Περίπου 100.000 μικρές και πολύ μκρές επιχειρήσεις (0-49 άτομα) ενδέχεται να κλείσουν μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν ώστε να μην εξαπλωθεί ο Covid – 19. Αυτό προκύπτει από έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρία MARC AE, με στόχο την καταγραφή και την εκτίμηση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Επίσης, 7 στις 10 επιχειρήσεις, που συνεχίζουν να λειτουργούν κατέγραψαν μείωση του τζίρου τους, 7 στις 10 επιχειρήσεις, θεωρούν ότι το σημαντικότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουν μετά στις 10 επιχειρήσεις θεωρούν ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας θα πρέπει να επεκταθεί για τουλάχιστον 6 μήνες.
Επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως την δραστηριότητα τους
Το 37% των ερωτηθέντων δηλώνει πως συνεχίζει κανονικά την επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ το 63% έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως τη δραστηριότητά τους.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι περίπου 1 στις 10 επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως την δραστηριότητα τους δεν εντάσσονται στα μέτρα προστασίας που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση. Το εύρημα αυτό δείχνει ότι για μια πολύ σημαντική μερίδα επιχειρήσεων ο τελευταίος τουλάχιστον μήνας αποτελεί μια εξαιρετικά επώδυνη περίοδο καθώς καλούνται μέσα σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση να καλύψουν το σύνολο των υποχρεώσεων τους με πολύ μειωμένα εάν όχι μηδενικά έσοδα. Επιπλέον, και εφόσον δεν υπάρξει σχετική μέριμνα για τις επιχειρήσεις αυτές (κάτι που ωστόσο συνεχώς μεταβάλλεται με την διεύρυνση του πεδίου προστασίας), η επόμενη μέρα προδιαγράφεται εξαιρετικά δυσμενής, με ορατό το ενδεχόμενο ακόμα και οριστικής διακοπής της δραστηριότητας τους.
Είναι προφανές ότι ο μέχρι τώρα τρόπος προσδιορισμού και συμπερίληψης (ΚΑΔ) στα μέτρα προστασίας παρουσιάζει σημαντικά κενά δεδομένου ότι αποκλείει επιχειρήσεις που πλήττονται από τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης. Επιπλέον, οι διαδικασίες που συνοδεύουν το προστατευτικό πλέγμα που έχει οικοδομηθεί παρουσιάζουν χαρακτηριστικά πολυπλοκότητας, ασάφειας και ανελαστικότητας. Και τούτο διότι η φιλοσοφία και οι μηχανισμοί (τα εργαλεία) που έχουν αξιοποιηθεί για την εφαρμογή των μέτρων προστασίας διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια το πλέγμα των προστατευτικών μέτρων στον πυρήνα του δεν χαρακτηρίζεται από μια ξεκάθαρη και ολιστική στρατηγική, αλλά από αποσπασματικά μέτρα που σχηματοποιήθηκαν και εξειδικεύτηκαν στην πορεία. Σε ένα βαθμό ήταν αναμενόμενο καθώς ο χρόνος αντίδρασης, στις συνέπειες που προκάλεσε η έγκαιρη και αποφασιστική λήψη μέτρων για τον περιορισμό εξάπλωσης του κορονοϊού, ήταν ελάχιστος. Ωστόσο, οι διαδικασίες που επιλέχτηκαν δεν ήταν ανάλογα προσαρμοσμένες στις πρωτοφανείς συνθήκες. Αυτό εξηγεί και γιατί μετά από σχεδόν ένα μήνα από την λήψη των περιοριστικών μέτρων, δεν έχει γίνει εφικτή η καταβολή των επιδομάτων προς εργαζόμενους και επιχειρήσεις, ενώ ασαφές παραμένει και το πλαίσιο χορήγησης ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις. Σε αυτή τη φάση τα μέτρα που έχουν προχωρήσει είναι εκείνα που δεν χρειάζονται την άμεση οικονομική στήριξη του κράτους, όπως η αναστολή καταβολής ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων, η μείωση των μισθωμάτων κ.ά.
Επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν
Η συντριπτική πλειοψηφία (74%) των ερωτηθέντων που οι επιχειρήσεις τους συνεχίζουν να λειτουργούν δήλωσαν πως κατέγραψαν μείωση του τζίρου τους κατά την διάρκεια των περιοριστικών μέτρων. Το 13% δήλωσαν πως ο τζίρος τους δεν μεταβλήθηκε, ενώ μόλις το 9% κατέγραψε αύξηση . Το εύρημα αυτό καταδεικνύει ότι ακόμα και για τις επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά είναι αρκετά δύσκολη. Τις μεγαλύτερες συνέπειες αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό όπου το 86% καταγράφουν μείωση του τζίρου, καθώς και εκείνες με έως 2 άτομα προσωπικό όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 78%. Καλύτερη είναι η εικόνα που καταγράφεται στις μεγαλύτερες με βάση το προσωπικό επιχειρήσεις (πάνω από 5 άτομα) όπου το 54% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι μειώθηκε ο τζίρος του.
Με βάση τα στοιχεία αυτά η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά για τις επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν είναι δυσμενής. Οι συνέπειες μάλιστα είναι μεγαλύτερες για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις έναντι των μεγαλύτερων γεγονός που δημιουργεί και προϋποθέσεις συγκεντροποίησης της αγοράς. Το 21% των ερωτηθέντων των επιχειρήσεων που συνεχίζουν να λειτουργούν και απασχολούν προσωπικό δήλωσαν ότι το προηγούμενο διάστημα προχώρησαν σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων τους. Το 76% διατήρησε το προσωπικό του σταθερό, ενώ μόλις το 3% προχώρησε σε νέες προσλήψεις (Γράφημα 3). Η κατάσταση αυτή που έχει αποτυπωθεί και στις ροές μισθωτής εργασίας για τον μήνα Μάρτιο του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, ακολουθεί τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν για το τζίρο των επιχειρήσεων κατά την διάρκεια των περιοριστικών μέτρων. Σημειώνεται ότι τα στοιχεία που παρατίθενται αφορούν τις επιχειρήσεις που λειτουργούν χωρίς να έχουν προβεί σε μερική ή πλήρη αναστολή των δραστηριοτήτων τους για οποιοδήποτε λόγο.
Οφειλές – υποχρεώσεις – προστασία πρώτης κατοικίας
Το 23% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι πριν την έναρξη των περιοριστικών μέτρων είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο (ασφαλιστικά ταμεία και εφορία) , ενώ το 35% έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες . Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από την τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (Φεβρουάριος 2020). Μάλιστα και σε σχέση με τις δανειακές υποχρεώσεις στην έρευνα του Φεβρουαρίου έχει καταγραφεί ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν δανειακές υποχρεώσεις το 43% αυτών είναι ληξιπρόθεσμες. Αυτό δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο βιωσιμότητας σε όσες επιχειρήσεις αποκλείονται από τις διευκολύνσεις σχετικά με τα τραπεζικά δάνεια. Στην παρούσα κατάσταση ο διαχωρισμός μεταξύ ενήμερων και μη ενήμερων επιχειρήσεων αγνοεί την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί και για την οποία δεν φέρουν καμία ευθύνη οι επιχειρήσεις. Δημιουργούνται προϋποθέσεις πλήρους αδυναμίας διαχείρισης των χρεών ενός σημαντικού πλήθους επιχειρήσεων με πολλαπλές συνέπειες στο σύνολο του οικονομικού κυκλώματος. Οι τράπεζες συγκριτικά με τους υπόλοιπους κλάδους έχουν αναλάβει το μικρότερο βάρος. Θα πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την στήριξη της πραγματικής οικονομίας τόσο στο πεδίο της διευκόλυνσης αποπληρωμής δανειακών υποχρεώσεων, όσο και για την παροχή ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία και ιδιαίτερα προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που διαχρονικά βρίσκονται εκτός του ενδιαφέροντος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.Το 65% των ερωτηθέντων θεωρεί πως η προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να παραταθεί για όσο διάστημα διαρκέσουν οι συνέπειες από την πανδημία. Το 25% θεωρεί ότι πρέπει να παραταθεί για 6 μήνες, ενώ μόλις το 3% δήλωσε να μη παραταθεί . Γενικά, η συντριπτική πλειοψηφία (90%) θεωρεί ότι πρέπει να παραταθεί για ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Η προστασία της πρώτης κατοικίας συνδέεται άμεσα με τα μέτρα περιορισμού του κορονοϊού. Με απλά λόγια δεν είναι ορθολογικό από την μια μεριά να ζητάς από τον κόσμο «να μείνει στα σπίτια του» και από την άλλη «να του τα παίρνεις».
Προβλήματα και προσδοκίες για την επόμενη μέρα
Το σημαντικότερο πρόβλημα που θεωρούν ότι θα αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων είναι η έλλειψη ρευστότητας σε ποσοστό 74%. Ακολουθούν οι υποχρεώσεις προς το δημόσιο (εφορία- ασφαλιστικά ταμεία) σε ποσοστό 9% και οι υποχρεώσεις προς προμηθευτές σε ποσοστό 6%. Από την άλλη μεριά μόλις το 6% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι δεν θα αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Τα στοιχεία αυτά προσδιορίζουν και τα πεδία των παρεμβάσεων για την επόμενη μέρα που θα πρέπει να ληφθούν τόσο στο σκέλος της ζήτησης όσο και στο σκέλος της προσφοράς.Το 80% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων θα συνεχίσει κανονικά την δραστηριότητα του. Ωστόσο ένα σημαντικό ποσοστό 13% δήλωσε ότι υπάρχει ενδεχόμενο διακοπής της επιχειρηματικής του δραστηριότητας . Επιπλέον ένα εξίσου σημαντικό ποσοστό (13%) δήλωσε ότι μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων θα προχωρήσει σε μείωση του προσωπικού του . Με βάση τα στοιχεία αυτά υπάρχει κίνδυνος το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να κλείσουν περίπου 100.000 επιχειρήσεις και να χαθούν περίπου 250.000 θέσεις απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι).
Το 75% των επιχειρήσεων που δήλωσαν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα αφορά επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει πλήρως ή μερικώς την λειτουργία τους. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο κίνδυνος βιωσιμότητας αυξάνει εκθετικά για τις επιχειρήσεις εκείνες που έχουν σταματήσει να λειτουργούν ή υπολειτουργούν σε σχέση με εκείνες που συνεχίζουν τη δραστηριότητας τους παρά τις δύσκολες συνθήκες και τα μειωμένα έσοδα.
Αντίστοιχο είναι και το ποσοστό για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν πως θα μειώσουν το προσωπικό τους. Συγκεκριμένα οι επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει μερικώς ή πλήρως τη λειτουργία τους αποτελούν το 79% των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι θα μειώσουν προσωπικό μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.