Η νέα εβδομάδα που ξεκίνησε μετά το Πάσχα, βάζει την Ευρώπη σε μια γκρίζα ζώνη. Οι ηγέτες των κρατών-μελών της Ενωσης θα δώσουν σάρκα και οστά στη συμφωνία των 540 δισ. ευρώ που επετεύχθη μετά κόπων και βασάνων στο Eurogroup. Είναι σαφές πάντως πως είτε ευρωομόλογο, είτε κορωνο-Ταμείο, είτε Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης τα ποσά στα κράτη-μέλη δεν είναι «δώρο», αλλά δάνεια. Το πακέτο, λοιπόν, χρήζει πολλών ερμηνειών και ακόμα είναι ασαφές αν θα αμβλύνει τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Η Ελλάδα από το τριπλό πακέτο μέτρων δύναται να λάβει 6 με 7 δισ. ευρώ, δηλαδή με δάνειο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης έως το 2% του ΑΕΠ ή 4 δισ. ευρώ, επιπλέον κάνοντας χρήση του Ταμείου «Ανεργίας» (SURE) έως 1,5 – 2 δισ. ευρώ, καθώς και από τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Το πακέτο στήριξης συνολικά περιλαμβάνει 240 δισ. ευρώ από την προληπτική πιστωτική γραμμή του ΕΜΣ, 200 δισ. σε δάνεια για τις επιχειρήσεις από την ΕΤΕπ και 100 δισ. σε δάνεια από το SURE. Πέραν αυτών εξετάζεται η δυνατότητα σύστασης ενός νέου ταμείου ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας με άγνωστο, προς το παρόν, τρόπο λειτουργίας.
Το οικονομικό επιτελείο υπολογίζει ότι μπορεί να κάνει χρήση 12-14 δισ. ευρώ (Απρίλιο – τέλη Ιουνίου) από το λεγόμενο «μαλακό μαξιλάρι» ύψους 20 δισ. ευρώ, που είναι τα συνολικά διαθέσιμα στους κρατικούς φορείς. Αυτό το ποσό, αν χρειαστεί, θα είναι για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης μέχρι τον Ιούλιο, χωρίς να πειράξει το «σκληρό» μαξιλάρι που είναι δεσμευμένο στον ESM και ανέρχεται σε 15,7 δισ. ευρώ. Ήδη, με το επταεπτές ομόλογο το ελληνικό δημόσιο γέμισε τη δεξαμενή με 2 δισ. ευρώ, ενώ αναμένονται και νέες εκδόσεις που μπορεί να φτάσουν τα 4-6 δισ. ευρώ μέχρι τέλος του έτους.
Σωστό αλλά δεν αρκεί
«Το πακέτο ναι μεν κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν είναι ικανό να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που υπάρχουν μπροστά της. Η συγκεκριμενοποίηση και η ποσοτικοποίηση του ευρωπαϊκού Ταμείου για την ανάκαμψη είναι απαραίτητη. Η τηλεδιάσκεψη των αρχηγών είναι μια ευκαιρία για πιο απτά αποτελέσματα, ενώ και η συμφωνία για το πολυετές δημοσιονομικό σχέδιο είναι πλέον επιβεβλημένη», σχολιάζει στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Μαλέας, εθνικός εμπειρογνώμονας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.
Τα καλά νέα που βλέπουν αναλυτές είναι ότι κατ’ αρχάς… υπήρχε απόφαση. «Το κάτι είναι καλύτερο από το τίποτα», σχολιάζουν και εκτιμάται ότι ο ΕΜΣ δεν είναι η καλύτερη λύση για την τρέχουσα κρίση. Μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, Head of Global Foreign Exchange Strategy της Bank of America, τονίζει πως «για την Ελλάδα, αυτό που ήταν πολύ θετικό ήταν η απόφαση της ΕΚΤ να τη συμπεριλάβει στο QE» και προσθέτει ότι «δεν βλέπω να δανείζεται η Ελλάδα από τον ΕΜΣ τώρα», υπογραμμίζοντας πως η χώρα διαθέτει ταμειακά αποθέματα ασφαλείας. Ωστόσο, όπως αναφέρει, είναι καλό να έχουμε την επιλογή στο μέλλον, δεδομένου ότι αυτή τη φορά οι προϋποθέσεις θα είναι πολύ χαλαρές. «Ενα ευρωομόλογο θα ήταν πολύ καλύτερο για την Ελλάδα για να αποφύγει μια περαιτέρω αύξηση του χρέους της», συμπληρώνει.
Σταθεροποίηση
«Λόγω της έκτασης της επιδημιολογικής κρίσης και συγκριτικά με τις ΗΠΑ είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθούμε ότι οι ομόφωνες (υποχρεωτικά) αποφάσεις του Eurogroup προσφέρουν ικανοποιητικές λύσεις», αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής του ΕΚΑ Παναγιώτης Πετράκης. «Ομως σταθεροποίησαν το ευρωπαϊκό πλαίσιο αντίδρασης στην κρίση του COVID-19, γεγονός που επιτρέπει να σταθεροποιηθεί όλο το πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης», υπογραμμίζει και προσθέτει πως «έτσι η ΕΚΤ εφαρμόζει τις αποφάσεις της (750 δισ. ευρώ + ρευστότητα τραπεζών) σε σταθερότερο περιβάλλον και ενεργοποιούν την ικανότητα του ελληνικού Δημοσίου να προσφεύγει στις αγορές με ανεκτό κόστος. Τέλος, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ενός δεύτερου γύρου μέτρων πολύ πιο μαζικών με αυξημένα στοιχεία νομισματικοποίησης του χρέους (Outright Money Ttransactions) της ΕΚΤ και του γαλλικής έμπνευσης Ταμείου Ανάκαμψης».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ