Οι εξελίξεις στην οικονομία είναι δυσάρεστες. Η ταμιακή επιβάρυνση του κράτους ανέρχεται περίπου στα 5 δις Ευρώ το μήνα, που σημαίνει ότι με βάση το ευνοϊκό σενάριο στην εξέλιξη του υγειονομικού προβλήματος, η ζημιά μέχρι και το Μάιο θα ανέλθει στα 15 δις, ενώ βρισκόμαστε ήδη από το τέλος του 2019 σε ύφεση, το μέγεθος της οποίας εκτιμάται για το 2020 ότι θα ξεπεράσει και το 10% του ΑΕΠ.
Μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζει η πραγματική οικονομία, με τους χιλιάδες ανέργους χωρίς εισοδήματα, τις επιχειρήσεις που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και τις τράπεζες να βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα πιθανό νέο κύμα κόκκινων δανείων, που πιθανόν θα τις αναγκάσει να προσφύγουν σε αναζήτηση ενός ακόμη επώδυνου δανεισμού. Ένα δράμα του οποίου το τέλος και συνεπώς και τη ζημιά κανείς δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει. Επιπλέον, σε μικροεπίπεδο είναι αδύνατη η χάραξη όποιας στρατηγικής, αν δεν υπάρξει σαφές χρονοδιάγραμμα αποκλιμάκωσης των αναγκαστικών μέτρων και κυρίως χωρίς επίσημη ανακοίνωση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι το εμβόλιο κατά του ιού είναι έτοιμο, ανεξάρτητα από την παραγωγή και το χρόνο διάθεσής του. Σημασία έχει η πληροφορία και όχι το γεγονός, το οποίο ούτως ή άλλως θα ακολουθήσει.
Σε μακροεπίπεδο, η κυβέρνηση με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις προσπαθεί να αμβλύνει τις επιπτώσεις ενισχύοντας τα νοικοκυριά με βοηθήματα (800 Ευρώ), παράταση επιδομάτων ανεργίας, μετάθεση πληρωμών κ.α., ενώ για τις επιχειρήσεις τρέχουν προγράμματα αναστολής πληρωμών φόρων, εισφορών και δανειακών δόσεων. Επίσης για να παραμείνουν σε λειτουργία, προσφέρονται κεφάλαια κίνησης μέσω τραπεζικών δανείων ή και εγγυήσεων του δημοσίου. Στόχος είναι να διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις στη ζωή καθώς και οι εργαζόμενοι στις θέσεις τους. Χωρίς αμφιβολία τα μέτρα βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση, όμως η αποτελεσματικότητά τους θα κριθεί από την ταχύτητα εφαρμογής (timing) καθώς και από τη δοσολογία, η οποία θα πρέπει να ενισχυθεί, ώστε να αναχαιτίσει τις απώλειες, πριν προκαλέσουν μόνιμη βλάβη στον οργανισμό της οικονομίας.
Η κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων, στο πλαίσιο ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου αναστύλωσης της οικονομίας, έχει άμεση προτεραιότητα. Μετά τις κοντόφθαλμες, μίζερες, ανιστόρητες αποφάσεις του τελευταίου Eurogroup προσδοκούμε, ότι στο συμβούλιο των ηγετών της ΕΕ θα πρυτανεύσουν λογικές που θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, ανεξάρτητα από την ονομασία, Eurobond ή Recovery Fund. Σημασία έχει το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά που θα σηματοδοτεί. Από την πλευρά μας θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την αξιοποίηση μόνο των 6-7 δις της ΕΤΕΠ καθώς και του “Sure”. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντική η βοήθεια που προσφέρεται από την ΕΚΤ, αποτέλεσμα της καθαρής μας εξόδου από το Μνημόνιο, και η οποία έχει πρακτικά αναλάβει την ομαλή τροφοδοσία των τραπεζών μας με ρευστότητα, μέρος της οποίας θα διοχετευτεί και στις επιχειρήσεις. Στην κατεύθυνση όμως ουσιαστικότερης συμβολής στην ανόρθωση των οικονομιών, η ΕΚΤ αφού δεν επιτρέπεται να αγοράσει πρωτογενώς χρέος, έχει τη δυνατότητα με απόφασή της να αγοράσει από τη δευτερογενή αγορά μακροπρόθεσμα ομόλογα εκδόσεως των κρατών μελών. Μια τέτοια απόφαση θα είχε παρόμοια δύναμη κρούσης με εκείνη του Ντράγκι «θα κάνω ότι χρειαστεί». Τέλος, η χρησιμοποίηση μέρους του μαξιλαριού ρευστότητας των 37 δις, είναι προτιμότερο να γίνει άμεσα για τη τόνωση της ζήτησης και των αναγκών των επιχειρήσεων.
Συνολικά υπάρχουν στη διάθεση των φορέων της οικονομικής πολιτικής αρκετές δεκάδες δις, ικανά για να ανατρέψουν την απαισιοδοξία σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και να δημιουργήσουν θετικές προσδοκίες για την επόμενη μέρα, που είναι η προωθητική δύναμη για την οικονομία.
* Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς