Ζαν-Πολ Σαρτρ: Ο εραστής του υπαρξισμού

Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το πρώην τοτέμ της γαλλικής αριστερής σκέψης επιβιώνει στη μνήμη περισσότερο για την πολυτάραχη ζωή του.

Ζαν-Πολ Σαρτρ: Ο εραστής του υπαρξισμού

Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το πρώην τοτέμ της γαλλικής αριστερής σκέψης επιβιώνει στη μνήμη περισσότερο για την πολυτάραχη ζωή του.

Ο φιλόσοφος Σαρτρ. Γυναίκες παραληρούν». Η λεζάντα του περιοδικού «Time» για μια φωτογραφία από τη διάλεξη της 28ης Οκτωβρίου 1945 με τίτλο «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός» είναι ενδεικτική τόσο για τη σκέψη όσο και για τη ζωή του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ενας σπιθαμιαίος διανοούμενος με ύψος μόλις 1,53 μ. έθελγε το μεταπολεμικό Παρίσι, προσέλκυε ορδές στην ομιλία του και προκαλούσε λιποθυμίες στο άλλο φύλο – αν και αυτές οφείλονταν στην αφόρητη ζέστη μιας ασφυκτικά γεμάτης αίθουσας, όχι στο διανοητικό sex appeal του. Ο Σαρτρ όμως πράγματι προοριζόταν να διαπρέψει ως φιλόσοφος και εραστής, να ορίσει επί δεκαετίες τον τύπο του διανοουμένου, να ζήσει στο έπακρο, να πεθάνει τιμημένος – και μετά να ξεχαστεί, γιατί οι εποχές τον ξεπέρασαν, σε αντίθεση με άλλους σύγχρονούς του. Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, η νέα βιογραφία του Γκάρι Κοξ με τίτλο «Existentialism and Excess. The Life and Times of Jean-Paul Sartre» (εκδ. Bloomsbury) υπενθυμίζει έναν ταραχώδη βίο και μια μνημειώδη πολιτεία.

Μηχανή γραφής

Γεννημένος στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου 1905, μεγαλωμένος στην κοντινή μικροαστική Μοντόν και στη Λα Ροσέλ, τυφλός από το δεξί μάτι, ευφυέστατος, δραστήριος, αριστούχος της École Normale Supérieure, όπου συναγωνίστηκε για την πρώτη θέση στις τελικές εξετάσεις με την αιώνια αγαπημένη του Σιμόν ντε Μποβουάρ, καταξιωμένος συγγραφέας στα τριάντα του, μέλος μιας ανερχόμενης διανοητικής ελίτ, πνευματική διασημότητα των 60s, αρνητής του Νομπέλ Λογοτεχνίας που του αποδόθηκε το 1964, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ περιγράφεται από τον Κοξ ως ακαταπόνητη δύναμη της φύσης. Ο ίδιος μιλάει στην αυτοβιογραφία του για αυτό που ονομάζει «η ταχύτητα της ψυχής μου» – και πράγματι η ενέργεια και η αντοχή του ήταν θρυλικές και διευρύνονταν περαιτέρω με μεγάλες ποσότητες καφέ, αλκοόλ και αμφεταμινών. Στα χρόνια της νεότητάς του συνήθιζε να εναλλάσσει τη σκληρή εργασία με σκληρή φυσική άσκηση: η ανάγνωση και η γραφή από τη μια μεριά, η πάλη και η πυγμαχία από την άλλη. Οταν η Γερμανία επιτέθηκε στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939 και η Γαλλία κήρυξε επιστράτευση, βρέθηκε σε μια μικρή μονάδα μετεωρολογικών παρατηρήσεων στην Αλσατία. Αρχισε να κρατά ημερολόγιο, ενώ παράλληλα έγραφε το τρίτο του μυθιστόρημα (η περίφημη «Ναυτία» είχε δημοσιευθεί το 1938, «Ο Τοίχος» το 1939): ώσπου ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος να φτάσει στο δυτικό μέτωπο με τη χιτλερική εισβολή στη Γαλλία τον Μάιο του 1940 «θεωρείται ότι είχε γράψει ένα εκατομμύριο λέξεις».

Οι λέξεις του Σαρτρ ανέκαθεν ήταν πολλές. Το magnum opus του, «Το είναι και το μηδέν», 638 σελίδες στιβαρής υπαρξιστικής φιλοσοφίας, γραμμένο μέσα στην Κατοχή (εκδόθηκε το 1943), επηρέασε ιδιαίτερα τη μεταπολεμική σκέψη. Από αυτό προέκυψε το δικαίωμα σε ακόμα περισσότερες λέξεις. Αφενός με το «Les Temps Modernes», εμβληματικό λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς ως το τέλος του το 2019, όπου αρχικά συμμετείχαν βαριά χαρτιά της γαλλικής διανόησης όπως οι Ρεϊμόν Αρόν και Μορίς Μερλό-Ποντί. Αφετέρου με μια ομοβροντία έργων, από αξιοπρόσεκτα θεατρικά («Αδιέξοδο», «Τα βρώμικα χέρια», «Οι έκλειστοι της Αλτόνα», «Ο Διάβολος και ο καλός Θεός») έως αλαζονικά πνευματικά εγχειρήματα (η «Κριτική του διαλεκτικού λόγου», συνολικά 1.400 σελίδες απόπειρας να συμβιβάσει υπαρξισμό και μαρξισμό) και αναίτια χειμαρρώδεις βιογραφίες (πέντε τόμοι για τον Γκιστάβ Φλομπέρ). Παραδόξως, οι «Λέξεις», η δική του σημαντική αυτοβιογραφία του 1964, εκτείνεται σε μόλις 255 σελίδες.

Τι έτρεφε αυτή τη μηχανή γραφής; Οι ιδέες και οι γυναίκες. Τάχθηκε διαδοχικά υπέρ του κομμουνισμού, του μαοϊσμού, των απελευθερωτικών κινημάτων κατά της αποικιοκρατίας, του αριστερισμού. Αρχέτυπο δημόσιου διανοουμένου, μπορούσε τον Ιανουάριο του 1950 να καταδικάζει τα γκουλάγκ της Σοβιετικής Ενωσης αλλά και να τους δίνει άφεση αμαρτιών εφόσον το σοβιετικό σύστημα βάδιζε προς την αταξική κοινωνία. Υστερα από μια επίσκεψη στην Κίνα το 1955 επαινούσε την προσπάθεια του καθεστώτος να εξαφανίσει τον πληθωρισμό, τη φτώχεια και την αναρχία, «χωρίς να αναφέρει», σημειώνει ο Κοξ, «τα εκατομμύρια που είχαν σκοτωθεί στις εκκαθαρίσεις των πόλεων και της υπαίθρου μετά το 1946». Κατήγγειλε τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία το 1956, όχι όμως και τον ίδιο τον κομμουνισμό. Φωτογραφήθηκε το 1960 στην Κούβα να καπνίζει πούρα μαζί με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα. Εναντιώθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας (με κίνδυνο της ζωής του, καθώς το διαμέρισμά του έγινε δύο φορές στόχος ακροδεξιών βομβιστών μεταξύ 1961 και 1962) και στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τα πιο φαρμακερά του βέλη ωστόσο στρέφονταν πάντοτε κατά του καπιταλισμού και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, για τις οποίες ο πρώιμος ρομαντισμός του, «εμπνευσμένος από τα κόμικ, τα αστυνομικά έργα, τα μυθιστορήματα και τις ταινίες που καταβρόχθιζε όσο μεγάλωνε», μετατράπηκε σε εχθρότητα.

Ο Ζαν-Πολ και οι γυναίκες

Συχνά ο ρομαντισμός συγχεόταν με το ρομάντσο. Η πρώτη του επίσκεψη στην Αμερική, το 1945, ήταν μια εμπειρία αποξένωσης: στη Νέα Υόρκη κάθε μέρος έμοιαζε με τα υπόλοιπα λόγω της ιδιαίτερης ρυμοτομίας και των αριθμημένων οδών και ο αποπροσανατολισμός του Σαρτρ αυξανόταν – ώσπου συνάντησε την Ντολόρες Βανέτι. Σωσίας της Μποβουάρ, έγινε πρώτα προσωπική του διερμηνέας και εν συνεχεία ερωμένη του. Πρόκειται για μία από τις λίγες στιγμές που ο ξεχωριστός δεσμός με τη Σιμόν κινδύνευσε: ο Κοξ τονίζει ότι στις αρχές του 1946 ο Σαρτρ ήταν έτοιμος να παντρευτεί την Ντολόρες και να αποδεχθεί μια θέση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Τον Ιούνιο του 1950, σημειώνει ο βιογράφος του, τον επισκέφθηκε στο Παρίσι και αυτός «της πρότεινε γενναιόδωρα να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα, να της παρέχει εισόδημα και να τη βάλει στη ρότα του από κοινού με τη Βάντα και τη Μισέλ. Εκείνη, προσβεβλημένη, διέκοψε οριστικά τη σχέση τους και επέστρεψε στην Αμερική». Η Μποβουάρ θα απαντούσε με δικές της περιπέτειες: με τον αμερικανό συγγραφέα Νέλσον Ολγκρεν και τον σκηνοθέτη Κλοντ Λανζμάν. Πριν και μετά την Ντολόρες υπήρξαν για τον φιλόσοφο, μεταξύ άλλων, η Βάντα Κοζακίεβιτς, η Μισέλ Βιαν, σύζυγος του συγγραφέα Μπορίς Βιαν, η ηθοποιός Εβελίν Ρεΐ (αδελφή του Κλοντ Λανζμάν), η Λένα Ζόνινα, διερμηνέας σε ένα ταξίδι του στη Σοβιετική Ενωση, προς το τέλος της ζωής του η Ελληνίδα Ελένη Λασσιθιωτάκη. Στα 51 του χρόνια, το 1956, τον προσέλκυσε η 19χρονη Αρλέτ Ελκάιμ – την υιοθέτησε το 1965 επειδή χρειαζόταν, όπως έλεγε, «κάποια να τον σπρώχνει στο αναπηρικό καροτσάκι στα γεράματά του». «Αν οι καλύτερες εξηγήσεις είναι οι απλούστερες», σχολιάζει ο Κοξ, «ο Σαρτρ υιοθέτησε την Αρλέτ για πρακτικούς λόγους, με κοινό και για τους δύο όφελος. Αν οι καλύτερες εξηγήσεις είναι οι χυδαιότερες, εκείνος ήταν ένας βρωμόγερος κι εκείνη κάτι παραπάνω από πρόθυμη».

Παραδόξως, ίσως, η Σιμόν ντε Μποβουάρ μοιάζει να μη βρίσκεται στο επίκεντρο βιβλίων όπως αυτό του Κοξ. Πιθανόν γιατί ήταν ακριβώς σκιά και καθρέφτης του Σαρτρ, σύντροφος αλλά και φιλοσοφικός και πολιτικός συνομιλητής του. Η ανοικτή σχέση του ζεύγους ήταν σκανδαλιστική, όμως, όπως γράφει η Χέιζελ Ρόουλι στη διπλή βιογραφία «Τête-à-tête. The Tumultuous Lives and Loves of Simone de Beauvoir and Jean-Paul Sartre» (εκδ. HarperCollins), «η συμφωνία τους ήταν εξαρχής ότι οι άλλοι έρωτες θα ήταν «δευτερεύοντες», ο δικός τους θα ήταν «απόλυτος»». Και οφείλει να παρατηρήσει κανείς ότι παρά κάποιες ταλαντεύσεις ή ρωγμές η συμφωνία τηρήθηκε.

Κατά έναν διασταλτικό τρόπο, επομένως, ο Σαρτρ στάθηκε πιστός στην Μποβουάρ. Λιγότερο πιστός υπήρξε προς τους φίλους του. Με τον σημαίνοντα φιλόσοφο και στοχαστή Ρεϊμόν Αρόν χώρισαν για πολιτικούς λόγους. Ο Αρόν έθετε στον Σαρτρ το πρόβλημα της ανελευθερίας στη Σοβιετική Ενωση, εκείνος εκλάμβανε το επιχείρημα ως αδιάντροπη απολογία του καπιταλισμού. Με τον Καμί η διαμάχη έλαβε προσωπικό χαρακτήρα: μια κακή κριτική για το βιβλίο του «Ο εξεγερμένος άνθρωπος» από έναν αρθρογράφο του «Les Temps Modernes» το 1952, η θιγμένη απάντηση του ιδίου, η προσβλητική για τη διάνοια του Καμί ανταπάντηση του Σαρτρ. Οσο για τον Μερλό-Ποντί, εκεί επρόκειτο για επίδειξη δύναμης: αν και ήταν συνιδρυτής του «Les Temps Modernes», ο Σαρτρ απέφευγε ως την τελευταία στιγμή να του γνωστοποιεί άρθρα του για να αποφεύγει ανεπιθύμητες αντιρρήσεις. Επειτα από έναν μνημειώδη τηλεφωνικό καβγά, ο Μερλό-Ποντί παραιτήθηκε το 1953. Ισως η μόνη από τις περίφημες αυτές διενέξεις στις οποίες ο Ζαν-Πολ είχε το δίκιο με το μέρος του να ήταν εκείνη με τον Αρθουρ Κέστλερ, όπου ο διάσημος συγγραφέας τού πέταξε κατάμουτρα ένα ποτήρι επειδή φλέρταρε με τη σύζυγό του, Μαμέν, και στη συνέχεια φιλοδώρησε με μια γροθιά τον Καμί που προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.

Η «Libé» και το τέλος

Παρά τα προβλήματα υγείας που συσσωρεύονταν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, την αρτηριακή πίεση, το κυκλοφορικό, τα εγκεφαλικά επεισόδια, ο Σαρτρ παρέμεινε στις επάλξεις έχοντας αποβεί τοτέμ της γαλλικής αριστερής σκέψης.

«Ο φιλόσοφος Σαρτρ. Γυναίκες παραληρούν». Η λεζάντα του περιοδικού «Time» για μια φωτογραφία από τη διάλεξη της 28ης Οκτωβρίου 1945 με τίτλο «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός» είναι ενδεικτική τόσο για τη σκέψη όσο και για τη ζωή του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ενας σπιθαμιαίος διανοούμενος με ύψος μόλις 1,53 μ. έθελγε το μεταπολεμικό Παρίσι, προσέλκυε ορδές στην ομιλία του και προκαλούσε λιποθυμίες στο άλλο φύλο – αν και αυτές οφείλονταν στην αφόρητη ζέστη μιας ασφυκτικά γεμάτης αίθουσας, όχι στο διανοητικό sex appeal του. Ο Σαρτρ όμως πράγματι προοριζόταν να διαπρέψει ως φιλόσοφος και εραστής, να ορίσει επί δεκαετίες τον τύπο του διανοουμένου, να ζήσει στο έπακρο, να πεθάνει τιμημένος – και μετά να ξεχαστεί, γιατί οι εποχές τον ξεπέρασαν, σε αντίθεση με άλλους σύγχρονούς του. Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, η νέα βιογραφία του Γκάρι Κοξ με τίτλο «Existentialism and Excess. The Life and Times of Jean-Paul Sartre» (εκδ. Bloomsbury) υπενθυμίζει έναν ταραχώδη βίο και μια μνημειώδη πολιτεία.

Μηχανή γραφής

Γεννημένος στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου 1905, μεγαλωμένος στην κοντινή μικροαστική Μοντόν και στη Λα Ροσέλ, τυφλός από το δεξί μάτι, ευφυέστατος, δραστήριος, αριστούχος της École Normale Supérieure, όπου συναγωνίστηκε για την πρώτη θέση στις τελικές εξετάσεις με την αιώνια αγαπημένη του Σιμόν ντε Μποβουάρ, καταξιωμένος συγγραφέας στα τριάντα του, μέλος μιας ανερχόμενης διανοητικής ελίτ, πνευματική διασημότητα των 60s, αρνητής του Νομπέλ Λογοτεχνίας που του αποδόθηκε το 1964, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ περιγράφεται από τον Κοξ ως ακαταπόνητη δύναμη της φύσης. Ο ίδιος μιλάει στην αυτοβιογραφία του για αυτό που ονομάζει «η ταχύτητα της ψυχής μου» – και πράγματι η ενέργεια και η αντοχή του ήταν θρυλικές και διευρύνονταν περαιτέρω με μεγάλες ποσότητες καφέ, αλκοόλ και αμφεταμινών. Στα χρόνια της νεότητάς του συνήθιζε να εναλλάσσει τη σκληρή εργασία με σκληρή φυσική άσκηση: η ανάγνωση και η γραφή από τη μια μεριά, η πάλη και η πυγμαχία από την άλλη. Οταν η Γερμανία επιτέθηκε στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939 και η Γαλλία κήρυξε επιστράτευση, βρέθηκε σε μια μικρή μονάδα μετεωρολογικών παρατηρήσεων στην Αλσατία. Αρχισε να κρατά ημερολόγιο, ενώ παράλληλα έγραφε το τρίτο του μυθιστόρημα (η περίφημη «Ναυτία» είχε δημοσιευθεί το 1938, «Ο Τοίχος» το 1939): ώσπου ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος να φτάσει στο δυτικό μέτωπο με τη χιτλερική εισβολή στη Γαλλία τον Μάιο του 1940 «θεωρείται ότι είχε γράψει ένα εκατομμύριο λέξεις».

Οι λέξεις του Σαρτρ ανέκαθεν ήταν πολλές. Το magnum opus του, «Το είναι και το μηδέν», 638 σελίδες στιβαρής υπαρξιστικής φιλοσοφίας, γραμμένο μέσα στην Κατοχή (εκδόθηκε το 1943), επηρέασε ιδιαίτερα τη μεταπολεμική σκέψη. Από αυτό προέκυψε το δικαίωμα σε ακόμα περισσότερες λέξεις. Αφενός με το «Les Temps Modernes», εμβληματικό λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς ως το τέλος του το 2019, όπου αρχικά συμμετείχαν βαριά χαρτιά της γαλλικής διανόησης όπως οι Ρεϊμόν Αρόν και Μορίς Μερλό-Ποντί. Αφετέρου με μια ομοβροντία έργων, από αξιοπρόσεκτα θεατρικά («Αδιέξοδο», «Τα βρώμικα χέρια», «Οι έκλειστοι της Αλτόνα», «Ο Διάβολος και ο καλός Θεός») έως αλαζονικά πνευματικά εγχειρήματα (η «Κριτική του διαλεκτικού λόγου», συνολικά 1.400 σελίδες απόπειρας να συμβιβάσει υπαρξισμό και μαρξισμό) και αναίτια χειμαρρώδεις βιογραφίες (πέντε τόμοι για τον Γκιστάβ Φλομπέρ). Παραδόξως, οι «Λέξεις», η δική του σημαντική αυτοβιογραφία του 1964, εκτείνεται σε μόλις 255 σελίδες.

Τι έτρεφε αυτή τη μηχανή γραφής; Οι ιδέες και οι γυναίκες. Τάχθηκε διαδοχικά υπέρ του κομμουνισμού, του μαοϊσμού, των απελευθερωτικών κινημάτων κατά της αποικιοκρατίας, του αριστερισμού. Αρχέτυπο δημόσιου διανοουμένου, μπορούσε τον Ιανουάριο του 1950 να καταδικάζει τα γκουλάγκ της Σοβιετικής Ενωσης αλλά και να τους δίνει άφεση αμαρτιών εφόσον το σοβιετικό σύστημα βάδιζε προς την αταξική κοινωνία. Υστερα από μια επίσκεψη στην Κίνα το 1955 επαινούσε την προσπάθεια του καθεστώτος να εξαφανίσει τον πληθωρισμό, τη φτώχεια και την αναρχία, «χωρίς να αναφέρει», σημειώνει ο Κοξ, «τα εκατομμύρια που είχαν σκοτωθεί στις εκκαθαρίσεις των πόλεων και της υπαίθρου μετά το 1946». Κατήγγειλε τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία το 1956, όχι όμως και τον ίδιο τον κομμουνισμό. Φωτογραφήθηκε το 1960 στην Κούβα να καπνίζει πούρα μαζί με τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα. Εναντιώθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας (με κίνδυνο της ζωής του, καθώς το διαμέρισμά του έγινε δύο φορές στόχος ακροδεξιών βομβιστών μεταξύ 1961 και 1962) και στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τα πιο φαρμακερά του βέλη ωστόσο στρέφονταν πάντοτε κατά του καπιταλισμού και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, για τις οποίες ο πρώιμος ρομαντισμός του, «εμπνευσμένος από τα κόμικ, τα αστυνομικά έργα, τα μυθιστορήματα και τις ταινίες που καταβρόχθιζε όσο μεγάλωνε», μετατράπηκε σε εχθρότητα.

Ο Ζαν-Πολ και οι γυναίκες

Συχνά ο ρομαντισμός συγχεόταν με το ρομάντσο. Η πρώτη του επίσκεψη στην Αμερική, το 1945, ήταν μια εμπειρία αποξένωσης: στη Νέα Υόρκη κάθε μέρος έμοιαζε με τα υπόλοιπα λόγω της ιδιαίτερης ρυμοτομίας και των αριθμημένων οδών και ο αποπροσανατολισμός του Σαρτρ αυξανόταν – ώσπου συνάντησε την Ντολόρες Βανέτι. Σωσίας της Μποβουάρ, έγινε πρώτα προσωπική του διερμηνέας και εν συνεχεία ερωμένη του. Πρόκειται για μία από τις λίγες στιγμές που ο ξεχωριστός δεσμός με τη Σιμόν κινδύνευσε: ο Κοξ τονίζει ότι στις αρχές του 1946 ο Σαρτρ ήταν έτοιμος να παντρευτεί την Ντολόρες και να αποδεχθεί μια θέση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Τον Ιούνιο του 1950, σημειώνει ο βιογράφος του, τον επισκέφθηκε στο Παρίσι και αυτός «της πρότεινε γενναιόδωρα να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα, να της παρέχει εισόδημα και να τη βάλει στη ρότα του από κοινού με τη Βάντα και τη Μισέλ. Εκείνη, προσβεβλημένη, διέκοψε οριστικά τη σχέση τους και επέστρεψε στην Αμερική». Η Μποβουάρ θα απαντούσε με δικές της περιπέτειες: με τον αμερικανό συγγραφέα Νέλσον Ολγκρεν και τον σκηνοθέτη Κλοντ Λανζμάν. Πριν και μετά την Ντολόρες υπήρξαν για τον φιλόσοφο, μεταξύ άλλων, η Βάντα Κοζακίεβιτς, η Μισέλ Βιαν, σύζυγος του συγγραφέα Μπορίς Βιαν, η ηθοποιός Εβελίν Ρεΐ (αδελφή του Κλοντ Λανζμάν), η Λένα Ζόνινα, διερμηνέας σε ένα ταξίδι του στη Σοβιετική Ενωση, προς το τέλος της ζωής του η Ελληνίδα Ελένη Λασσιθιωτάκη. Στα 51 του χρόνια, το 1956, τον προσέλκυσε η 19χρονη Αρλέτ Ελκάιμ – την υιοθέτησε το 1965 επειδή χρειαζόταν, όπως έλεγε, «κάποια να τον σπρώχνει στο αναπηρικό καροτσάκι στα γεράματά του». «Αν οι καλύτερες εξηγήσεις είναι οι απλούστερες», σχολιάζει ο Κοξ, «ο Σαρτρ υιοθέτησε την Αρλέτ για πρακτικούς λόγους, με κοινό και για τους δύο όφελος. Αν οι καλύτερες εξηγήσεις είναι οι χυδαιότερες, εκείνος ήταν ένας βρωμόγερος κι εκείνη κάτι παραπάνω από πρόθυμη».

Παραδόξως, ίσως, η Σιμόν ντε Μποβουάρ μοιάζει να μη βρίσκεται στο επίκεντρο βιβλίων όπως αυτό του Κοξ. Πιθανόν γιατί ήταν ακριβώς σκιά και καθρέφτης του Σαρτρ, σύντροφος αλλά και φιλοσοφικός και πολιτικός συνομιλητής του. Η ανοικτή σχέση του ζεύγους ήταν σκανδαλιστική, όμως, όπως γράφει η Χέιζελ Ρόουλι στη διπλή βιογραφία «Τête-à-tête. The Tumultuous Lives and Loves of Simone de Beauvoir and Jean-Paul Sartre» (εκδ. HarperCollins), «η συμφωνία τους ήταν εξαρχής ότι οι άλλοι έρωτες θα ήταν «δευτερεύοντες», ο δικός τους θα ήταν «απόλυτος»». Και οφείλει να παρατηρήσει κανείς ότι παρά κάποιες ταλαντεύσεις ή ρωγμές η συμφωνία τηρήθηκε.

Κατά έναν διασταλτικό τρόπο, επομένως, ο Σαρτρ στάθηκε πιστός στην Μποβουάρ. Λιγότερο πιστός υπήρξε προς τους φίλους του. Με τον σημαίνοντα φιλόσοφο και στοχαστή Ρεϊμόν Αρόν χώρισαν για πολιτικούς λόγους. Ο Αρόν έθετε στον Σαρτρ το πρόβλημα της ανελευθερίας στη Σοβιετική Ενωση, εκείνος εκλάμβανε το επιχείρημα ως αδιάντροπη απολογία του καπιταλισμού. Με τον Καμί η διαμάχη έλαβε προσωπικό χαρακτήρα: μια κακή κριτική για το βιβλίο του «Ο εξεγερμένος άνθρωπος» από έναν αρθρογράφο του «Les Temps Modernes» το 1952, η θιγμένη απάντηση του ιδίου, η προσβλητική για τη διάνοια του Καμί ανταπάντηση του Σαρτρ. Οσο για τον Μερλό-Ποντί, εκεί επρόκειτο για επίδειξη δύναμης: αν και ήταν συνιδρυτής του «Les Temps Modernes», ο Σαρτρ απέφευγε ως την τελευταία στιγμή να του γνωστοποιεί άρθρα του για να αποφεύγει ανεπιθύμητες αντιρρήσεις. Επειτα από έναν μνημειώδη τηλεφωνικό καβγά, ο Μερλό-Ποντί παραιτήθηκε το 1953. Ισως η μόνη από τις περίφημες αυτές διενέξεις στις οποίες ο Ζαν-Πολ είχε το δίκιο με το μέρος του να ήταν εκείνη με τον Αρθουρ Κέστλερ, όπου ο διάσημος συγγραφέας τού πέταξε κατάμουτρα ένα ποτήρι επειδή φλέρταρε με τη σύζυγό του, Μαμέν, και στη συνέχεια φιλοδώρησε με μια γροθιά τον Καμί που προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.

Η «Libé» και το τέλος

Παρά τα προβλήματα υγείας που συσσωρεύονταν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, την αρτηριακή πίεση, το κυκλοφορικό, τα εγκεφαλικά επεισόδια, ο Σαρτρ παρέμεινε στις επάλξεις έχοντας αποβεί τοτέμ της γαλλικής αριστερής σκέψης. Κατέβηκε στη Σορβόννη τον Μάιο του ’68 και μίλησε στους καταληψίες φοιτητές, συνέχισε να ταξιδεύει ανά τον κόσμο, ίδρυσε το 1973, μαζί με τον Σερζ Ζιλί, τη «Libération». Σταδιακά όμως κατέπεφτε, πεθαίνοντας τελικά από πνευμονικό οίδημα σε ηλικία 75 ετών, στις 15 Απριλίου 1980. Στην κηδεία του, την «τελευταία μεγάλη διαδήλωση του 1968», όπως τη χαρακτήρισε ο Κλοντ Λανζμάν, παρευρέθηκαν 50.000 άνθρωποι.

Τι μένει σήμερα από αυτόν τον ογκόλιθο της δεκαετίας του ’60; Ο νομπελίστας που αρνήθηκε το Νομπέλ του, ο φιλόσοφος που έγραφε σαν μυθιστοριογράφος, ο κατεξοχήν δημόσιος διανοούμενος μπορεί να μνημονεύεται για καίριους αφορισμούς όπως «η κόλαση είναι οι άλλοι», όχι όμως και για τα μείζονα έργα του. Ταίριαζε γάντι στο παρόν της εποχής του. Εκτοτε, πολιτικά και ιστορικά, οι εξελίξεις τον άφησαν πίσω. Ο Μισέλ Φουκό υπήρξε πιο πρωτότυπος. Ο Ρεϊμόν Αρόν πιο διορατικός. Ο Αλμπέρ Καμί ηθικά ακέραιος. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ επέλεξε ενδιάμεσες θέσεις, μεσοβέζικες λύσεις, ελιγμούς και ημίμετρα: συνοδοιπόρος του Κομμουνιστικού Κόμματος αλλά όχι μέλος του, απολογητής του σοβιετικού συστήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα, επίδοξος συγκολλητής υπαρξισμού και μαρξισμού, απολάμβανε, όπως σημειώνει ο Κοξ, «πολλά από τα γούστα και την εκλέπτυνση της μπουρζουαζίας» που μισούσε. Εδωσε, σύμφωνα με τη Σάρα Μπέικγουελ στο βιβλίο της «Στο καφέ των υπαρξιστών» (εκδ. Αλεξάνδρεια), «μια φιλοσοφία προσδοκίας, κόπωσης, ανησυχίας […], του πάθους για κάποιον ποθητό εραστή, της αποστροφής για εκείνον που δεν επιθυμούμε πια, […] της αίσθησης ότι κάθεσαι σε μια παραγεμισμένη μαξιλάρα, του τρόπου που απλώνονται τα στήθη μιας ξαπλωμένης ανάσκελα γυναίκας, της έντασης ενός πυγμαχικού αγώνα, μιας ταινίας, ενός τζαζ κομματιού, του βλέμματος που ανταλλάσσουν δυο άγνωστοι κάτω από μια λάμπα του δρόμου». Αναμφίβολα, ήταν ωραία να τα ανακαλύπτεις όλα αυτά στον Σαρτρ τον καιρό του Σαρτρ. Τώρα, ο καιρός αυτός έχει περάσει.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.