να μην μπορείς να θρηνήσεις, να μην μπορείς να αγγίξεις, να παρηγορήσεις τον άλλο, λιμοί, αρρώστιες και καταποντισμοί πάντοτε υπήρχαν, είναι κομμάτι του πολιτισμού μας, το ιστορικό μας παρελθόν άρρηκτα συνδεδεμένο με το παρόν και το μέλλον μας, σ’ αυτό άλλωστε πάντοτε επιστρέφουμε, ώστε να αποδείξουμε ότι τα πράγματα έχουν αρχή, μέση και τέλος, ότι ιστορικά υπάρχει μια αέναη συνέχεια, ότι το βαθύτερο σκοτάδι ακολουθεί το ισχνό φως.
Κι ύστερα, αυτό που συλλογίζομαι για μας που γράφουμε, είναι πόσο αβίαστα συμπυκνώνουμε το παρελθόν στο φόντο της γραφής μας, πώς μέσα σε μια παράγραφο ή πρόταση κατορθώνουμε να χωρέσουμε τόσο πόνο, τόση οδύνη, τόση θλίψη. Ισως, γι’ αυτό είναι παρήγορη η λογοτεχνία, γιατί υπερβαίνει το πεπερασμένο, πεπλατύνει τον χώρο και τον χρόνο, μας ξεγυμνώνει από τα περιττά απελευθερώνοντάς μας και κυρίως συνδέει τις γενεές με στίχους που έρχονται να σε συντροφεύσουν άξαφνα και καταπραϋντικά σαν προσευχή: Εστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη / Κι η φύσις ηύρε την καλή και την γλυκιά της ώρα…».
H Κάλλια Παπαδάκη είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο «Δενδρίτες» (2015) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Μιχάλης Μακρόπουλος
Η πανδημία θα γεννήσει ιστορίες
«Η κρίση που βιώνουμε, με την πανδημία του κορωνοϊού, αποκαλύπτει για τον τωρινό μας κόσμο κάτι, εκτός από τις προφανείς διαπιστώσεις περί παγκοσμιοποίησης, κ.λπ., που έχουν έτσι κι αλλιώς προϋπάρξει; Οχι, δεν το νομίζω (όσο μπορώ βέβαια να έχω άποψη για κάτι που βιώνω ο ίδιος, άρα δεν μπορώ να σταθώ απ’ έξω κι απλώς να το δω). Νομίζω πως οι άνθρωποι είμαστε σαν τα μικρά πλάσματα που ενστικτωδώς μαζεύονται όταν τ’ αγγίζεις με ένα κλαρί και, με το που το τραβάς, απλώνονται και συνεχίζουν απλώς τον δρόμο τους. Η βουβωνική πανώλη σκότωσε 75 με 200 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη και στην Ασία, κι αφάνισε το 30% με 60% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Ο Β’ Παγκόσμιος άφησε πίσω του 70 με 85 εκατομμύρια νεκρούς. Πόσο καινούργια ή τρομερή είναι λοιπόν τούτη η ανασφάλεια που ζούμε τώρα; Ας μην υπερβάλλουμε. Η ύφεση ωστόσο που θα ακολουθήσει, θα στοιχίσει σε πάμπολλους ανθρώπους τη δουλειά τους, βυθίζοντάς τους στη φτώχεια (μπορεί να συμβεί και σ’ εμένα, το ξέρω ήδη). Ας περιμένουμε – δεν μπορούμε έτσι κι αλλιώς να κάνουμε κάτι άλλο.
Για την ώρα, εξακολουθώ να μεταφράζω, να αθλούμαι, να διαβάζω, να γράφω. Και μόνο μοναξιά δεν νιώθω· έχω δύο παιδιά, που τώρα είναι όλη μέρα σπίτι. Οσο για το πόσο μπορούν γενικά οι άνθρωποι να διαχειριστούν τον εγκλεισμό, η απάντηση είναι: άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο. Εγώ έχω τις ιστορίες μου, τους κόσμους από λέξεις, που έφτιαχνα και φτιάχνω. Αλλος έχει τη μουσική του, τη ζωγραφική του, τα συναρμολογούμενά του, ή ό,τι άλλο κάνει. Οσοι είναι μαθημένοι να συνυπάρχουν με τον εαυτό τους κάνοντας κάτι μοναχικό, θα βγουν απ’ αυτό αλώβητοι. Οσοι συμβιώνουν με ανθρώπους που αγαπούν, επίσης. Αυτά τα δύο είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις: να μπορείς να υπάρχεις με τον εαυτό σου και να θέλεις να υπάρχεις με τον άλλον. Αλλιώς μπορεί ο εγκλεισμός να γίνει ένας αναπάντεχος καθρέφτης που μπροστά του στήνεσαι θέλοντας και μη. Συνήθως, μη θέλοντάς το.
Η λογοτεχνία σε τούτη τη φάση μπορεί σαφώς να σε βοηθήσει, αλλά μόνο άμα την αγαπάς. Δεν είναι φάρμακο χορηγούμενο με συνταγή γιατρού. Σε βοηθούν οι ιστορίες γιατί είναι ένα απόσταγμα της ανθρώπινης εμπειρίας, γιατί βραχύνουν τον χρόνο κρατώντας από την κουραστική καθημερινότητα ένα κουκούτσι ατόφιου συναισθήματος, και τον πλαταίνουν με το να κάνουν τον μοναχικό αναγνώστη μέτοχο στην κοινή ανθρώπινη μοίρα, όπως αυτή ενσαρκώνεται στους χαρακτήρες των ιστοριών. Από τούτη την άποψη, και οι αφηγήσεις επιστημονικής φαντασίας, τις οποίες παρεμπιπτόντως αγαπώ πολύ, είναι ιστορίες για τον άνθρωπο, τον συντροφεύουν εξηγώντας του με μύθους τη ζωή – αλλά ό,τι ζούμε τώρα δεν είναι αφήγηση επιστημονικής φαντασίας ή μελλοντολογικής δυστοπίας. Είναι μια καθημερινότητα που για τον καθέναν είναι λιγότερο ή περισσότερο σκληρή. Το σίγουρο όμως είναι πως κι αυτό, όπως καθετί, θα γεννήσει ιστορίες.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μαύρο νερό» (2019) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Λεϊλά Σλιμανί
Η ανησυχία για το μέλλον
«Για να είμαι πραγματικά ειλικρινής, έχω την αίσθηση ότι, προσώρας, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε ή να αναλύσουμε την κατάσταση. Αλλά, ναι, είμαι πεπεισμένη ότι πρόκειται για μια “νέα ανασφάλεια”. Ο κόσμος έχει γνωρίσει κατά καιρούς διάφορες πανδημίες, από την πανώλη έως την ισπανική γρίπη. Εμείς, ως άνθρωποι, είμαστε εύθραυστοι και ευάλωτοι. Ισως το έχουμε ξεχάσει, και αυτός ο ιός ήρθε να μας το υπενθυμίσει, ότι δεν είμαστε τίποτα μέσα σε αυτό το μεγάλο σύμπαν. Προσωπικά, ως συγγραφέας, έμαθα να εκτιμώ τη μοναξιά. Δεν με φοβίζει και δεν με αγχώνει το να είμαι μόνη, αλλά ξέρω ότι μια τέτοια συνθήκη είναι δύσκολη για αρκετούς ανθρώπους. Ζούμε σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι επιθυμούν να ψυχαγωγούνται κυρίως και μονίμως μέσω των κοινωνικών δικτύων, των τηλεοπτικών εκπομπών και άλλων μορφών διασκέδασης.
Πιστεύω ότι η περίοδος αυτή είναι πολύ πιο επίπονη για τους ανθρώπους εκείνους – και είναι πάρα πολλοί – που είναι ανήσυχοι για το μέλλον τους, που δεν έχουν αρκετά χρήματα, που ζουν σε μικρά σπίτια. Για αυτούς δεν νομίζω ότι το πραγματικό ζήτημα είναι να αντιμετωπίσουν την εσωτερική τους ύπαρξη, αλλά να βρουν τις λύσεις για το πώς θα επιβιώσουν σε αυτό το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι που τους περιμένει. Πάντως, δεν είμαι σίγουρη ότι όλο αυτό που βιώνουμε μοιάζει με επιστημονική φαντασία. Για εμένα, είναι ακριβώς το αντίθετο. Δίνει την αίσθηση της πραγματικότητας, μιας πολύ βίαιης και συγκεκριμένης πραγματικότητας.
Η λογοτεχνία μπορεί να μας βοηθήσει σε κάθε βήμα της ζωής μας. Μας βοηθά να καταλάβουμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Χάρη στα μυθιστορήματα, μπορούμε να αισθανόμαστε συμπόνια και εκτίμηση για τους άλλους ανθρώπους. Και φυσικά είναι ο καλύτερος τρόπος να ξεφύγουμε από τη ζωή μας, να ταξιδέψουμε με το μυαλό μας, να γίνουμε κάποιοι άλλοι».
Η Λεϊλά Σλιμανί είναι γαλλομαροκινή συγγραφέας. To τελευταίο της βιβλίο στα ελληνικά «Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες» (2019, μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.