Καθώς πλησιάζουν οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές, ξεκαθάρισε το τοπίο στους Δημοκρατικούς μετά την ανακοίνωση του Mπέρνι Σάντερς ότι αποσύρεται από την κούρσα του χρίσματος. Ο βέβαιος πλέον υποψήφιος των Δημοκρατικών, πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει τη στήριξη των φιλελεύθερων Αμερικανών -αναμενόμενο – αλλά από τη στιγμή που ο Ομπάμα στήριξε τον αντιπρόεδρό του φανερά έχει στο πλευρό του και τους μαύρους ψηφοφόρους, που κανονικά θα απείχαν.
Είναι δύσκολο να αποτραπεί μια δεύτερη εκλογή εν ενεργεία προέδρου. Αλλά η διαχείριση της κρίσης της πανδημίας αποκάλυψε τρία χαρακτηριστικά της προεδρίας του, που μέχρι τώρα λειτουργούσαν υπέρ του στο κοινό στο οποίο απευθυνόταν, στα στρώματα της «Αμερικανικής Σκουριάς», της χειμαζόμενης περιοχής των μεσοδυτικών Πολιτειών: την υποτίμηση της επιστημονικής γνώσης, την απέχθεια στους θεσμούς – «το βαθύ κράτος» – και την επιπόλαια αντιμετώπιση πολύπλοκων κρίσεων. Η κρίση του νέου κορωνοϊού και η αντιμετώπισή της αποκάλυψαν την άγνοια κινδύνου, στην καλύτερη περίπτωση, του ηγέτη που απεχθάνεται τους ειδικούς. Είτε αυτοί είναι στρατιωτικοί και διπλωμάτες, δικαστές και υγειονομικοί, είτε είναι ειδικοί στα θέματα υγείας.
Αποδείχθηκε ότι δεν φρόντισε να ενισχύσει το σύστημα υγείας, ώστε να αντεπεξέλθει σε τσουνάμι, αλλά και το αποδυνάμωσε συστηματικά. Οι αλλοπρόσαλλες αποφάσεις, δηλώσεις και αυτές καθυστερημένες, οι συνεχείς προσπάθειες να πείσει ότι όλα βαίνουν καλώς τη στιγμή που δεν υπάρχουν επαρκή μέσα για να στηρίξουν τη δημόσια υγεία και η προσπάθεια να ρίχνει το φταίξιμο σε όλους τους άλλους έδειξαν στους λιγότερο φανατικούς των οπαδών του ότι είναι ακατάλληλος για τη θέση που διεκδικεί. Και ότι το σύστημα δημόσιας υγείας είναι επαρκές μόνο για τους πλούσιους. Οι φτωχοί υποστηρικτές του τώρα βιώνουν στο πετσί τους τις ελλείψεις των άλλοτε αξιοσέβαστων CDC, την ανυπαρξία επαρκών δημόσιων κλινών ΜΕΘ, μέχρι και την αδυναμία παραγωγής επαρκών μέσων διάγνωσης.
Για να καταλάβουμε κάπως καλύτερα την εξέλιξη αυτή, που μπορεί να του στοιχίσει τον θώκο, ας δούμε εν συντομία τις διαδοχικές φάσεις της μετάλλαξης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από συντηρητικό σε αναξιόπιστο.
Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Ηταν αποτέλεσμα μιας σειράς «μεταλλάξεων» της συντηρητικής ιδεολογίας σε προπύργιο του λαϊκισμού και η αξιοποίηση των νέων μέσων επικοινωνίας.
Δύο άνθρωποι σφράγισαν αυτές τις αλλαγές. Ο Ρότζερ Εϊλς και ο Στιβ Μπάνον, οι οποίο στην ουσία διαμόρφωσαν όχι μόνο την επικοινωνιακή πολιτική του λαϊκισμού αλλά και την ιδεολογία. Το κοινό στοιχείο τους ήταν η άποψη ότι οι κατεστημένες συντηρητικές δυνάμεις έχουν χάσει την επαφή τους με ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας και δρουν για λογαριασμό των ελίτ. Αυτή τη διαπίστωση τη μετέτρεψαν σε ισχυρό όπλο πολιτικών στις εκλογικές αναμετρήσεις στις ΗΠΑ. Ας δούμε τα χαρακτηριστικά και εργαλεία που χρησιμοποίησε ο καθένας.
Η εποχή του Fox News – Ρότζερ Εϊλς. Οι απόψεις του ήταν ακραία συντηρητικές. Πατρίδα, οικογένεια, αμερικανική οικονομική και στρατιωτική ισχύς, όχι στη φορολογία και μίσος για την παράταξη των Δημοκρατικών. Υποστήριζε ότι η εποχή του έντυπου Τύπου, στον οποίο οι εφημερίδες του κατεστημένου φιλελευθερισμού κυριαρχούσαν, είχε παρέλθει. Η εικόνα, η τηλεόραση, θα είναι αυτή που θα κυριαρχήσει στη «διάπλαση», δηλαδή τη χειραγώγηση, του εκλογικού σώματος. Τότε ως νέα τεχνολογία στα ΜΜΕ εμφανίστηκε η συνδρομητική καλωδιακή τηλεόραση. Ο αυστραλός μεγιστάνας των ΜΜΕ Ρούπερτ Μέρντοκ πείστηκε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός νέου ριζοσπαστικού καναλιού καλωδιακής εκπομπής, του Fox News, με επικεφαλής και απόλυτο άρχοντα τον Εϊλς. Καθώς απευθυνόταν στο κοινό των «καταφρονημένων», χρησιμοποιούσε τη γλώσσα τους, την περιφρόνηση στους διανοουμένους, και αντί για ειδήσεις πρόβαλε μονόπλευρες και στρεβλωμένες απόψεις. Σύντομα έγινε το μεγαλύτερο και πιο κερδοφόρο τηλεοπτικό μέσο. Το ζενίθ της πολιτικής και της τηλεοπτικής κυριαρχίας του Fox συνέπεσε με τη στήριξη στον Τζoρτζ Μπους τον νεότερο και στους συμμάχους του νεοσυντηρητικούς ιέρακες. Η κρίση του 2008 και η κόπωση της κοινής γνώμης από την επεμβατική πολιτική που στοίχιζε αμερικανικές ζωές έφεραν στην εξουσία του Μπαράκ Ομπάμα.
Η εποχή της «alt right» (εναλλακτική Δεξιά) – Στιβ Μπάνον. Ενα νέο πρόσωπο ανέλαβε να επαναφέρει τις ιδέες του απομονωτισμού. Στο ακροδεξιό site Breibart, που από ένα σημείο και μετά ανέλαβε ο Μπάνον, «χώρεσαν» ακόμα και φιλοναζιστικές ομάδες. Ο ίδιος έδωσε ιδεολογική υπόσταση στον λαϊκισμό, διατεινόμενος ότι μόνο αυτός μπορεί να απαλλάξει την Αμερική από τον εκφυλισμένο εναγκαλισμό των ελίτ και των δύο κομμάτων. Και ότι μόνο με τη δημιουργική καταστροφή της άρχουσας τάξης θα μπορέσει να δημιουργηθεί από τα συντρίμμια της ο πραγματικός εθνικισμός και το μεγαλείο της Αμερικής. Ο Τραμπ τον διόρισε επικεφαλής της προεκλογικής του καμπάνιας. Ο Μπάνον κήρυξε πόλεμο κατά του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου με μέσα ανορθόδοξα και πολλές φορές ύπουλα. Οσο προχωρούσε η εκστρατεία, ο λαϊκίστικός λόγος του μέλλοντος προέδρου έδειξε να έχει απήχηση στους «ξεχασμένους» των Πολιτειών της «Αμερικανικής Σκουριάς».
Η εποχή της ψηφιακής χειραγώγησης – Cambridge Analytica (CA). Με λίγα λόγια, η εταιρεία είχε την ιδέα της χρησιμοποίησης κατάλληλων αλγορίθμων ώστε να εντοπίσει τις προτιμήσεις, τον χαρακτήρα χιλιάδων χρηστών του Facebook, αλλά και τους «φίλους» τους. Στη συνέχεια ομαδοποιούσε τους ψηφοφόρους και έστελνε μηνύματα και βίντεο με ψευδή «γεγονότα» και δολοφονία χαρακτήρων. Η παρέμβαση των «κακοποιών» της πολιτικής περιορίστηκε σε τέσσερις Πολιτείες, τις οποίες κέρδισε με λίγες χιλιάδες ψήφους ο Τραμπ, που ήταν αρκετές για να νικήσει, παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατική υποψήφια κατέγραψε 3 εκατομμύρια ψηφοφόρους περισσότερους από τον νικητή Τραμπ.
Αυτό το πλαίσιο έδωσε τη δυνατότητα να θεμελιωθεί ο ρόλος του «πατερούλη», που δεν μασάει τα λόγια του, αγνοεί τους συμμάχους του, λοιδορεί τους αντιπάλους του, παρεμβαίνει σε θεμελιώδεις θεσμούς και νομίζει ότι με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μεταπολεμικής ηγεμονικής δύναμης. Στην πραγματικότητα τους μόνους που εξυπηρετεί είναι τους υπερπλούσιους και το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Τελικά, με την υποτίμηση της κρίσης πανδημίας, όλα αυτά αποκαλύπτονται ανεπαρκή «στο πεδίο».
Σε λίγους μήνες θα ξέρουμε αν η περίοδος της λαϊκιστικής «αθωότητας» τελείωσε. Ο Κόσμος, με την κρίση του κορωνοϊού, έβαλε σε δοκιμασία την παγκοσμιοποίηση, αλλά ταυτόχρονα έδειξε ότι η συνεργασία των κρατών είναι προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί ένας τέτοιας τάξεως κίνδυνος.
Ο κ. Αντώνης Τριφύλλης είναι μέλος του ΕΣ της διαΝΕΟσις, πρώην στέλεχος της ΕΕ.