Σε όλο τον κόσμο έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το πότε και πώς της σταδιακής άρσης των μέτρων περιορισμού που έχουν επιβληθεί παγκοσμίως για την αντιμετώπιση του νέου κοροναϊού. Και μαζί με αυτήν έχει ξεκινήσει και η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από αυτά.
Σε χώρες όπως η Βρετανία (που ήδη ανακοίνωσε παράταση των μέτρων) αλλά και οι ΗΠΑ, όπου είχαμε αντιπαράθεση των Κυβερνητών με τον Πρόεδρο Τραμπ ως προς το ποιος θα αποφασίσει τη στιγμή της άρσης των μέτρων, υπάρχει η έντονη κριτική ότι οι κυβερνήσεις εξετάζουν την πιο πρόωρη άρση των μέτρων επειδή θέλουν να εξυπηρετήσουν τους παράγοντες της οικονομίας που θέλουν να περιορίσουν την απώλεια τζίρου και κερδών από την καραντίνα.
Σύμφωνα με αυτή την κριτική οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να εκθέσουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και δη των εργαζομένων σε αυξημένο κίνδυνο με στόχο την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων.
Σε άλλες χώρες η αντιπαράθεση δεν είναι το ίδιο έντονη και η συζήτηση αφορά περισσότερο το πότε θα μπορεί να υπάρξει εκείνη η χαλάρωση που θα αποτρέψει την πλήρη οικονομική καταστροφή.
Την ίδια στιγμή ήδη τα μέτρα περιορισμού έχουν δείξει τα κοινωνικά τους αποτελέσματα. Το ΔΝΤ προέβλεψε την πιο μεγάλη ύφεση στην παγκόσμια οικονομία, η Κίνα κατέγραψε ήδη εντυπωσιακή υποχώρηση του ΑΕΠ και στις ΗΠΑ η αύξηση των ανέργων ξεπέρασε τα 20 εκατομμύρια. Στο έδαφος μιας παγκόσμιας οικονομίας που ήταν ήδη σε υποχώρηση η τεράστια ύφεση διαμορφώνει όρους και μιας δυνάμει κοινωνικής καταστροφής, που με τη σειρά της, μεσοπρόθεσμα θα κοστίσει επίσης σε ζωές.
Σε αυτή τη δύσκολη εξίσωση, ανάμεσα στην άρση μέτρων περιορισμού απέναντι σε μια πανδημία που ανεξέλεγκτη και σε χώρους με μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού έχει πολλά θύματα και μια οικονομική καταστροφή που επίσης απειλεί μεσοπρόθεσμα και τις ζωές των ανθρώπων καλούνται να πάρουν θέση οι κυβερνήσεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και με τα μέτρα περιορισμού ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας αναγκαστικά δεν «μένει σπίτι». Αναφερόμαστε στους εργαζομένους «πρώτης γραμμής» από το νοσηλευτικό προσωπικό μέχρι τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις βιομηχανίες πρώτης ανάγκης που όχι μόνο συνεχίζουν να εκτίθενται στον κίνδυνο αλλά και να αποτελούν σημαντικό ποσοστό των κρουσμάτων και των θυμάτων.
Το ερώτημα για τη δυναμική της πανδημίας
Σε όλες αυτές τις εκτιμήσεις βαραίνει και το ανοιχτό ερώτημα για την πραγματική δυναμική της πανδημίας. Παρότι υπάρχουν αρκετά μαθηματικά μοντέλα για τη δυναμική της, εντούτοις κρίσιμες παράμετροι δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί στην κλίμακα που θα ήθελαν οι κυβερνήσεις, ιδίως παράμετροι που αφορούν τη μεταδοτικότητα και το ποσοστό των πληθυσμών που έχει ήδη μολυνθεί.
Όλες πάντως οι εκτιμήσεις δείχνουν στο να συγκλίνουν ότι ακόμη και εάν υπάρξει μεγάλη υποχώρηση των κρουσμάτων και των θυμάτων σε αυτό το κύμα, αυτό δεν θα σημάνει το τέλος της πανδημίας. Η πιθανότητα νέων ξεσπασμάτων θεωρείται δεδομένη. Στο βαθμό που δεν υπάρχει ακόμη εμβόλιο, ούτε ακόμη επαρκές ποσοστό ανοσίας στον πληθυσμό, είναι εύλογο η πανδημία να συνεχιστεί, οπότε το ερώτημα για μέτρα επιβράδυνσης και περιορισμού θα επανέρχεται.
Η ελπίδα είναι ότι όσο περισσότερος χρόνος κερδίζεται τόσο πιο πιθανό είναι να βρισκόμαστε πιο κοντά στο εμβόλιο, ή πιο κοντά σε αποτελεσματικότερες θεραπευτικές παρεμβάσεις για τα περιστατικά που εμφανίζουν ταχεία επιδείνωση.
Η προσπάθεια για σταδιακή επανεκκίνηση
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η γενική κατεύθυνση που συζητιέται για μια σταδιακά επανεκκίνηση δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενός απότομου νέου ξεσπάσματος. Η λογική είναι να ξεκινήσουν πρώτα ξανά δραστηριότητες χωρίς μεγάλο συγχρωτισμό και να διατηρηθούν κατά το δυνατό μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Αυτό θα είναι το βασικό κριτήριο με το οποίο θα ξεκινήσουν ξανά κάποιες δραστηριότητες, ενώ άλλες θα παραμείνουν σε αναστολή ή θα τροποποιηθούν ριζικά.
Αυτό μπορεί να σημαίνει για παράδειγμα να ανοίξουν κάποια εμπορικά καταστήματα, αλλά με τις ίδιες απαιτήσεις αραίωσης που εφαρμόζονται σήμερα στα σούπερ μάρκετ αλλά να διατηρηθούν περιορισμοί π.χ. σε μεγάλες συναθροίσεις. Αντίστοιχα, αυτό θα σήμαινε ιεράρχηση των παραγωγικών κλάδων ανάλογα με τις συνθήκες. Και βέβαια πρακτικές όπως η μαζική εστίαση ή ο τουρισμός θα ξεκινήσουν ξανά πολύ πιο αργά.
Όλα αυτά θα χρειαστούν έναν ιδιαίτερα περίπλοκο και σύνθετο σχεδιασμό, ιδίως από τη στιγμή που θα απαιτούν διαρκή παρακολούθηση και επιδημιολογική επιτήρηση. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις προσπάθειες να υπάρξουν μαζικοί έλεγχοι στον πληθυσμό, ώστε να υπάρχει εκτίμηση της κατάστασης. Ακριβώς το γεγονός ότι δεν θα είναι «οριζόντια» καθολικά μέτρα περιορισμών, αλλά εναλλαγές πιο επιλεκτικών περιορισμών απαιτούν συλλογική επινοητικότητα ως προς το πώς θα μπορούν να οργανώνονται και να εφαρμόζονται με τη μεγαλύτερη ταχύτητα και το μικρότερο κόστος.
Σε όλα αυτά ας μην ξεχνάμε ότι οι κοινωνίες θα είναι ιδιαίτερα καχύποπτες απέναντι σε οτιδήποτε θα φαντάζει ως πρόωρη χαλάρωση των μέτρων και ως έκθεση σε κίνδυνο, την ίδια ώρα που θα θέλουν να δουν μια επιστροφή σε πιο κανονικούς ρυθμούς και κυρίως την αποφυγή των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων.
Η σημασία των μέτρων κοινωνικής συνοχής
Σε όλη αυτή την προσπάθεια τεράστιο ρόλο θα παίζουν τα κοινωνικά μέτρα που θα παίρνουν οι κυβερνήσεις. Όσο περισσότερα μέτρα λαμβάνονται που εξασφαλίζουν ότι μετριάζεται το κοινωνικό κόστος και δεν καταστρέφονται κλάδοι και εργαζόμενοι, τόσο πιο εύκολο θα είναι για την κοινωνία να μπορεί να συνεχίσει να προσαρμόζει τη ζωή της σε περιορισμούς.
Την ίδια στιγμή αυτά τα μέτρα θα αποτρέψουν και το να βαθύνει ακόμη περισσότερο η οικονομική και κοινωνική κρίση. Μια τόσο μεγάλη ύφεση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς αναγκαστική αύξηση της δημόσιας δαπάνης χωρίς προηγούμενο. Διαφορετικά, η κοινωνία θα θεωρεί ότι οι κυβερνήσεις τη βάζουν να διαλέξει ανάμεσα στην έκθεση στον κίνδυνο και την αγωνία της επιβίωσης. Αντίθετα, η αίσθηση ότι μεταβαίνουμε σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα θα βοηθάει ιδιαίτερα και τις κοινωνίες να συμμετέχουν πιο ενεργά στη διπλή μάχη της επανεκκίνησης και της πάλης κατά της πανδημίας.
Πώς μπορεί να συνδυαστεί η όποια επανεκκίνηση με την προετοιμασία για νέα κύματα;
Αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία. Σε αντίθεση με τα οριζόντια μέτρα απαγορεύσεων, οι στοχευμένοι περιορισμοί, σε συνδυασμό με την άμεση ετοιμότητα για πέρασμα σε νέους περιορισμούς και τη διαρκή προσπάθεια για τήρηση των κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης απαιτούν πολύ πιο εντονότερη και σε βάθος χρόνου προσαρμογή από την κοινωνία.
Αυτό είναι που καθιστά επιτακτική όχι μόνο την καλή ενημέρωση της κοινωνίας αλλά και στη συμμετοχή της στην υλοποίηση των μέτρων. Με τα λόγια του Πωλ Ρίτσαρντς ενός ανθρωπολόγου που μελέτησε την απάντηση στην πιο πρόσφατη επιδημία του Έμπολα από ένα σημείο και μετά είναι σημαντικό η κοινότητα να σκέφτεται ως επιδημιολόγος, δηλαδή να αντιλαμβάνεται τους τρόπους μετάδοσης και να συμβάλει ενεργητικά στην αποτροπή της διασποράς με τη συμπεριφορά της. Στην επόμενη φάση αυτό θα είναι ακόμη πιο επιτακτικό.
Ακόμη περισσότερο θα χρειαστεί η ενεργή επινόηση της κοινωνίας στο πώς θα μπορούν να οργανωθούν οι εναλλαγές περιορισμών και άρσεων ή τα «διάχυτα» μέτρα αποστασιοποίησης μέσα στην κοινωνία ή η παράταση της αλλαγής συνηθειών. Αυτό αφορά και κρίσιμα πεδία. Για παράδειγμα, εάν πρόκειται να έχουμε εναλλαγές κανονικής λειτουργίας του συστήματος εκπαίδευσης με πρακτικές εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, αυτό σημαίνει ότι αυτή τη φορά η οργάνωση χρειάζεται να είναι πολύ πιο αποτελεσματική και ο σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να σημαίνει και την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευτικών και των γονέων με βάση και τη μέχρι τώρα εμπειρία.
Τα μαθήματα από το πρώτο κύμα
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι πρέπει να αξιοποιηθούν τα μαθήματα από το πρώτο κύμα. Ο έγκαιρος εντοπισμός κρουσμάτων ή ξεσπασμάτων, η ύπαρξη επαρκών τεστ, η προσπάθεια αρχικά για απομόνωση και ιχνηλάτηση κρουσμάτων αυτή τη φορά μπορούν να χρησιμοποιηθούν πιο αποτελεσματικά. Αντίστοιχα, μπορούν να λαμβάνονται πολύ πιο αποτελεσματικά και έγκαιρα μέτρα για την προστασία ευπαθών ομάδων. Και βέβαια καλύτερη επιδημιολογική επιτήρηση θα επιτρέπει και πιο εύκολη «τοπική» εφαρμογή μέτρων.
Παράλληλα, η κοινωνία γνωρίζει πια πώς να συμπεριφερθεί εάν χρειάζονται μέτρα συνολικού περιορισμού και άρα η εφαρμογή τέτοιων μέτρων εάν εφαρμοστούν θα είναι πιο εύκολη. Αυτή η εμπιστοσύνη θα ενισχυθεί εάν στο μεταξύ έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την προετοιμασία του συστήματος υγείας, όχι μόνο στο επίπεδο της πρόσληψης προσωπικού και της αύξησης των διαθέσιμων ΜΕΘ, αλλά και στο ιδιαίτερα σημαντικό επίπεδο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που θα συμβάλει αποφασιστικά στην καλύτερη αναμέτρηση με την πανδημία.
Όλα αυτά θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο θα καταλάβει η κοινωνία ότι είναι μια μάχη συλλογική, για την υπεράσπιση της ζωής, μάχη που δεν περιορίζεται απλώς στην αντιμετώπιση της πανδημίας αλλά και στην αποτροπή της κοινωνικής καταστροφής.
Με αυτή την έννοια, κάθε βήμα προς ένα διαφορετικό αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα βάζει στο κέντρο την προστασία της εργασίας, την αναδιανομή, την έμφαση στη συνοχή, θα βοηθάει στο να είναι οι κοινωνίες και πιο ανθεκτικές στη συνεχιζόμενη μάχη κατά της πανδημίας.