Δεσπόζει με λιτή μεγαλοπρέπεια μέσα σε τοπίο τραχύ και άγονο. Περιτοιχισμένη σαν να είναι κάστρο και αφιερωμένη στην Παναγία – Κυρία των Αγγέλων, η Μονή Γουβερνέτου (παρετυμολογία του Δερνέτο ή Γδερνέτο, ενός εγκαταλελειμμένου κοντινού χωριού) είναι ένα από τα πιο παλιά μοναστήρια της Κρήτης. Ενα εντυπωσιακό συγκρότημα, που φέρει ταυτοχρόνως τη μελαγχολική ομορφιά την οποία έχουν τα «κουρασμένα» από το βάρος των εκατοντάδων χρόνων τους ιστορικά κτίρια, αλλά και την αυστηρή ομορφιά της μοναστηριακής αισθητικής. Χτισμένη περίπου 20 χιλιόμετρα βορείως των Χανίων, στη χερσόνησο Ακρωτήρι, και μόλις 4 χιλιόμετρα από το επίσης πολύ σημαντικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας Τζαγκαρόλων, συγκαταλέγεται στα κορυφαία αξιοθέατα της περιοχής. Η σύνδεσή της με τη ζωή και τη δράση του Ιωάννη του Ερημίτη έρχεται να την κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα στον επισκέπτη της, όχι μόνο στον πιστό που θα θέλει να προσκυνήσει και να προσευχηθεί, αλλά και σε εκείνον, τον ντόπιο ή τον τουρίστα, που ενδιαφέρεται για το πλούσιο σε ιστορίες, παραδόσεις και μύθους παρελθόν της Μεγαλονήσου.
Το «κάστρο» που άντεξε
Λαμπρό δείγμα ορθόδοξης μοναστηριακής αρχιτεκτονικής, η Μονή Γουβερνέτου χτίστηκε πριν από το 1537, στη θέση προϋπάρχοντος ναού, από μοναχούς που εγκατέλειψαν την παρακείμενη, σχεδόν παραθαλάσσια και ερειπωμένη σήμερα, Μονή Καθολικού εξαιτίας της πειρατείας. Οχυρωμένη σαν κάστρο, για να αντέξει σε περίπτωση επίθεσης, είχε περίβολο σε σχήμα παραλληλόγραμμο, στις γωνίες του οποίου ορθώνονταν τέσσερις πύργοι με πολεμίστρες. Από αυτούς σήμερα σώζονται μόνο οι δύο. Την πρόσοψη της κεντρικής εκκλησίας που είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου κοσμούν ανάγλυφες εικόνες με μάσκες και τέρατα. Πρόκειται προφανώς για επιρροή από τα κτίρια του ιταλικού μπαρόκ και της Αναγέννησης. Ο ναός, που έχει σχήμα σταυροειδές και διαθέτει τρούλο, άρχισε να χτίζεται την εποχή των Ενετών. Ομως τα έργα σταμάτησαν με την εισβολή των Τούρκων για να συνεχιστούν πολλά χρόνια αργότερα, αφού προηγουμένως οι μοναχοί εξασφάλισαν ειδική άδεια. Το 1620-21 η μονή πέρασε στον έλεγχο της γειτονικής Μονής Αγίας Τριάδας Τζαγκαρόλων, με τον ιερομόναχο Ιερεμία Τζαγκαρόλο να αναλαμβάνει την εποπτεία των έργων αποπεράτωσής της. Γύρω στα 1765 υπέστη καταστροφές από πυρκαγιά, ενώ το 1821 πυρπολήθηκε από τους Τούρκους οι οποίοι έσφαξαν επτά μοναχούς που προσπάθησαν να φτάσουν ως την Αγία Τριάδα για να σώσουν τις ζωές τους. Ζημίες έπαθε και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Γερμανούς που είχαν εγκαταστήσει εκεί φυλάκιο. Ομως, παρά τις ταλαιπωρίες, κατάφερε να διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή που είχε τα χρόνια της ακμής της, όπως εύκολα θα διαπιστώσει ο επισκέπτης που θα περιηγηθεί στους φροντισμένους χώρους της. Το συγκρότημα, όπως διασώζεται σήμερα, διαθέτει μεταξύ άλλων θολωτές αποθήκες, μαγειρεία, τραπεζαρία και δεκάδες μικρά κελιά μοιρασμένα σε δύο ορόφους. Δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας βρίσκονται δύο παρεκκλήσια, το ένα αφιερωμένο στους Αγίους Δέκα και το άλλο στον Αγιο Ιωάννη τον Ερημίτη.
Μια βόλτα στο φαράγγι
Το σπήλαιο βρίσκεται στο γειτονικό φαράγγι Αυλάκι, όπου οδηγεί ένα καλοσυντηρημένο μονοπάτι. Ο δρόμος περνάει από το μετόχι του Αγίου Αντωνίου και από το Αρκουδόσπηλιο. Η ονομασία του προέρχεται από έναν μεγάλο σταλαγμίτη του σπηλαίου που θυμίζει αρκούδα. Το άγριο ζώο, σύμφωνα με έναν τοπικό μύθο, το μεταμόρφωσε σε πέτρα η Παναγία για να μην πιει το (δυσεύρετο εκείνη την εποχή) νερό που είχαν μαζέψει οι μοναχοί οι οποίοι ζούσαν στη σπηλιά. Σήμερα, κοντά στο σημείο του θαύματος, βρίσκεται ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία (εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου), γι’ αυτό και η τοποθεσία λέγεται και Σπήλαιο της Παναγίας της Αρκουδιώτισσας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, στη σπηλιά (που κάποτε ήταν η κοίτη ενός ποταμού) λειτουργούσε ιερό αφιερωμένο στη θεά Αρτεμη.
Συνεχίζοντας τη βόλτα του στην περιοχή που σύμφωνα με τα ευρήματα λειτουργούσε ως τόπος λατρείας από τα αρχαία χρόνια, ο επισκέπτης φτάνει στη Μονή Καθολικού και στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη. Ο οποίος λέγεται πως ήρθε στην Κρήτη έπειτα από περιπλάνηση στην Αίγυπτο (από όπου καταγόταν), την Κύπρο και την Αττάλεια της Μικράς Ασίας, ως ένας από τους Οσίους ενενήκοντα και εννέα Θεοφόρους Πατέρες για να εγκατασταθεί αρχικά στο Αζωγυρέ Σελίνου. Ακολούθως, προσπαθώντας να αποφύγει την πολυκοσμία και να αφιερωθεί στη μοναστική ζωή, μετακινήθηκε σε διάφορα σημεία του νησιού για να καταλήξει σε σημείο που βρίσκεται σήμερα η Μονή Καθολικού. Εκεί πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, τρώγοντας αποκλειστικά χόρτα και χαρούπια και ζώντας μακριά από όλους. Ηταν τέτοια η αδυναμία του που από κάποια στιγμή και έπειτα δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος και κυκλοφορούσε στα τέσσερα, σαν άγριο ζώο. Μια μέρα, ένας κυνηγός τον τραυμάτισε θανάσιμα με τα βέλη του από λάθος, νομίζοντας από μακριά πως επρόκειτο για κάποιο θήραμα. Εκείνος τον συγχώρεσε και αποσύρθηκε στο βάθος της σπηλιάς του, όπου και πέθανε. Αμέσως μετά τον θάνατό του, μέσα σε λίγες μόνο ώρες, έφυγαν από τη ζωή και οι υπόλοιποι 98 Θεοφόροι Πατέρες, οι οποίοι είχαν ζητήσει από τον Θεό «να αναπαυθώσιν όλοι μιαν ημέραν» («Ακολουθία του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Ερημίτου του συνασκήσαντος εν τη νήσω Κρήτης μετά τινων άλλων συνασκητών αυτού εννενήκοντα εννέα / Συντεθείσα δε παρά Γεωργίου Βελημά», 1787).
Λέγεται πως στη θέση που βρίσκεται σήμερα η Μονή Καθολικού, εκτός από τη σπηλιά υπήρχε το παλαιότερο μοναστήρι της Κρήτης. Τα στοιχεία όμως που υπάρχουν δεν το επιβεβαιώνουν. Οσο για το μονοπάτι που μας οδηγεί ως εκεί, αυτό συνεχίζεται και καταλήγει στη θάλασσα. Εκεί, στο Κρητικό Πέλαγος, ολοκληρώνεται μία ακόμα μικρή αλλά πολύ ενδιαφέρουσα «βόλτα» μας. Μία από τις εκατοντάδες που «προσφέρει» στον επισκέπτη του το νησί. Με τα ιστορικά (και τόσο ιδιαίτερα) μοναστήρια τού γεμάτου ομορφιές τόπου (γιατί δεν είναι μόνο η Μονή Γουβερνέτου, είναι και οι μονές Τζαγκαρόλων, Τοπλού, Αρκαδίου, Πρέβελης, Αγκαράθου και τόσες άλλες) να κατέχουν ξεχωριστή θέση στον κατάλογο με τα κορυφαία αξιοθέατά του. Οχι μόνο ως χώροι πίστης και προσευχής, αλλά και ως μουσεία της παράδοσης. Μακάρι το ερχόμενο καλοκαίρι να καταφέρουμε να περπατήσουμε ξανά στις λουλουδιασμένες αυλές τους.