Οικολογία της Ασθένειας και Κοινωνικές Προεκτάσεις
Τί κοινό έχουν ο Ebola, η γρίπη των πτηνών, ο ιός του Δυτικού Νείλου, ο Zika, ο MERS, ο Sars και τώρα ο COVID-19; Προέρχονται από τα ζώα, όπως και το 60% των εμφανιζόμενων μολυσματικών ασθενειών που επηρεάζουν τους ανθρώπους. Μάλιστα, τα τελευταία πενήντα χρόνια, ο ρυθμός εμφάνισης νέων ασθενειών, που προέρχεται από την άγρια φύση και τα οικοσυστήματα της, έχει τετραπλασιαστεί.
Οι αιτίες αυτής της μεγάλης αύξησης, από τη σκοπιά των οικοσυστημάτων, διερευνώνται από τη λεγόμενη Οικολογία της Ασθένειας (“Disease ecology”). Ειδικότερα, μελετάται ο τρόπος που οι αλληλεπιδράσεις των ειδών και των λοιπών στοιχείων του περιβάλλοντος (όπως το έδαφος, το νερό και το κλίμα) επηρεάζουν μοτίβα και διαδικασίες εξέλιξης των ασθενειών.
Για τη διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων, η οικολογία της ασθένειας, παρότι αποτελεί ερευνητικό πεδίο της οικολογίας, συνδέει αρχές και ιδέες από ένα ευρύ φάσμα ιατρικών, βιολογικών και άλλων κλάδων, όπως της ανοσολογίας, της επιδημιολογίας, της γενετικής και της ανάλυσης συστημάτων.
Με βάση λοιπόν, τις σχετικές αναλύσεις του πεδίου, η μεγάλη αύξηση των αναδυόμενων ασθενειών προέρχεται από την έντονη διείσδυση και επέμβαση του ανθρώπου σε περιοχές άγριας φύσης. Οι παρεμβάσεις του στα οικοσυστήματα προκαλούν μεγάλες διαταραχές στη διαμορφωθείσα, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ισορροπία δυνάμεων. Δυνάμεις που είναι απροσδιόριστες στο μεγαλύτερο μέρος τους από τον άνθρωπο. Τέτοιες παρεμβάσεις είναι τα «φαραωνικά» τεχνικά έργα σε περιοχές άγριας χλωρίδας και πανίδας, η ανεξέλεγκτη αλλαγή χρήσεων γης για γεωργία και οικιστικές επεκτάσεις, η καταπάτηση βιοτόπων και βέβαια η ανθρωπογενής αλλαγή του κλίματος. Η εκτόνωση από την κατάρρευση των ισορροπιών των αντίστοιχων οικοσυστημάτων στρέφεται εναντίον των ανθρώπινων κοινοτήτων, με τρόπους που γνωρίζουμε στον ελάχιστο βαθμό αλλά βιώνουμε τις επιπτώσεις τους στον μέγιστο.
Ενδεικτικά, μια έρευνα έδειξε ότι στον Αμαζόνιο η αύξηση των αποψιλώσεων κατά μόλις 4% αυξάνει την εμφάνιση ελονοσίας κατά σχεδόν 50% από τα κουνούπια, που είναι φορείς της ασθένειας. Ο άνθρωπος μείωσε, και συνεχίζει να μειώνει πάρα πολύ τις αποστάσεις ασφαλείας από την άγρια χλωρίδα και πανίδα, εκτιμώντας λανθασμένα ότι μπορεί να κυριαρχήσει έναντι οποιουδήποτε οικοσυστήματος. Η υπερβολικά κοντινή επαφή του όμως με τα άγρια ζώα, που αποτελούν ξενιστές ασθενειών και μπορούν να μεταπηδήσουν στον ίδιο, αυξάνει δραματικά την επικινδυνότητα για μία σοβαρή έξαρση νέων ασθενειών. Συγκεκριμένα, δημιουργούνται «επίκεντρα» ασθενειών, ανά την υφήλιο, και κυρίως σε τροπικές περιοχές, μέσα από αγορές διακίνησης και εμπορίας άγριων ζώων. Ασθένειες για τις οποίες μάλιστα ελάχιστα γνωρίζουμε, καθώς οι ειδικοί εκτιμούν πως μόλις το 1% αυτών που προέρχονται από τα άγρια ζώα είναι γνωστές. Με την δημιουργία τέτοιων «επίκεντρων» σε μεγάλα αστικά κέντρα (ανοιχτές αγορές, όπως της Γουχάν), σε ένα διασυνδεδεμένο και αλληλεξαρτώμενο κόσμο, όπως ο σημερινός, η αποτροπή μίας μετέπειτα πανδημίας από τα πρώτα κρούσματα, καθίσταται μία τεράστια πρόκληση – πρόβλημα.
Επιπλέον, δράσεις που υπονομεύουν τη βιοποικιλότητα ενός οικοσυστήματος, είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην εξαφάνιση ειδών που εξυπηρετούν έναν προστατευτικό ρόλο. Η καταπάτηση εδαφών της άγριας φύσης μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μεταφορές πληθυσμών που αποτελούν «δεξαμενές ασθενειών», επικίνδυνα κοντά στον άνθρωπο.
Η αντίληψη πως οι οικονομικο – κοινωνικές και τεχνολογικές δομές μπορούν να μας υπερασπιστούν από οποιονδήποτε «φυσικό» κίνδυνο αποδείχτηκε για ακόμα μία φορά λανθασμένη. Το ζητούμενο είναι πώς θα μπορέσουν να επανατοποθετηθούν, σε ισορροπία αυτήν την φορά και όχι κυριαρχικά, με τα περιβάλλοντα οικοσυστήματα.
Από την οπτική της ανάλυσης συστημάτων, χρειάζεται να προωθηθεί η ιδέα ότι οι άνθρωποι, τα ζώα και η υγεία των οικοσυστημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μια τέτοια ολιστική προσέγγιση, είναι η βάση διερεύνησης της δυναμικής ανάπτυξης παθογενειών και των ορίων των ασθενειών.
Και το κλειδί στην υποστήριξη αποφάσεων για την πρόβλεψη και πρόληψη μελλοντικών ασθενειών αποτελεί η κατανόηση των προστατευτικών επιδράσεων της φύσης και η διαφύλαξή τους («protective effects»).
Οικοδομώντας περιβαλλοντικά βιώσιμες στάσεις και αποστάσεις.
Ο κ. Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ