Η Σύνοδος Κορυφής της 23ης Απριλίου καλείται να επικυρώσει τον γαλλογερμανικό συμβιβασμό που αποτυπώθηκε στην απόφαση του Eurogroup και στη βάση αυτού να κάνει ένα περαιτέρω βήμα για τη διαμόρφωση της στρατηγικής ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης, που σε συνδυασμό με τον νέο – υπό διαμόρφωση ακόμη – προϋπολογισμό θα τη χρηματοδοτήσει.
Οι διατυπώσεις της απόφασης του Eurogroup δίνουν μια σαφή πρόγευση προς τα πού θα επιχειρηθεί να κινηθούν τα πράγματα. Αρκεί να διαβαστεί στο φόντο των προκλήσεων και διλημμάτων με τα οποία η Ευρωπαϊκή Eνωση βρισκόταν αντιμέτωπη ήδη πριν από την πανδημία και τα οποία έχουν προκαλέσει βαθιές διχογνωμίες και διαιρέσεις.
Για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:
1. Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ συνειδητοποιώντας ότι χάνει διαρκώς έδαφος στον παγκόσμιο ανταγωνισμό επιδόθηκε σε αγώνα δρόμου για τη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής επί τη βάσει της οποίας θα βελτιώσει τη θέση της έναντι των μεγάλων ανταγωνιστών της, κατά κύριο λόγο Κίνας και ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, έχει πια διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό ένα συνεκτικό σχέδιο με πυρήνα τη νέα βιομηχανική στρατηγική, την ψηφιοποίηση, την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, την κυκλική οικονομία και τις πολιτικές που εξυπηρετούν τον στόχο της κλιματικά ουδέτερης οικονομίας έως το 2050.
Μια «green and digital strategy», σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Η υλοποίησή της όμως σκοντάφτει στο θέμα των διαθέσιμων πόρων και σε θεσμικά ζητήματα, όπως η ισχύουσα πολιτική Ανταγωνισμού και οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Διότι για να χρηματοδοτηθούν οι νέες προτεραιότητες θα πρέπει να αυξηθεί ο προϋπολογισμός της ΕΕ και κυρίως να υπάρξει ανακατανομή κονδυλίων. Επίσης να παρακαμφθούν οι κανόνες περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων.
Οπως έδειξαν οι συζητήσεις που πυροδότησε η απόρριψη από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της συγχώνευσης Siemens – Alstom, οι διαφωνίες για το Green Deal, το ναυάγιο της τελευταίας Συνόδου Κορυφής για τον προϋπολογισμό, οι διαφωνίες και οι διαφορετικές προσεγγίσεις για όλα τα θέματα είναι πολύ μεγάλες.
2. Η έκταση της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία άλλαξε τους όρους με τους οποίους συζητιούνται πια τα θέματα αυτά και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον συμβιβασμό που επετεύχθη στο πλαίσιο του Eurogroup. Ετσι, για πρώτη φορά, υπήρξε συμφωνία να υποστηριχθεί η στρατηγική ανάκαμψης από πρόσθετους – πέραν του προϋπολογισμού – πόρους. Πόροι που θα προέλθουν από τη στοχευμένη χρήση «καινοτόμων χρηματοοικονομικών εργαλείων» του Ταμείου Ανάκαμψης και υπό την «καθοδήγηση των ηγετών».
Αυτό σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για να χρηματοδοτηθεί η «green and digital strategy» με νέα προτεραιοποίηση από τους ηγέτες και με έμμεσες μορφές έκδοσης χρέους ή με τη χρήση εθνικών πόρων χωρίς τους περιορισμούς των κρατικών ενισχύσεων. Εάν αυτή η ερμηνεία είναι σωστή – και θεωρώ πως είναι -, τότε αναδεικνύονται δύο θέματα που χρήζουν προσοχής. Το πρώτο αφορά την ακριβή διατύπωση των όρων υπό τους οποίους θα γίνεται η χρήση των καινοτόμων χρηματοοικονομικών εργαλείων και των δικαιούχων τους.
Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να κάνουν χρήση των εργαλείων μόνο οι χώρες που μπορούν να διαθέσουν σημαντικούς εθνικούς πόρους. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί με τη θέσπιση όρων υποχρεωτικής
συνεργασίας ομάδων χωρών.
Το δεύτερο αφορά την προετοιμασία που έχει η χώρα μας για τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική, ώστε να μπορέσει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες του Ταμείου Ανάκαμψης. Για παράδειγμα, οι ήδη επιλεχθείσες αλυσίδες αξίας στις οποίες θα διοχετευθούν οι πόροι είναι: μπαταρίες, υπερυπολογιστές, μικροηλεκτρονική, τεχνολογίες υδρογόνου, βιομηχανικές τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, έξυπνη Υγεία, κυβερνοασφάλεια, Internet of Things, αυτόματη κίνηση-ηλεκτροκίνηση. Για αυτές θα πρέπει ως χώρα να είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε με εταιρείες, ερευνητικά κέντρα κ.τ.λ. Σε διαφορετική περίπτωση θα χάσουμε την ευκαιρία διοχέτευσης στην οικονομία πόρων που θα εξασφαλίσουν βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης και ανάπτυξη.
3. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ως χώρα χρειαζόμαστε επειγόντως μια στρατηγική ανάκαμψης πλήρως εναρμονισμένη με τις εξελίξεις και απόλυτα συγχρονισμένη με την κεντρική ευρωπαϊκή στρατηγική, όπως αυτή διαγράφεται. Προϋποθέτει, επίσης, την εξασφάλιση πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων σε αυτή τη νέα στρατηγική και βεβαίως την απόλυτη συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Ο κ. Στέργιος Πιτσιόρλας είναι πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης.