Θύμα ψευδών ειδήσεων φαίνεται να έχει πέσει ένας στους δύο πολίτες στην περίοδο του κορωνοϊού σύμφωνα με έρευνα του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και της ierax analytix.
Στην πρώτη έρευνα που μελετά τη σχέση του κοινού με τα ΜΜΕ και την ενημέρωση, τόσο πριν την υγειονομική κρίση αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής, οι ερευνητές κατέγραψαν, ανέλυσαν και αποκαλύπτουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία.
«H έρευνα είναι σημαντική καθώς έγινε σε δυο φάσεις στην αρχή της κρίσης (περιοριστικά μέτρα) και στο τέλος αυτών. Στόχος ήταν να καταγράψουμε το πως ενημερώνονται οι πολίτες κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ειδικά όπως αυτή. Είναι η μοναδική έρευνα που καταγράφει σε δυο στιγμές της αντιδράσεις των πολιτών και ειδικά σε ότι σχετίζεται με την ενημέρωση τους» αναφέρει στο «Βήμα» ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ κ. Νίκος Παναγιώτου.
Η πρώτη φάση της έρευνας έγινε στα μέσα Μαρτίου και η δεύτερη στα μέσα του Απριλίου. Και οι δύο έρευνες έγιναν διαδικτυακά και είχαν δείγμα 1.300 συμμετεχόντων, η κάθε μία, ανδρών και γυναικών άνω των 17 ετών.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία, το πρόβλημα της παραπληροφόρησης είναι πολύ υψηλό ειδικά την πρώτη φάση καθώς το 62% δηλώνει ότι έχουν επηρεαστεί από κάποια ψευδή είδηση ενώ στη δεύτερη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 50%. Αξιο αναφορά είναι ότι το 39% των «θυμάτων» το έστειλε σε γνωστούς και φίλους, το 27% κατέβασε ή έσβησε την ανάρτησή του, το 21% έκανε ανάρτηση ότι η είδηση ήταν ψευδής το 11% έστειλε μήνυμα στο μέσο για να τους ενημερώσει, ενώ το 37% απάντησε ότι δεν προχώρησε σε κάποια ενέργεια.
Παρόλ’ αυτά, ο βαθμός εμπιστοσύνης προς τα ΜΜΕ έχει αυξηθεί σε σχέση με τα προ κρίσης στοιχεία καθώς το 36% δηλώνει ότι εμπιστεύεται αρκετά τα μέσα ενημέρωσης, ενώ πριν την κρίση το ποσοστό αυτό σε άλλες έρευνες, όπως του Reuters Institute for the Study of Journalism του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ήταν στο 22%. Στην δεύτερη φάση της έρευνας, με άριστα το 5 του βαθμού εμπιστοσύνης, το ραδιόφωνο φτάνει το 2,36 και τις εφημερίδες το 2,23, ενώ για τις ενημερωτικές ιστοσελίδες φτάνει το 2,67. Αυξημένος είναι και ο χρόνος που αφιερώνει το κοινό για την ενημέρωση του, κατά την πρώτη φάση της υγειονομικής κρίσης, έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τον αντίστοιχο πριν, ωστόσο ο χρόνος αυτός μειώνεται στη δεύτερη φάση. «Οι πολίτες έχουν αυξήσει το βαθμό εμπιστοσύνης, τις ώρες που αφιερώνουν για την ενημέρωση τους, έγκειται στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να κερδίσουν πλέον το στοίχημα αυτό» καταλήγει ο κ. Παναγιώτου.
Οσον αφορά την πηγή ενημέρωσης, οι ενημερωτικές ιστοσελίδες αποτελούν την κυρίαρχη πηγή με το ποσοστό στα μέσα Μαρτίου να φτάνει το 64% και στα μέσα Απριλίου το 66%. Ακολουθούν τα social media τα οποία διπλασίασαν το ποσοστό στους στο διάστημα που μεσολάβησε των δύο ερευνών (32% – 64%) και η τηλεόραση καθώς αυξάνεται ο αριθμός αυτών που ενημερώνονται μέσω τηλεόρασης σε σχέση με την πρώτη περίοδο της έρευνας (36% – 57%).
«Η τηλεόραση είναι το μέσο που κερδίζει την προτίμηση του κοινού σε ότι αφορά την ενημέρωση της, ενώ το ραδιόφωνο (8%-16%) και ο τύπος (9% – 26%) τα εμπιστεύονται σε μεγαλύτερο βαθμό οι πολίτες για την ποιότητα της ενημέρωσης τους από ότι πριν την κρίση. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δεν θεωρούνται αξιόπιστες πηγές ενημέρωσης καθώς στην πρώτη φάση της έρευνας μειώνονται πολύ το ποσοστό των πολιτών που τα επιλέγουν για την ενημέρωση τους ενώ στη δεύτερη φάση καταγράφεται και η μειωμένη εμπιστοσύνη προς αυτά» εξηγεί ο κ. Παναγιώτου.
Σχετικά με την κάλυψη της κρίσης, στη δεύτερη περίοδο, διαφαίνεται το φαινόμενο της υπερπληροφόρησης και η διαφωνία σημαντικού μέρους του κοινού με τον τρόπο κάλυψης του θέματος, καθώς το 40% όσων αποφεύγουν να ενημερώνονται πλέον δηλώνουν αυτό ως αίτιο. Ωστόσο, πολύ υψηλό είναι το ενδιαφέρον για πληροφόρηση από επιστημονικές πηγές καθώς το 77% στην πρώτη φάση της έρευνας και το 80% στη δεύτερη φάση, δηλώνουν ότι τις επιλέγουν για την πληροφόρησή τους σχετικά με τα θέματα αυτά. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει την αναγκαιότητα που προκύπτει για ένα άλλο ειδησεογραφικό μοντέλο. «Οι πολίτες εμπιστεύονται και αναζητούν την εξειδικευμένη-ουσιαστική πληροφόρηση, ενώ το φαινόμενο της παραπληροφόρησης είναι ιδιαίτερα σημαντικό τόσο ως προς την έκταση αλλά ειδικότερα σε ότι αφορά την αντίδραση των πολιτών» σημειώνει.