Τα ημερήσια στοιχεία θανάτων που εκδίδει το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας της Μεγάλης Βρετανίας ίσως μοιάζουν ακριβή με την πρώτη ματιά, όμως εξακολουθούν να υπάρχουν δεδομένα που παραμένουν στο σκοτάδι. Για παράδειγμα, την 1η Απριλίου, ανακοινώθηκε πως 2.352 πολίτες είχαν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας του κορωνοϊού. Όμως μόλις δύο εβδομάδες αργότερα, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Μεγάλης Βρετανίας δημοσίευσε δεδομένα που δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια του Μαρτίου οι θάνατοι από τη νόσο Covid-19 είχαν ανέλθει στους 3.912.
Δεν πεθαίνουν όλοι οι ασθενείς στα νοσοκομεία
Πού οφείλονται όμως αυτές οι σημαντικές αποκλίσεις; Σε αντίθεση με τα ημερήσια στοιχεία που δημοσιεύονται από το υπουργείο και αναφέρονται στις ημερήσιες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας συμπεριλαμβάνει και άτομα που έχασαν τη ζωή τους εκτός νοσοκομείου, δηλαδή σε γηροκομεία, άσυλα ανιάτων και μέσα στο σπίτι τους. Από τα άτομα που έχασαν τη ζωή τους μέχρι τις 3 Απριλίου, 217 βρίσκονταν σε γηροκομεία, 33 σε άσυλα ανιάτων και 136 στο σπίτι τους. Αυτά τα στοιχεία ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών κατά 10%. Οι αριθμοί συμπεριλαμβάνουν επίσης ύποπτους θανάτους, ακόμη και αν δεν είχε προηγηθεί θετικό τεστ για τον ιό. Ωστόσο, απαιτούνται τουλάχιστον πέντε μέρες από τη στιγμή που κάποιος γιατρός θα επιβεβαιώσει τον θάνατο του ασθενούς μέχρι την καταγραφή του, επομένως ενδέχεται να χρειαστούν ακόμη και ολόκληρες εβδομάδες μέχρι να έχουμε πραγματική εικόνα του αριθμού των νεκρών.
Ένας από τους λόγους που αναφέρονται λιγότεροι θάνατοι από τους πραγματικούς είναι εξαιρετικά απλός: Μεσολαβεί χρόνος από τη στιγμή που συγκεντρώνονται τα στοιχεία μέχρι να είναι έτοιμα προς δημοσίευση. Τα δεδομένα πρέπει να συλλεχθούν από πολλούς διαφορετικούς γιατρούς και νοσοκομεία, να οργανωθούν με τρόπο που να αντανακλά τη σωστή χρονική περίοδο και να ελεγχθεί η ακρίβειά τους.
Πιστοποιώντας την αιτία θανάτου
Όμως υπάρχουν και άλλα, μεγαλύτερα προβλήματα, που περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Κατ’ αρχάς, δεν είναι πάντα βέβαιο αν ένας θάνατος έχει προκύψει εξαιτίας του κοροναϊού. Τι συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάποιος που πάσχει από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπως μια καρδιαγγειακή πάθηση ή άσθμα, το οποίο επιδεινώθηκε από τον κοροναϊό; Από τους 3.912 θανάτους ασθενών με κοροναϊό που σημειώθηκαν στη χώρα κατά τη διάρκεια του Μαρτίου, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας αναφέρει ότι το 86% προήλθε καθαρά από τη δράση του ιού. Ωστόσο, το 91% των νεκρών έπασχε από καρδιακά νοσήματα ή είχε άλλα υποκείμενα προβλήματα υγείας.
Στα νοσοκομεία, οι γιατροί ενδέχεται να δηλώνουν ως αιτία τον κοροναϊό στα πιστοποιητικά θανάτου ασθενών που είχαν βγει θετικοί στο σχετικό τεστ, ακόμη και αν οι ασθενείς έχασαν τη ζωή τους από πνευμονία ή οργανική ανεπάρκεια. Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται να μην αναφέρουν τον κοροναϊό ως αιτία θανάτου ενός ασθενούς που έπαθε έμφραγμα, ακόμη και αν ο ιός πυροδότησε το πρόβλημα. “Συχνά ως γιατροί αναγκαζόμαστε να πάρουμε αποφάσεις για τέτοια ζητήματα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ακριβώς επιστημονική γνωμάτευση, αλλά εκτίμηση”, εξηγεί ο Amitava Banerjee, αναπληρωτής καθηγητής στην ιατρική στατιστική στο UCL και καρδιολόγος, ο οποίος εργάζεται στο νέο δημόσιο νοσοκομείο Nightingale.
Η έκδοση πιστοποιητικών θανάτου γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη όταν ο ασθενής δεν έχει υποβληθεί σε τεστ για τον κοροναϊό, αλλά είναι ύποπτο κρούσμα. Τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Βρετανίας δείχνουν ότι έχουν σημειωθεί 16.387 θάνατοι μέχρι τις 3 Απριλίου – δηλαδή, 6.082 περισσότεροι από ό,τι αναμενόταν για αυτή την εποχή του χρόνου – και ένας στους πέντε θανάτους σχετίζεται με τον κοροναϊό.
Διερεύνηση των κλήσεων στο NHS
Ο Jason Oke, κορυφαίος στατιστικολόγος στο Τμήμα Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης Ιατρικών Επιστημών της Οξφόρδης, αναφέρει ότι ενδέχεται να υπάρχουν πολύ περισσότερες μη καταγεγραμμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο κοροναϊός εμπλέκεται στο θάνατο ατόμων, τα οποία όμως δεν είχαν εξεταστεί ποτέ για την ασθένεια. Οι ερευνητές και οι βρετανικές αρχές, ενδέχεται να μπορέσουν να συμπληρώσουν ορισμένα από αυτά τα κενά στο μέλλον, ελέγχοντας τις κλήσεις στην τηλεφωνική γραμμή του NHS. “Προφανώς, αν δεν υπάρχει κανένα ίχνος τους, αν δεν κάλεσαν ποτέ το NHS και αν δεν ήρθαν ποτέ σε επικοινωνία με τον γιατρό τους, φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να χαθούν για πάντα από τις μετρήσεις”, εξηγεί ο Oke.
Μοντελοποίηση των επιπλέον θανάτων
Ο Banerjee και οι συνάδελφοί του στο UCL έχουν δημιουργήσει ένα μαθηματικό μοντέλο για τους επιπλέον θανάτους – τη διαφορά ανάμεσα στον αναμενόμενο αριθμό θανάτων και σε εκείνους που εντέλει σημειώθηκαν – κατά τη διάρκεια ενός χρόνου, βασισμένοι στην εκπροσώπηση διάφορων υποκείμενων προβλημάτων υγείας σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες στην Αγγλία. Τα ευρήματα, που αναμένεται να δημοσιευθούν στο Lancet στο τέλος του μήνα, προτείνουν ότι ενδέχεται να δούμε ένα πλεόνασμα 14.000 έως 70.000 θανάτων, ανάλογα με το ποσοστό του πληθυσμού που θα προσβληθεί από τον ιό και την επίπτωση της πανδημίας στο σύστημα υγείας. Μια σύγκριση με την εποχική γρίπη ίσως κάνει τα πράγματα πιο ξεκάθαρα: Εδώ και χρόνια οι επιπλέον θάνατοι που προκύπτουν από τη γρίπη υπολογίζονται με βάση αυτό το σύστημα και συνήθως ανέρχονται περίπου στις 17.000 περιπτώσεις ανά έτος. Το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσε ο νέος κοροναϊός δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο στο μέλλον.
Ανάγκη για διεπιστημονικές έρευνες
Κάθε θάνατος ασθενούς με κοροναϊό αποδίδεται στην ασθένεια και συμπεριλαμβάνεται στα στοιχεία που ανακοινώνονται κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η ταξινόμησή τους ως θανάτους που προήλθαν από τον κοροναϊό, ωστόσο, αναμένεται να επηρεάσει την εικόνα μας για την ασθένεια. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Banerjee εντοπίζει μια εξαιρετική ευκαιρία σύμπραξης μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών κλάδων: “Θα είχε ενδιαφέρον αν η έρευνα στο μέλλον προσπαθούσε να αντιληφθεί κατά πόσον ο κοροναϊός μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα ή καρδιακή ανεπάρκεια ή αν τα πράγματα λειτουργούν αντίστροφα και είναι η καρδιακή ανεπάρκεια που δυσχεραίνει την εξέλιξη της ασθένειας”, τονίζει.
Οι κρυφοί θάνατοι της πανδημίας
Ταυτόχρονα, υπάρχουν και έμμεσες επιπτώσεις της πανδημίας που ενδεχομένως αυξάνουν τη θνητότητα. Τα lockdown και η υπερβολική πίεση στις υπηρεσίες υγείας, ενδέχεται να συμβάλλουν στην επιδείνωση της υγείας και τον θάνατο ορισμένων ατόμων, πράγμα που όμως δεν αναγράφεται στα πιστοποιητικά θανάτου. Αρκετοί πολίτες ενδέχεται να μην μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τα προγραμματισμένα ιατρικά ραντεβού τους ή να μην πήγαν στο νοσοκομείο προκειμένου να μην επιβαρύνουν περαιτέρω τους γιατρούς. Περισσότεροι από τους μισούς ενήλικες Βρετανούς (53,1%) αναφέρουν ότι η πανδημία έχει επηρεάσει αρνητικά τη ζωή τους και τα στοιχεία δείχνουν πώς τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και η ανεργία επηρεάζουν την κατάθλιψη και τους αριθμούς αυτοκτονιών, ενώ περαιτέρω προβλήματα ψυχικής υγείας αναμένεται να αναδυθούν κατά τους επόμενους μήνες.
Ανεξάρτητη έρευνα εξέτασε τη σύνδεση μεταξύ της ανεργίας και της θνητότητας κατά τη διάρκεια της ύφεσης του 2008 και ανακάλυψε ότι σε εκείνη την περίοδο οι συνολικοί αριθμοί θανάτων παραδόξως μειώθηκαν στα κράτη της ΕΕ, με εξαίρεση όμως εκείνους που αφορούσαν τις αυτοκτονίες. Για παράδειγμα, από τη στιγμή που πολλοί άνθρωποι δεν κυκλοφορούσαν πλέον με τα αυτοκίνητά τους για να πάνε στη δουλειά, ο αριθμός των τροχαίων δυστυχημάτων μειώθηκε.
Καθώς οι χώρες προσπαθούν ακόμη να κατανοήσουν την πανδημία του κοροναϊού και στρέφουν την προσοχή τους στον ρυθμό μολύνσεων και θανάτων για να δημιουργήσουν επιδημιολογικά μοντέλα και να ενημερώσουν το κοινό για τον κίνδυνο που διατρέχει, ενδέχεται να μην δίνουν σημασία στα δεδομένα που αποτυπώνουν αυτές τις έμμεσες επιπτώσεις. Αυτό θα δυσκολέψει τις προσπάθειες για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων στο μέλλον.
Τα επιδημιολογικά μοντέλα παραμένουν σημαντικά
Ακόμη και έτσι όμως, οι ρυθμοί μόλυνσης και θανάτων βοηθούν τους επιδημιολόγους να δημιουργήσουν μοντέλα για την πορεία της πανδημίας καθώς αυτή εξαπλώνεται και παρά τα λάθη και τις αβεβαιότητες, αυτά είναι που θα επιτρέψουν στις κυβερνήσεις και τις αρχές δημόσιας υγείας να εκτιμήσουν την αποτελεσματικότητα των lockdown και άλλων υγειονομικών παρεμβάσεων που σώζουν ζωές. “Προκειμένου να αντιληφθούμε αν κάνουμε στ’ αλήθεια το καλύτερο που μπορούμε και να εκτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα των πολιτικών μας, θα πρέπει να συγκρίνουμε αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα με εκείνο που ενδεχομένως θα συνέβαινε σε έναν διαφορετικό, υποθετικό κόσμο”, εξηγεί ο Jonathan Fuller, απόφοιτος ιατρικής που πλέον εργάζεται ως επιστημολόγος στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ και ο οποίος ερευνά τον τρόπο με τον οποίο τα επιδημιολογικά στοιχεία επηρεάζουν τις λογικές της ιατρικής περίθαλψης.
Εντέλει όμως, πάντα σύμφωνα με τον Fuller, ο απόλυτος αριθμός των θανάτων είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία “Κάθε ξεχωριστή ζωή που χάνεται είναι σημαντική. Πραγματικοί άνθρωποι πεθαίνουν πρόωρα και οι οικογένειές τους καταρρακώνονται”.
Πηγή: www.wired.co.uk