Περισσότερες επαφές είχαν αυτή την εβδομάδα ο Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλάντιμιρ Πούτιν σε σχέση με οποιοδήποτε διάστημα από το 2016 και έπειτα, καθώς το Κρεμλίνο επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την πανδημία του κορωνοϊού και τους στενούς προσωπικούς δεσμούς των δύο ηγετών για να επουλώσει τις εδώ και πολύ καιρό τεταμένες σχέσεις του με την Ουάσινγκτον.
Οι δύο ηγέτες μίλησαν στο τηλέφωνο τουλάχιστον τέσσερις φορές μέσα στις δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από την 30 Μαΐου μέχρι την περασμένη Κυριακή, συχνότητα – ρεκόρ για τις γνωστές στο κοινό συνομιλίες τους, σύμφωνα με το CNN.
Οι δύο πρόεδροι συζήτησαν για την πανδημία, αλλά και για τον οικονομικό πόλεμο που αποσταθεροποίησε την αγορά πετρελαίου. Τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα έπονται μιας διαφημιστικής καμπάνιας του Κρεμλίνου που καλεί σε συνεργασία Ρωσίας – ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της πανδημίας και η οποία προβάλλεται σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που είναι γνωστό ότι παρακολουθεί ο Τραμπ, σημειώνει ο Andrew Weiss, συνεπικεφαλής μελετών του Κληροδοτήματος Carnegie για την Διεθνή Ειρήνη.
Αναλυτές όπως ο Weiss τονίζουν ότι η εμπλοκή του Πούτιν κρύβει κινδύνους για τις ΗΠΑ
“Οι επαφές με τις ΗΠΑ είναι μέρος του μακροπρόθεσμου σχεδίου του Πούτιν να υποσκάψει την αξιοπιστία τους ως σημαντικό “παίκτη” του παγκόσμιου συστήματος, να υποσκάψει τις συμμαχίες μας και έπειτα να δημιουργήσει όσο περισσότερες πηγές έντασης μπορεί μεταξύ του Τραμπ και της ίδιας του της ομάδας εθνικής ασφάλειας”, τόνισε ο Weiss στο CNN. “Όσο καλύτερα τα καταφέρει η Ρωσία, τόσο μικρότερη πίεση κινδυνεύει να δεχτεί από ένα ενωμένο δυτικό στρατόπεδο”.
Παρά τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλάντιμιρ Πούτιν διατηρούν μια σχέση συμπάθειας
Ο Πούτιν “κατά βάση έχει δείξει στην υπόλοιπη αμερικανική κυβέρνηση ότι οι απόψεις τους για τη Ρωσία δεν έχουν καμία σημασία, καθώς έχει άμεση πρόσβαση στον ίδιο τον πρόεδρο”. Σύμφωνα με την Angela Stent, διευθύντρια του Κέντρου Ευρασιατικών, Ρωσικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Georgetown, οι επαφές του Πούτιν με τον Τραμπ αντανακλούν ένα μοτίβο που έχει εγκαθιδρυθεί εδώ και καιρό. Η Stent και άλλοι αναλυτές τονίζουν ότι οι δύο αρχηγοί έχουν επιλέξει πολλές φορές να απομακρύνουν Αμερικανούς αξιωματούχους από την αίθουσα στην οποία συζητούν.
“Εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε τι συζητήθηκε στην Φινλανδία”, υπογραμμίζει, αναφερόμενη στην σύνοδο κορυφής που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2018 και κατά την οποία ο Τραμπ και ο Πούτιν συναντήθηκαν μόνοι τους με την παρουσία μόνο των διερμηνέων τους, μια εξαιρετικά ασυνήθιστη παραβίαση των καθιερωμένων πρακτικών.
Εφικτή η συνεργασία των δύο χωρών
Ο Matt Rojansky, διευθυντής του Ινστιτούτου Kennan στο Wilson Center τονίζει ότι αυτή η δυναμική ενδέχεται να τροφοδοτείται από την δυσπιστία του Τραμπ απέναντι στην Αμερικανική γραφειοκρατία.
Οι σχέσεις Τραμπ – Πούτιν βρίσκονταν ανέκαθεν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των ανορθόδοξων απόψεων του Τραμπ για τη Ρωσία, αλλά και λόγω της έρευνας για την ενδεχόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ το 2016.
η Tatiana Stanovaya, ακαδημαϊκός του Κέντρου Carnegie στη Μόσχα δήλωσε στο CNN ότι κατά τη γνώμη της, ο Πούτιν επιδιώκει να κάνει τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία ως “σημαντικό παίκτη” και να βελτιώσει τις σχέσεις των δύο χωρών.
Επιπλέον, τονίζει ότι οι σχέσεις των δύο χωρών χαρακτηρίζονταν πάντα και από συνεργασία και από ανταγωνισμό σε διαφορετικά ζητήματα.
Σύμφωνα με τον Rojansky, υπάρχει περιθώριο συνεργασίας των δύο χωρών για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όμως οι ΗΠΑ πρέπει να θέσουν τους όρους:
“Πιστεύω πως οι ΗΠΑ και η Ρωσία μπορούν να αλληλοβοηθηθούν, αν όχι τώρα, τότε σίγουρα στο τέλος της πανδημίας”, εξηγεί. “Όμως το αν οι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία και σε ποιο βαθμό, θα πρέπει να παραμείνει αποκλειστικά δική τους απόφαση”.
Πηγή: www.cnn.com