Μία πρόσφατη επίσκεψη στο φαρμακείο της γειτονιάς μού έφερε στο νου ένα παλιότερο κείμενο [1] στο «Βήμα». Το κείμενο εκείνο αναφερόταν, συμβολικά, σε ένα «σύνδρομο Μπεν-Χουρ» για να περιγράψει την πολιτική εργαλειοποίηση του μίσους. Ήταν το μίσος (και το πάθος για εκδίκηση) εκείνο που κράτησε τον Ben-Hur στη ζωή. Και είναι το μίσος για τον πολιτικό αντίπαλο που, συχνά, ενσπείρουν κάποια κόμματα στον λαό για να εξασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση…
Ξαναθυμήθηκα, λοιπόν, το «σύνδρομο» και την υπέροχη ταινία στην οποία αυτό παραπέμπει, όμως τούτη τη φορά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Όσοι γνωρίζουν το φιλμ θα θυμούνται μία τρομακτική σκηνή: Η μητέρα και η αδελφή του κεντρικού ήρωα βρίσκονται κλειδωμένες μέσα σε ένα σκοτεινό κελί, στο υπόγειο κάποιας ρωμαϊκής φυλακής. Υποφέρουν και οι δύο από την νόσο του Χάνσεν (είναι λεπρές). Το κελί είναι ερμητικά κλειστό, και το μόνο που συνδέει το εσωτερικό του με τον έξω χώρο είναι ένα μικροσκοπικό πορτάκι. Μία φορά τη μέρα ένας φρουρός το ανοίγει για λίγο για να περάσει στις δύο γυναίκες ένα πιάτο φαγητό, ίσα να μην πεθάνουν της πείνας.
Ήρθα για μία στιγμή στη θέση των δύο λεπρών (τηρουμένων, φυσικά, των αναλογιών ανάμεσα σε περιπτώσεις μη-συγκρίσιμου μεγέθους!) καθώς έφτασα στο φαρμακείο και βρήκα την πόρτα κλειδωμένη. Η πόρτα – μάλλον πρόσφατης κατασκευής – ήταν βαριά και έδινε γενικά την εικόνα της ισχυρής θωράκισης. Όπως με αυστηρά νεύματα καθιστούσαν γνωστό οι φαρμακοποιοί, η επικοινωνία με τον πελάτη θα έπρεπε να γίνει μέσα από ένα μικροσκοπικό στρογγυλό φινιστρίνι που άνοιγε ίσα για να περάσει μία συνταγή ή μια συσκευασία φαρμάκου. Τούτη τη φορά οι δυνητικά «λεπροί» δεν βρίσκονταν μέσα αλλά έξω από τη «φυλακή»…
Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να ψέξει στο ελάχιστο τις πάντα ευγενέστατες φαρμακοποιούς της γειτονιάς μου, οι οποίες απλά ακολούθησαν τις οδηγίες αυτοπροστασίας που είχαν λάβει από τους αρμόδιους φορείς για την φονική επιδημία της εποχής. Το σημείωμα δεν σχολιάζει επαγγελματικές πρακτικές αλλά απλά καταγράφει, ίσως με μία δόση μελαγχολικού σαρκασμού, τα σημεία των καιρών. Ένας νέος και ανίκητος, ακόμα, ιός όρισε ξαφνικά μία καινούργια κοινότητα «λεπρών», της οποίας έχουμε όλοι γίνει εν δυνάμει μέλη.
Έτσι, φτάσαμε να αντιμετωπίζουμε την εγγύτητα ως απειλή κατά της ζωής, υποκαθιστώντας την φυσική επαφή με τις επικοινωνιακές δυνατότητες που παρέχει ένα ηλεκτρονικό λειτουργικό σύστημα. Και διαπιστώσαμε (χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη, αφού τα κοινωνικά δίκτυα μας είχαν προ πολλού προϊδεάσει και προετοιμάσει) ότι το «από μακριά κι αγαπημένοι» είναι η χρυσή συνταγή για τη δημιουργία και τη διατήρηση φιλίας ανάμεσα σε άτομα με, κατά τα άλλα, πολύ διαφορετικά πρωτογενή χαρακτηριστικά προσωπικότητας.
Ορατός είναι τώρα ο κίνδυνος το νέο αυτό «σύνδρομο Μπεν-Χουρ», υπό τις θεσμικά κατοχυρωμένες, μάλιστα, ευλογίες της ίδιας της πολιτείας σε κάθε χώρα, να οδηγήσει και σε ένα είδος κοινωνικού διαχωρισμού (θα αποφύγω την ακραία λέξη «ρατσισμός») εις βάρος εκείνων που με γενικό (και μάλλον ασαφή) τρόπο αναφέρονται ως «ευπαθείς ομάδες». Αν, για παράδειγμα, μία πολιτεία θεσπίσει περιοριστικά μέτρα που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους «ηλικιωμένους», πώς ακριβώς θα προσδιοριστεί αυτή τούτη την έννοια του «ηλικιωμένου»;
Ο θείος μου ο Νικήτας (έχω αναφερθεί σε αυτόν σε παλιότερα κείμενα στο «Βήμα», αφού υπήρξε ίσως ο φανατικότερος αναγνώστης στην ιστορία αυτής της εφημερίδας!) έφυγε στα 94 χρόνια του. Μέχρι λίγο πριν το τέλος ήταν αρκετά υγιής, βάδιζε χιλιόμετρα καθημερινά σαν άσκηση (και μάλιστα πιο γρήγορα απ’ όσο θα μπορούσα να τον φτάσω!) και ήταν χρήσιμος – με όλη τη σημασία της λέξης – σε παιδιά, ανίψια και εγγόνια. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να τον έριξε πολλές φορές στο κρεβάτι μία γρίπη, ενώ το απλό κρυολόγημα το περνούσε πάντα «στο πόδι». Αν υποτεθεί, λοιπόν, ότι ζούσε σήμερα κι ότι ερχόταν η πολιτεία να του ανακοινώσει επίσημα ότι «είναι πολύ γέρος» για να κυκλοφορεί στους δρόμους, θα ήταν σαν η ίδια αυτή πολιτεία να υπέγραφε την θανατική καταδίκη του. Ας σκεφτούμε τώρα ότι, σύμφωνα με όσα ακούγονται, αυτό το «πολύ γέρος» θα αφορά ίσως ακόμα και άτομα που, από άποψη ηλικίας, θα μπορούσαν να είναι παιδιά του…
Όμως, εκτός από τους «ηλικιωμένους», στις ευπαθείς ομάδες λογίζονται και τα άτομα με υποκείμενα χρόνια νοσήματα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι, απαραίτητα, απόμαχοι της ζωής. Πολλοί εργάζονται κανονικά και, γενικά, ζουν φυσιολογικές ζωές, εφαρμόζοντας απλά κάποια αναγκαία περιοριστικά μέτρα στην καθημερινότητά τους ή ακολουθώντας κατάλληλες θεραπευτικές αγωγές. Ερώτηση: Υπάρχει θεσμικά δόκιμος και – κυρίως – ηθικά αποδεκτός τρόπος να διαχωριστούν de jure από το υπόλοιπο σώμα της κοινωνίας σε ό,τι αφορά στοιχειώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία μετακίνησης και η δυνατότητα πρόσβασης στην εργασία; Πώς θα διασφαλιστεί στην περίπτωση αυτή το ιατρικό απόρρητο (ερώτημα μάλλον ρητορικό); Και, έχει άραγε υπολογιστεί το ψυχικό κόστος που θα επιφέρει αυτό το ιδιότυπο, και με επίσημη σφραγίδα προσδιοριστικό, «στίγμα» του νοσούντος, όταν μάλιστα η σύγχρονη ιατρική δεν παύει να τονίζει την σπουδαιότητα της θετικής αυτοεικόνας και της εν γένει αισιόδοξης στάσης ζωής ως ακέραιου μέρους μίας θεραπείας;
Ελπίδα όλων είναι, φυσικά, το νέο «σύνδρομο Μπεν-Χουρ» να μην μακροημερεύσει και σύντομα να ξαναγυρίσει η κανονικότητα στην κοινωνική ζωή. Το θλιβερό είναι ότι το παλιότερο (και, δυστυχώς, διαχρονικό στον τόπο μας) ομώνυμο «σύνδρομο» – εκείνο, δηλαδή, που χρησιμοποιεί το μίσος ως μέσο άσκησης πολιτικής – φαίνεται ότι καλά κρατεί. Γιατί, μετρώντας χαιρέκακα αριθμούς νεκρών, κάποια παραπολιτικά όργανα γκεμπελικής κοπής βγήκαν πρόσφατα στο προσκήνιο εξακοντίζοντας απειλές του τύπου «θα λογαριαστούμε», ή επιχειρώντας να σπιλώσουν την υπόληψη καταξιωμένων επιστημόνων που μάχονται νυχθημερόν για να περιορίσουν τις επιπτώσεις της θανατηφόρου επιδημίας. Αλλά, και οι εξ επισήμων πολιτικών χειλέων ακουόμενες αναγγελίες «θα λογοδοτήσουν», οι οποίες
τεχνηέντως υπεμφαίνουν πολιτική ενοχή, ελάχιστα συντελούν στο κλίμα σύμπνοιας που οι παρούσες δύσκολες περιστάσεις επιβάλλουν.
Η εντύπωση που τελικά μένει είναι ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – παλιό και νέο – ο Μπεν-Χουρ έχει αγαπήσει τόσο αυτή τη χώρα ώστε αρνείται να την εγκαταλείψει. Και τρομάζουμε τώρα στη σκέψη ότι αυτός μπορεί να είναι και ο μόνος «τουρίστας» που θα μας έχει απομείνει για φέτος! Όμως, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να σκεφτόμαστε θετικά. Μήπως κι αντέξουμε έτσι καλύτερα αυτό που μοιάζει με κακό όνειρο – μα δεν είναι…
[1] https://www.tovima.gr/2016/06/01/opinions/to-syndromo-mpen-xoyr-kai-to-politiko-systima/
* Ο Κώστας Παπαχρήστου είναι Φυσικός, μέλος ΔΕΠ στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.