Το «1918 μην Οκτώβριος» γράφει ο παπα-Γεώργιος Κ. Ντάγκας, σε χωριό των Βεντζίων της Δυτικής Μακεδονίας, «κάνω ενθύμησιν την ασθένεια την μεγάλην όπου υπήρχεν. Eις τους ανθρώπους παρηγορίαν δεν είχεν… σπίτι έπιανε, δεν άφηνε κανένα. Ερήμωσαν σπίτια, μάλιστα και χωριά. Ήταν απελπισία εις τους ανθρώπους. Λοιπόν αυτή [την] ασθένεια την ήφεραν. Οι επιστήμονες ιατροί την ονόμασαν σπανική γρίπη…»
Ενώ σε ένα άλλο έγγραφο, με αναφορά στο χωριό Μοναχίτι Γρεβενών, σημειώνεται ότι «…θερίζει η γρύπη πολλές χιλιάδες ανθρώπους, στις μεγαλουπόλεις… και το Χωριό μας πληρώνει το φόρο της γρύπης, αλλά τα λάχανα που τρώγαμε ίσως συντελούσαν και για φάρμακα, και πέρασαν τα χωριά της υπέθρου λιγότερη μπόρα της πείνας και της γρύπης».
Πρόκειται για μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν την ισπανική γρίπη, τη φονικότερη επιδημία του 20ού αιώνα σε όλον τον κόσμο, και συμπεριλαμβάνονται στο πλούσιο υλικό ιστορικής μελέτης που συγκέντρωσε ο δρ Ιστορίας του ΑΠΘ Θανάσης Καλλιανιώτης, με αφορμή την εμφάνιση του κοροναϊού πριν από περίπου 20 ημέρες στη Δυτική Μακεδονία.
Βάση -εκτός των άλλων- για το συντάκτη της μελέτης υπό τον τίτλο «Η Ισπανική Γρίπη του 1918 στη Μεσημβρινή Δυτική Μακεδονία» υπήρξαν και οι εξιστορήσεις της γιαγιάς του στην Αιανή Κοζάνης (η οικογένεια της οποίας έχασε τότε από τη γρίπη συνολικά 7 άτομα, δύο εκ των οποίων μετανάστες στην Αμερική), αλλά και αρχειακό υλικό, δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, μαρτυρίες, καταγραφές ερευνητών και δημόσια έγγραφα, όπως αυτό του Γενικού Διοικητή Δυτικής Μακεδονίας με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 1918, που αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «αποθνήσκουν καθ’ εκάστην κατά δεκάδας ιδίως εις τας περιφερείας Γρεβενών Σερβίων Καστορίας και Γαιλαρίων (Καϊλάρια, παλαιό όνομα της Πτολεμαΐδας)».
Η πρωτόλεια μελέτη ιχνηλατεί την άφιξη της γρίπης το φθινόπωρο του 1918.
Εξετάζει τη διασπορά στη Δυτική Μακεδονία, την αντιμετώπιση από τη διοίκηση, την ιατρική και τη θρησκεία, τα αποτελέσματα του περάσματος και τη φυσική αποδρομή της, σε μια περίοδο αναταραχής λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την παρουσία ξένων στρατευμάτων στην περιοχή, μόλις 6 χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος.
«Η ισπανική γρίπη φαίνεται πως πέρασε σαν αερικό χωρίς να ακουμπήσει τις μνήμες των ανθρώπων, μιας και τον χώρο τους καταλάμβαναν τότε άλλα, πιο φοβερά συμβάντα όπως το αίμα κι ο πόλεμος και έφυγε επίσης δίχως να ερεθίσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, παλαιών και νέων. Μόνον με την εμφάνιση του νέου ιού γράφτηκαν ορισμένα κείμενα» σημειώνει στον πρόλογο της μελέτης του ο κ. Καλλιανιώτης.
Ο κοροναϊός, που υπήρξε η αφορμή για το δρα Ιστορίας, εμπόδισε την έρευνα για τη γρίπη, καθώς, όπως αναφέρει ο κ. Καλλιανιώτης, λόγω των προληπτικών μέτρων που εφαρμόζονται αυτήν την περίοδο οι δημόσιες υπηρεσίες έκλεισαν για το κοινό.
Κατά συνέπεια, «απετράπη μεγαλύτερη πρόσβαση σε επιπλέον αρχειακό και έντυπο υλικό και σε πιο ασφαλή δεδομένα, και γι’ αυτό δεν επιχειρήθηκαν και συγκρίσεις με τη νέα επιδημία».
Ένα από τα συμπεράσματα που εξάγεται αβίαστα από τα στατιστικά στοιχεία της μελέτης είναι ότι το Βόιο (στην περιοχή του οποίου επιβλήθηκε πρόσφατα η πρώτη καραντίνα στα χωριά Δαμασκηνιά και Δραγασιά λόγω εμφάνισης κρουσμάτων του νέου κοροναϊού), η Καστοριά, η Κοζάνη, η επαρχία Εορδαίας, η Φλώρινα είναι οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας που έπληξε η γρίπη του ’18, η οποία σάρωσε την υφήλιο και προκάλεσε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς σε όλη την ελληνική επικράτεια και 50-60 εκατομμύρια νεκρούς (κατ’ άλλους, 100 εκατομμύρια) σε όλον τον κόσμο.
Η συγκεκριμένη μελέτη καταγράφει 4.336 νεκρούς στη Δυτική Μακεδονία, σημειώνοντας όμως ότι άλλες πηγές αναφέρονται σε τριπλάσιο αριθμό θυμάτων, πιθανώς συμπεριλαμβάνοντας και μετέπειτα κύματα της γρίπης ή θανόντες από άλλες λοιμώξεις.
Τα πρώτα κρούσματα φαίνεται να κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή αρχές Οκτωβρίου του 1918 και η τοπική εφημερίδα «Ηχώ της Μακεδονίας» δημοσίευε καθημερινά αριθμούς θυμάτων από την Κοζάνη και τις άλλες επαρχίες της Δυτικής Μακεδονίας.
Από πού όμως «έφθασε στην περιοχή ο ιός, όταν η ύπαιθρος ήταν κάπως απομονωμένη από τα μεγάλα αστικά κέντρα»;
«Πότε ήρθε»;
«Πώς εξαπλώθηκε»;
«Συνήργησε πράγματι στο σταμάτημα της εξάπλωσης στην πόλη της Κοζάνης (και στην επαρχία) η ευλογία των οστών του Οσίου Νικάνορα»;
«Ποιος ήταν ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων» και «πως αντιμετωπίστηκε από τις αρχές»;
Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα για τον ιό της γρίπης στη Δυτική Μακεδονία, στις απαντήσεις των οποίων επικεντρώνεται η μελέτη.
Αν και από τα δημοσιεύματα της εποχής φαίνεται ότι αρχικά είχε υποτιμηθεί ο κίνδυνος της πανδημίας και τον Ιούνιο του 1918 ο Τύπος των Αθηνών αστειευόταν με την ισπανική γρίπη χαρακτηρίζοντάς την «επιδημία της μόδας», η μελέτη αποκαλύπτει ότι 102 χρόνια πριν είχαν ληφθεί μέτρα, με τα οποία επιχειρήθηκε η διακοπή μετάδοσης της ισπανικής γρίπης, με σημαντικότερο το κλείσιμο των σχολείων επί 46 ημέρες στο χρονικό διάστημα των 4 μηνών (Σεπτ.-Δεκ. 1918) που διήρκεσε η επιδημία.
Ο τοπικός Τύπος εγκωμιάζει τον τότε γενικό διοικητή της περιοχής που «προέλαβεν την επίφοβον επέκτασιν της θανατηφόρας νόσου προμηθεύοντας τα κατάλληλα φάρμακα και προσκαλώντας επί τόπου ειδικούς ιατρούς», ωστόσο -σύμφωνα με τον κ. Καλλιανιώτη- δεν έχει εξακριβωθεί τι ακριβώς έπραξε εκτός από την αναμετάδοση εντολών για ιατρικού είδους συμβουλές όπως: γαργαρισμούς του στόματος με οξυγονούχο νερό, αποφυγή εντεύξεων παντός είδους και μη συγχρωτισμό με όποιον έχει συμπτώματα γρίπης (χωρίς να ληφθούν άλλα μέτρα), καθαριότητα χειρών και εσωρούχων και καθαριότητα ή και απολύμανση όσων σπιτιών είχαν προσβληθεί από τη γρίπη.
Τα περισσότερα από τα συνιστώμενα, όπως σημειώνει ο κ. Καλλιανιώτης, ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν είτε γιατί κόστιζαν είτε γιατί δεν υπήρχαν υποδομές και υλικά ώστε να τηρηθούν.
Ως καταληκτικό συμπέρασμα στην 33 σελίδων μελέτη (συμπεριλαμβανομένης της βιβλιογραφίας) αναφέρεται ότι «η ισπανική γρίπη είχε έρθει από τις μεγαλουπόλεις μέσω του σιδηροδρόμου το φθινόπωρο του 1918 στη λεκάνη της Εορδαίας. Εξαπλώθηκε ταχύτατα στις πόλεις και την ύπαιθρο χωρίς να διακρίνει ηλικία, γλώσσα, θρησκεία, κοινωνική ομάδα και οικονομική επιφάνεια. Στο πεδίο απόκρουσής της προσήλθαν η Ιατρική του τόπου και της περιφέρειας, η υπό γαλλική επιστασία ελληνική Διοίκηση και η Θρησκεία. Τον πιο βασικό, όμως, ρόλο έπαιξε μάλλον η Φύση, η οποία απεδίωξε την επιδημία επιτρέποντάς την να εξαρθεί επί έναν περίπου μήνα, όπως προφανώς συνέβαινε και παλαιότερα από άλλες αντίστοιχες επιδημίες που έρχονταν και παρέρχονταν ανερώτητα».
«Από την ίδια την ισπανική γρίπη ή τις υποτροπές άλλων υποκείμενων νοσημάτων», υπογραμμίζει ο κ. Καλλιανιώτης, «χάθηκαν στο (σημερινό) νομό Κοζάνης περίπου χίλιοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά και πενταπλάσιοι αντίστοιχοι στη Δυτική Μακεδονία. Οι άνθρωποι εξόρκισαν το κακό οικοδομώντας μεγαλοπρεπείς ναούς και σύγχρονα θεραπευτήρια, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πλήθυνε, αυξήθηκαν οι κανόνες υγιεινής και προστασίας, υπερβολικά κάποτε οι τελευταίοι, αλλά οι επιδημίες δεν τελεύτησαν. Εμφανίζονται περιοδικά, όπως περιοδικοί είναι και οι αντίπαλοί τους, οι άνθρωποι».
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)