Οι α-νόητες προφητείες για το τι θα γίνει μετά την πανδημία πέφτουν όπως τα φύλλα σε φυλλοβόλα δάση. Μπορούμε βεβαίως να διαπιστώσουμε αλλαγές συμπεριφορών, όπως αυτές ασθενών και γιατρών να αλληλοχειροκροτούνται, ή να διακρίνουμε μια αύξηση της εμπιστοσύνης στον επιστημονικό λόγο. Ισως να μπορούμε να προσθέσουμε και κάποιες οικονομικές εκτιμήσεις. Αλλά έως εκεί. Κανείς σοβαρός δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στο πληκτρολόγιο για να γράψει με βεβαιότητα τι θα συμβεί την επόμενη μέρα.
Εκείνο όμως που ακούω σε συνομιλίες μου με πολλούς είναι πως ίσως μπει η ανάγνωση βιβλίων για τα καλά στο ημερήσιο πρόγραμμα των μετά κορωνοϊό ανθρώπων. Ευρισκόμενος στην ουρά για το φαρμακείο, άκουσα έναν πολύ μεγάλης ηλικίας συνάνθρωπό μας να δηλώνει σε έναν άλλον συνομήλικό του πως σε αυτό το διάστημα έμαθε πόσο απολαυστικό είναι να διαβάζει κανείς βιβλία. Αυτή την περίοδο συνομίλησα με πολιτικούς που ήταν ενθουσιασμένοι με την ανάγνωση βιβλίων, ενώ ποτέ πριν δεν μου είχαν αποκαλύψει ανάλογες ευαισθησίες. Αυξήθηκαν κατά πολύ όσοι με ρωτούν «έχεις κανένα βιβλίο να μου προτείνεις;». Αφάνταστα εκνευριστική ερώτηση, όταν γίνεται από ανθρώπους που δεν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο, αλλά ίσως τώρα να αποτελεί αφορμή για μια πραγματική αλλαγή αναγνωστικής στάσης. Δεν λέω πως αυτό θα συνεχιστεί. Και κάτι όμως να μείνει, θα είναι πολύ καλή εξέλιξη, με το δεδομένο πως ως χώρα βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις στην ανάγνωση βιβλίων.
Σε έρευνα που είχε κάνει «Το Βήμα» σχεδόν έναν χρόνο πριν, σε συνεργασία με την qed market research (δες σχετικό άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη στο «Βήμα» από τις 6-5-2019), το 56% των Ελλήνων δήλωνε πως δεν είχε διαβάσει ούτε ένα βιβλίο το προηγούμενο έτος. Μόνο το 44% είχε διαβάσει έστω ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο. Από αυτούς που δήλωναν πως έχουν διαβάσει τουλάχιστον ένα βιβλίο, το 30% είχε διαβάσει ακριβώς ένα, το 24% δύο έως τρία, το 22% τέσσερα έως επτά και το 24% οκτώ και άνω. Βεβαίως αυτά τα ποσοστά μειώνονται, αν αναχθούν στο σύνολο των ερωτώμενων. Για παράδειγμα, το ποσοστό όσων διαβάζουν από οκτώ και άνω βιβλία πέφτει στο 9,5%. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης αναφέρω εδώ πως αυτοί που διάβασαν τουλάχιστον ένα βιβλίο στην Ισλανδία είναι 93%, στη Νορβηγία 90%, στη Σουηδία 83,5%, στο Λουξεμβούργο 81,9%, στη Φινλανδία 79,3%, στην Εσθονία 75%, στην Αυστρία 74,8% και στη Γερμανία 72,83%. Στην κορυφή της κατάταξης των αναγνωστών με δέκα βιβλία και άνω, στο σύνολο των ερωτώμενων, βρίσκονται η Ισλανδία 35,1%, το Λουξεμβούργο 24,4%, η Φινλανδία 24,4%, η Γερμανία 22,1% και η Εσθονία με την Αυστρία στο 20% περίπου.
Με τη βοήθεια και του Γουτεμβέργιου η ανάγνωση από «ιδιοκτησία» της Αυλής, της Εκκλησίας και της αριστοκρατίας της τηβέννου έγινε κριτήριο ένταξης στις νέες ελίτ. Η ουμανιστική περίοδος, η Μεταρρύθμιση αλλά και η Αντιμεταρρύθμιση ήταν ένας κόσμος βιβλίων σε κίνηση εντός των αριστοκρατικών στρωμάτων. Στη συνέχεια ήρθε ο Διαφωτισμός για να κάνει το βιβλίο πιο οικείο και στα αστικά στρώματα. Για να φθάσουμε τον 19ο αιώνα στην περίοδο του μαζικού εκδημοκρατισμού της πολιτικής και στη μαζική διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού. Είναι δύσκολο να ειπωθεί με σιγουριά αν η είσοδος των λαϊκών μαζών στην πολιτική ζωή μαζικοποίησε την ανάγνωση ή ήταν η μαζικοποίηση της ανάγνωσης που έφερε τον πολιτικό εκδημοκρατισμό. Μάλλον έγιναν και τα δύο μαζί. Είμαι όμως σίγουρος πως η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι ανθρωπισμός. Με αυτήν ο άνθρωπος καταλαβαίνει τον άλλον, ζει σε έναν κόσμο πιο πλούσιο από τον δικό του, μαθαίνει την ανοχή. Μαθαίνει ακόμη και στην πιο βαθιά κρίση να μη γίνεται θύμα ακραίων συνωμοσιολογικών αντιλήψεων. Ετσι η επτάχρονη Σαρλότ Ελίζαμπεθ Μπράουν, κόρη ενός φτωχού ιερέα, όταν σε τέτοια ηλικία διάβασε τον σαιξπηρικό «Εμπορο της Βενετίας», δήλωνε: «Ηπια ένα μεθυστικό κρασί που με ζάλισε για πολλά χρόνια». Ο υποδηματοποιός και χαρτιστής Τόμας Κούπερ έγραφε: «Πίστευα ότι ήταν δυνατόν μέχρι τα είκοσι τέσσερα χρόνια μου να μάθω λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά και γαλλικά, να καλύψω τον Ευκλείδη και τα στοιχειώδη της άλγεβρας, να αποστηθίσω ολόκληρο τον «Χαμένο Παράδεισο» και επτά από τα καλύτερα έργα του Σαίξπηρ, να διαβάσω μεγάλο, βασικό μέρος της ιστορίας και της θεολογίας και να εξοικειωθώ με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Απέτυχα οικτρά, αλλά στον δρόμο κέρδισα μεγάλη χαρά». Ενώ κατά τον μεγάλο Μπόρχες «η ανάγνωση είναι μορφή ευτυχίας».
Στο τέλος-τέλος ο δολοφόνος κορωνοϊός μού έδωσε τη δυνατότητα, όταν φύγω από τη μία και μόνο ζωή που μου αναλογεί, να έχω διαβάσει δυο τόσο πυκνά σε νοήματα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα οποία χρόνια τώρα προσπαθούσα να διαβάσω και δεν έβρισκα τον κατάλληλο χρόνο, λόγω του ότι η ανάγνωσή τους απαιτεί ιδιαίτερη συγκέντρωση. Εννοώ το «Ο μαρμάρινος Φαύνος» του Ναθάνιελ Χόθορν και το «Βιργιλίου θάνατος» του Χέρμαν Μπροχ, και τα δύο από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μεγαλειώδεις μεταφραστικούς άθλους της Σάντυς Παπαϊωάνου και του Γιώργου Κεντρωτή, αντίστοιχα. Εύχομαι, όταν ξεφύγουμε με το καλό όλοι οριστικά από τον ιό, να μπορούμε να λέμε, παραφράζοντας τον Καρτέσιο, «διαβάζουμε, άρα υπάρχουμε». Ζούμε δηλαδή, έστω ακόμη.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Το τελευταίο βιβλίο του, «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.