Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth, ο Ρωμανός Γεροδήμος διδάσκει επίσης στην Ακαδημία του Σάλτσμπουργκ για τα ΜΜΕ και την Παγκόσμια Αλλαγή, ενώ έχει τιμηθεί με το βραβείο Arthur McDougall της Βρετανικής Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ανταποκρίσεις από τον 21ο αιώνα» (εκδ. Παπαδόπουλος), όπου αναλύει με οξυδέρκεια, ευαισθησία και επιστημονική ακρίβεια τα μείζονα θέματα της εποχής μας. Επομένως, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να του ζητήσουμε να σχολιάσει τα τεκταινόμενα αυτής της παράξενης περιόδου.
Πως περνάτε τις ημέρες του εγκλεισμού στο σπίτι; «Δούλευα πάντα αρκετά από το σπίτι και έχω την τύχη να μην έχω χάσει τη δουλειά μου. Ωστόσο, η εργασιακή πίεση δεν έχει μειωθεί και το γεγονός ότι σχεδόν οι πάντες δουλεύουν τώρα από το σπίτι έχει αφαιρέσει όλα αυτά τα “φράγματα” που προστάτευαν τον προσωπικό μου χρόνο, που είναι απαραίτητος για να είναι κανείς δημιουργικός και ισορροπημένος. Η αλήθεια είναι ότι η επαγγελματική και κοινωνική πίεση για συνεχή διαδικτυακή επικοινωνία είναι κάτι που με καταπιέζει αρκετά. Από την αρχή αυτής της κατάστασης κατάλαβα ότι εάν δεν επιβάλλω μια δομή, έναν ρυθμό και προτεραιότητες στην καθημερινότητα μου, θα έχανα τη μπάλα: η διάθεση, η παραγωγικότητα και εν τέλει η υγεία μου θα έπαιρναν την κάτω βόλτα.
Έτσι, παραδόξως, οι ημέρες του εγκλεισμού έχουν πιο σφιχτή δομή και πιο σταθερό πρόγραμμα απ’την προ κορωνοϊού κανονικότητα – ακριβώς για να διατηρηθεί η ροή της ζωής. Η καθημερινή γυμναστική έχει σώσει την ψυχική και σωματική μου υγεία – συνιστώ ανεπίφυλακτα το κανάλι Yoga with Adriene στο YouTube με απλά και σύντομα μαθήματα γιόγκα -, ενώ τα γραπτά του Αλέν ντε Μποτόν είναι πάντα μια πηγή σοφίας και εσωτερικής ηρεμίας. Πολλά βιβλία του, όπως η “Θρησκεία για Άθεους” (Εκδ. Πατάκη) έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, ενώ άλλα πιο πρόσφατα γραπτά είναι διαθέσιμα μέσω του site της σχολής του, του School of Life. Έχω μανία με τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες των μεγάλων στούντιο και αυτές τις μέρες βλέπω σχεδόν μία κάθε μέρα. Η γραμμικότητα και η αξιόπιστη ποιότητα της παραγωγής τους, η ατμόσφαιρα και η αναφορά σε έναν πιο απλό, παλιομοδίτικο κόσμο, λειτουργούν σαν μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα ένα κρύο σαββατοκύριακο. Παράλληλα ακούω το φοβερά ενδιαφέρον και καλογραμμένο podcast της Καρίνα Λόνγκγουωρθ, “You Must Remember This” – 160 επεισόδια με άγνωστες και ξεχασμένες παρασκηνιακές ιστορίες από τον χρυσό αιώνα του Χόλιγουντ. Η σειρά «Συγγραφείς απ’όλο τον κόσμο» (Εκδ. Καστανιώτη), τα βιβλία του Μωρίς Αττιά (Εκδ. Πόλις) και όλα τα εξαιρετικά βιβλία των Εκδόσεων Δώμα, όπως το “Πλην” του Άντριου Σων Γκρίερ, μου επιτρέπουν να ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο απ’την πολυθρόνα μου».
Ζείτε στη Βρετανία. Πως θα κρίνατε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον την πανδημία; «Για όσους είχαμε ως μέτρο σύγκρισης τα δύο άκρα της Ιταλίας (ανθρωπιστική καταστροφή) και της Ελλάδας (ελαχιστοποίηση θανάτων), ήταν ξεκάθαρο από πολύ νωρίς ότι η διαχείριση της πανδημίας στη Βρετανία ήταν εξ αρχής λανθασμένη. Ο Μπόρις Τζόνσον απεμπόλησε την ευθύνη λήψης πολιτικών αποφάσεων σε μία συγκεκριμένη ομάδα (για να μην χρησιμοποιήσω τον βαρύτερο όρο «σέχτα») επιστημόνων. Εξαιτίας ενός συνδυασμού τυφλής πίστης σε μαθηματικά μοντέλα, φόβου για τις αντιδράσεις της κοινωνίας, και πολιτικού κυνισμού για την αξία της ζωής των ηλικιωμένων, η κυβέρνηση καθυστέρησε πάρα πολύ να λάβει σοβαρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και “κλειδώματος» της δημόσιας ζωής. Το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση∙ όσοι το χρησιμοποιούμε ξέρουμε καλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει διαχρονικά λόγω έλλειψης πόρων.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι αντιμετωπίζουν καθημερινά τα κρούσματα κορωνοϊού με κίνδυνο της ζωής τους, χωρίς κατάλληλο προστατευτικό εξοπλισμό. Φιλόδοξες υποσχέσεις για δραματική επέκταση των τεστ εξακολουθούν να καταρρέουν υπό το βάρος της πραγματικότητας. Στα γηροκομεία της χώρας σβήνει με απάνθρωπο τρόπο μια ολόκληρη γενιά χωρίς καν να γνωρίζουμε πόσοι πεθαίνουν. Έχω μελετήσει αρκετά περιπτώσεις κυβερνητικής αποτυχίας στη Βρετανία (κατα σύμπτωση η πρώτη μου επιστημονική δημοσίευση ήταν για το σκάνδαλο των “τρελών αγελάδων”). Θεωρώ ότι η διαχείριση της πανδημίας είναι, μακράν, η πιο κραυγαλέα περίπτωση αποτυχίας της βρετανικής κυβέρνησης. Είναι μάλλον δεδομένο ότι θα ακολουθήσουν εξεταστικές επιτροπές αν και στη Βρετανία το σύστημα είναι επικεντρωμένο στην μακροπρόθεσμη αφομοίωση των “διδαγμάτων» μιας κρίσης, παρά στην βραχυπρόθεσμη απονομή δικαιοσύνης».
Πώς φαντάζεστε την επόμενη μέρα; Γράφετε στο βιβλίο σας ότι είμαστε μέρος ενός παγκόσμιου οικοσυστήματος. Πόσο θα επηρεαστεί αυτό το οικοσύστημα από αυτή τη μεγάλη κρίση; «Αυτή η κρίση αποδεικνύει με τον πιο προφανή, με τον πιο ωμό τρόπο το πόσο αλληλένδετες είναι οι ζωές μας. Οι πράξεις και οι αποφάσεις μιας χώρας επηρεάζουν άμεσα την ασφάλεια του καθενός από εμάς στην άλλη άκρη του κόσμου, είτε πρόκειται για τα πυρηνικά όπλα, είτε για την κλιματική αλλαγή και την εξαφάνιση των τροπικών δασών, είτε για τις πανδημίες. Όπως όλα τα μεγάλα γεγονότα στην ιστορία, η κρίση αυτή λειτουργεί ταυτόχρονα ως σύμπτωμα προϋπαρχουσών τάσεων και ως καταλύτης για τη δημιουργία νέων, για τη μετάβαση σε μια νέα εποχή την οποία στο βιβλίο περιγράφω ως Νέα Παγκόσμια Αταξία.
Η πανδημία θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για ριζοσπαστικές αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα: για πάταξη του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και της φοροδιαφυγής, για ενίσχυση διεθνών και διακυβερνητικών επιστημονικών οργανισμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και μια νέα μορφή ιδιότητας του πολίτη του κόσμου. Όλα αυτά ακούγονται ουτοπικά αλλά τα όσα έγιναν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πολύ πιο εντυπωσιακά. Απλώς τότε υπήρχαν άλλα αξιακά συστήματα και άλλοι συσχετισμοί δυνάμεων, τόσο ανάμεσα στις τότε μεγάλες δυνάμεις, όσο και εσωτερικά στις κοινωνίες, ανάμεσα σε κυβερνήσεις και λαό. Φοβάμαι όμως ότι τίποτε από αυτά δεν θα γίνει στην περίπτωση μας, τουλάχιστον όχι τώρα αμέσως. Η επόμενη μέρα ακολουθεί πάντα από την προηγούμενη μέρα. Οπότε η δική μας επόμενη μέρα θα φέρει τις αδυναμίες, τα πανίσχυρα και σκιώδη συμφέροντα, και τις βαθιά προβληματικές και ελλειμματικές ηγεσίες της προηγούμενης ημέρας. Μέχρι να επιλέξουμε και να πράξουμε διαφορετικά ως πολίτες».
Η Ελλάδα βρισκόταν τα περισσότερα από τα τελευταία χρόνια υπό crisis governance. Ενδέχεται να αποδείχτηκε χρήσιμο αυτό στην αντιμετώπιση της τωρινής δοκιμασίας; «Η λογική θα έλεγε ότι μετά από μια ολόκληρη δεκαετία δομικής κρίσης, σκληρών μέτρων και διακυβέρνησης σε καθεστώς του “κατεπείγοντος”, η κοινωνία θα ήταν τόσο εξαντλημένη, κυνική και δύσπιστη ώστε να μην καταφέρει να ανταποκριθεί στην πρόκληση της πανδημίας. Κι όμως, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Τόσο η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός, όσο και η κοινωνία έδειξαν πρωτόγνωρα αντανακλαστικά. Παρατηρούμε τώρα δομικές μεταρρυθμίσεις που καθυστερούσαν για δεκαετίες – όπως η ψηφιοποίηση του κράτους – να γίνονται μέσα σε λίγες εβδομάδες. Θεωρώ ότι αυτό είναι περισσότερο αποτέλεσμα σωστής αντίληψης των αναγκών, των προκλήσεων και των ευκαιριών αυτής εδώ της κρίσης, παρά μια κληρονομιά της προηγούμενης κρίσης.
Ωστόσο, υπάρχει το εξής θέμα που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα: ακριβώς λόγω της αδυναμίας των εθνικών κυβερνήσεων να διαχειριστούν από μόνες τους την ατζέντα του ατελώς παγκοσμιοποιημένου 21ου αιώνα, είναι μάλλον δεδομένο ότι από εδώ και στο εξής και μέχρι να αναπτύξουμε κατάλληλους θεσμούς παγκόσμιας διακυβέρνησης, θα ζούμε λίγο-πολύ συνεχώς σε ένα καθεστώς κρίσης. Αυτό θα γίνει όχι επειδή ζούμε κάποιο δυστοπικό σενάριο Αποκάλυψης, αλλά επειδή χρησιμοποιούμε ακόμα εργαλεία του 19ου και 20ου αιώνα για προβλήματα του 21ου».
Στις «Ανταποκρίσεις από τον 21ο αιώνα» αναφέρετε ότι οι κοινωνίες της Δύσης ίσως αναζητήσουν ένα νέο αξιακό στήριγμα όταν βρεθούν αντιμέτωπες με έναν άμεσο κίνδυνο. Θα μπορούσε η επέλαση του SARS-CoV-2 να αποτελέσει έναν τέτοιο καταλύτη αλλαγών; «Θα μπορούσε, ναι. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε μια νέα πνευματικότητα που να μην βασίζεται στον θρησκευτικό φανατισμό, αλλά στην ενσυναίσθηση∙ στη συνείδηση της αλληλεξάρτησης μας και της ανάγκης συνύπαρξης. Θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε ρύθμιση της τεχνολογίας, ώστε να νιώσουμε ότι εμείς – και όχι πέντε ή έξι εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ ή ακόμα χειρότερα μερικοί ακατανόητοι αλγόριθμοι Τεχνητής Νοημοσύνης – έχουμε τον έλεγχο του μέλλοντος μας. Θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην εργασία, την παραγωγικότητα και την ποιότητα ζωής. Θα μπορούσαμε να εξισορροπήσουμε την έμφυτη ανάγκη μας για ανταγωνισμό και αναγνώριση και την «απληστία» μας για αγαθά, υπηρεσίες, επιλογές και εμπειρίες – χαρακτηριστικά που είναι όλα τους απαραίτητα γιατί ωθούν την ανθρωπότητα προς τα μπρος – με την εξίσου έμφυτη ανάγκη μας για ουσιαστική επικοινωνία, δοτικότητα και δημιουργικότητα. Σε μια μικροκλίμακα αυτές τις μέρες βλέπουμε όλες αυτές τις δυνάμεις, αυτές τις άλλες αξίες, να προσπαθούν να ξεμυτίσουν απ’το κουκούλι τους.
Ωστόσο, το κατα πόσον αυτή η αξιακή μετάβαση θα γίνει – και προς τη σωστή κατεύθυνση – θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό απ’το ποιοί θα ηγηθούν αυτής της επανανοηματοδότησης της ζωής μας. Δεν πιστεύω ότι η οποιαδήποτε αλλαγή, θετική ή αρνητική, μπορεί να επιτευχθεί μόνο από την κοινωνική βάση, από κάτω προς τα πάνω. Βοηθάει πολύ μεν όταν η κοινωνία είναι έτοιμη, όταν δηλαδή υπάρχουν ώριμα κοινωνικά αιτήματα. Αλλά χρειάζονται τα κατάλληλα πρόσωπα που θα ηγηθούν αυτής της μετάβασης. Εξίσου πιθανό είναι κάποιοι άνθρωποι που θα αντιληφθούν τις ευκαιρίες που δημιουργούνται, να τις εκμεταλλευτούν για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα – με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, που πολιτικοί όπως ο Τραμπ αντιλήφθηκαν και εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη δυναμική του Twitter, βγάζοντας τον χειρότερο μας εαυτό».
Κάποιοι προβλέπουν ότι η σύγχρονη Ελλάδα θα αναγκαστεί τελικά να κάνει την πραγματική επανεκκίνησή της το 2021, διακόσια χρόνια μετά την εθνική παλιγγενεσία. Συμφωνείτε; «Θα ήταν όντως μια καλή ευκαιρία που ενδεχομένως συμπίπτει χρονικά – εάν όλα πάνε καλά – και με μια αρχή επιστροφής στην κανονικότητα, εφόσον μέχρι τότε έχει βρεθεί εμβόλιο ή θεραπεία για τον κορωνοϊό και εφόσον το παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό σύστημα έχει αντέξει το σοκ της κρίσης. Προσωπικά θεωρώ ότι η επανεκκίνηση απαιτεί να αφήσουμε πίσω μας τα βαρίδια του παρελθόντος: τους διχασμούς, τα τραύματα, την αίσθηση του “έθνους ανάδελφου”, τα συμπλέγματα ανωτερότητας και κατωτερότητας. Η Ελλάδα απέδειξε ότι είναι μια ώριμη χώρα που μπορεί να επιβιώσει μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και μιας πανδημίας που συγκλονίζει τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Η Ελλάδα του 2021 πρέπει να βρει τον ρόλο της ως ισότιμος εταίρος σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας φυλάσσει τα νοτιοανατολικά σύνορα∙ και ως παγκόσμιος παράγοντας σταθερότητας∙ με άλλα λόγια, όχι πια μόνον ως καταναλωτής (ιδεών, τάσεων, προϊόντων, ανθρώπων, καινοτομιών, διπλωματίας) αλλά και ως παραγωγός τους».
Υπάρχει περίπτωση να αρχίσουμε τώρα να εμπιστευόμαστε ξανά περισσότερο την αυθεντία των ειδικών; Πως σας φαίνεται ο Σωτήρης Τσιόδρας; «Η εποχή στην οποία εμπιστευόμασταν τυφλά τους ειδικούς νομίζω έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν ζούμε σε ένα πολιτισμικό και αξιακό πλαίσιο στο οποίο υπάρχει ιδιαίτερη ανοχή σε παγιωμένες αυθεντίες και ορατές ιεραρχίες (ιεραρχίες υπάρχουν φυσικά, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, απλώς όσοι είναι αρκετά έξυπνοι επιλέγουν να μην προβάλλονται). Ακόμη και ο πιο σοφός λόγιος, ο πιο άξιος επιστήμονας και ο πιο δημοφιλής πολιτικός υπόκεινται σε μια καθημερινή προβολή και επικοινωνιακή τριβή που αναπόφευκτα τους εκθέτει και τους φθείρει. Αναζητούμε ανθρώπους που θα εκφράσουν τη φωνή μας, όχι αυτούς που θα την διαμορφώσουν από το μηδέν, ανθρώπους που θα επιβεβαιώσουν αυτά που πιστεύουμε, όχι που θα τα αμφισβητήσουν. Οπότε ακολουθούμε τους ειδικούς όσο αυτά που λένε είναι συμβατά με τη λογική και τις αξίες μας. Να σημειώσουμε όμως ότι η αμφισβήτηση και η κριτική είναι η βάση της επιστήμης – αλίμονο αν ακολουθούσαμε τυφλά τις επιταγές των ειδικών. Αυτό θα ήταν θρησκευτική πίστη, όχι επιστήμη.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας καταρχάς είναι προσωπικά υπεύθυνος – όπως και μερικοί άλλοι άνθρωποι στον πυρήνα της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού – για τη σωτηρία χιλιάδων ζωών και την επιβίωση του συστήματος υγείας. Δεν νομίζω ότι το έχουμε συνειδητοποιήσει επαρκώς αυτό. Όταν μιλάμε για εκθετική διασπορά ενός ιού, η απόσταση ανάμεσα στην τωρινή μας κατάσταση και στην απώλεια δεκάδων χιλιάδων αγαπημένων μας ανθρώπων είναι απειροελάχιστη: δεν χρειάζεται ούτε καν μια λάθος απόφαση∙ θα αρκούσε μια σωστή απόφαση που καθυστέρησε για μία ή δύο εβδομάδες. Πέραν αυτού, έχω την εντύπωση ότι ο Τσιόδρας κέρδισε την αγάπη και εμπιστοσύνη του κόσμου ακριβώς επειδή δεν φέρεται σαν αυθεντία, αλλά επειδή διατηρεί την ενσυναίσθηση, την ευγένεια και τη μετριοπάθεια ενός απλού ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Άνθρωποι σαν τον Τσιόδρα είναι το μέλλον της καλής ηγεσίας στον 21ο αιώνα – ας μην επιδιώκουμε μπαλκονάτους μεσσίες».
Εχετε γράψει βιβλίο που μελετά τον κόσμο και την εποχή μας, έχετε δημιουργήσει ντοκιμαντέρ, έχετε ταξιδέψει πολύ. Ποια ανάγκη σάς έκανε ανήσυχο παρατηρητή; «Νομίζω οι ίδιες ανάγκες που μας κινητοποιούν λίγο-πολύ όλους μας. Η ανάγκη επικοινωνίας. Η αναζήτηση της αλήθειας – επιστημονικής, ιστορικής, συναισθηματικής. Η ανάγκη κατανόησης και βελτίωσης του εαυτού. Η ανάγκη θεραπείας και απόδρασης. Η αναζήτηση και απόλαυση της ομορφιάς όπου και να βρίσκεται – σε ανθρώπους, τοπία ή στιγμές. Η αγάπη του χώρου και του χρόνου. Το πάθος για την ενημέρωση που πηγάζει απ’την αντίληψη ότι ως άτομο, ως πολίτης, έχω δικαίωμα και υποχρέωση να γνωρίζω και να συμμετέχω, ότι έχω ευθύνη για την ατομική και συλλογική μου επιβίωση».
Που ανυπομονείτε να ταξιδέψετε όταν επιτραπούν οι μετακινήσεις; «Λόγω θεμάτων υγείας, θα είμαι μάλλον απ’τους τελευταίους που θα βγουν έξω, οπότε έχω προετοιμαστεί ψυχολογικά για μια μακρά παραμονή στο σπίτι (ευτυχώς μου αρέσει το σπίτι μου και ευτυχώς έχω αρκετά αδιάβαστα βιβλία, ενώ προμηθεύομαι συνεχώς καινούργια). Μου έχει λείψει αφάνταστα η Αμερική. Η Νέα Υόρκη, η απόλυτη μητρόπολη, ο περίπατος στο Μανχάταν και το Μπρούκλιν. Η ηλιόλουστη Καλιφόρνια. Το ταξίδι με το αυτοκίνητο στους παλιούς αυτοκινητόδρομους και τις αχανείς ερήμους στη Νεβάδα, την Αριζόνα και το Νέο Μεξικό. Δεν βλέπω την ώρα να περιφερθώ ξανά στις πόλεις της Ευρώπης – στα βιβλιοπωλεία και στα καφέ, στις υπαίθριες αγορές, τα παλαιοπωλεία και τα σοκάκια της ηπείρου μας, την ομορφιά της οποίας κακώς θεωρούμε δεδομένη. Και φυσικά, πρωτίστως, στην Ελλάδα. Μόλις περάσει όλο αυτό θα ήθελα να κάνουμε παρουσιάσεις του βιβλίου σε πόλεις της επαρχίας, να ξανανιώσω την υφή της πέτρας και του χώματος αυτής της χώρας, τη μυρωδιά του πεύκου και την αίσθηση του ήλιου στο δέρμα μου».
Τι σας λείπει περισσότερο από τη ζωή προ κορωνοιού; «Όλες αυτές οι “ανώνυμες” στιγμές της καθημερινότητας μας. Το να κάτσω να γράψω σε ένα καφέ ένα ηλιόλουστο πρωινό. Το να μαζευτούμε με φίλους στο σπίτι μου για ταινίες και ποτά. Ένας περίπατος στην ίδια μου την πόλη, το Λονδίνο. Το σινεμά. Τα βιβλιοπωλεία. Τα μουσεία. Η προοπτική της άφοβης σωματικής επαφής. Μέχρι στιγμής, δεν με έχει πιάσει ούτε κλειστοφοβία, ούτε αγοραφοβία, ούτε ψυχαναγκασμός με την καθαριότητα. Αλλά η προοπτική του να μην μπορώ να πλησιάσω και να αγγίξω άλλους ανθρώπους με τρομάζει».