Υπεγράφη σήμερα μεταξύ της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου Στρατηγικό Σχέδιο Συνεργασίας για τη συνεργασία των δύο χωρών στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος. Πρόκειται για μια συμφωνία – πλαίσιο που καλύπτει σειρά ειδικότερων ζητημάτων και τομέων.
Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επιβάλει η πανδημία, η υπογραφή του κειμένου έγινε από κάθε υπουργό χωριστά κατά την διάρκεια τηλεδιάσκεψης και θα ολοκληρωθεί με την ανταλλαγή των υπογεγραμμένων κειμένων δια της διπλωματικής οδού.
Από την ελληνική πλευρά τη συμφωνία υπέγραψε ο Αναπληρωτής Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Γιώργος Κουμουτσάκος, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο εκπροσώπησε ο Yπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, κ. Chris Philp.
Το Στρατηγικό Σχέδιο Συνεργασίας αποτελεί επιστέγασμα εργασίας πολλών μηνών, καθώς και της συναντίληψης των δύο χωρών ότι το μεταναστευτικό ζήτημα επηρεάζει την Ευρώπη συνολικά και, γι’ αυτό, απαιτεί συντονισμένη αντιμετώπιση.
Το Στρατηγικό Σχέδιο Συνεργασίας Ελλάδας – Ηνωμένου Βασιλείου προβλέπει ενδεικτικά:
Την καταπολέμηση των δικτύων των παράνομων διακινητών μέσω της περαιτέρω ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών αστυνόμευσης και δικαιοσύνης των δύο χωρών.
Τη μετεγκατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο ασυνόδευτων παιδιών που εμπίπτουν στις διατάξεις του Μεταναστευτικού Νόμου του 2016 και του Κανονισμού του Δουβλίνου, όσο αυτός συνεχίζει να δεσμεύει το Ηνωμένο Βασίλειο.
Την επανένωση αιτούντων άσυλο από την Ελλάδα με συγγενείς τους που διαβιούν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Δικαστική συνεργασία για την ανταλλαγή τεχνογνωσίας στη διαδικασία των προσφυγών.
Μεταφραστική υποστήριξη και παροχή τεχνογνωσίας στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης και την Υπηρεσία Ασύλου.
Ανταλλαγή τεχνογνωσίας και καλών πρακτικών στον τομέα των επιστροφών.
Συνεργασία του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος με τη Βρετανική Συνοριοφυλακή στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο.
Αναγνώριση της ρευστής κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο και αναπροσαρμογή των δράσεων και της συνεργασίας των δύο χωρών εφόσον κρίνεται αναγκαίο.
Σύσταση στρατηγικού διαλόγου σε ανώτατο επίπεδο, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, με σκοπό την αξιολόγηση της προόδου και τις αποτελεσματικότητας των κοινών δράσεων.