Η Ιταλία είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΟΚ, του σχήματος που μετεξελίχθηκε σε ΕΕ. Το ίδιο και το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Γερμανία.

Είναι η τέταρτη οικονομία σε συνεισφορά στον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό, η οποία ανέρχεται στο 11,8% του συνόλου του, η χώρα με την δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγική βάση και την ίδια στιγμή σε απόλυτους αριθμούς είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία (τρίτη, έπειτα από την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας), με το συνολικό ΑΕΠ της να ανέρχεται το 2019 σε κάτι λιγότερο από 2 τρισ. ευρώ.

Παράλληλα είναι η οικονομία με το μεγαλύτερο χρέος, τα περισσότερα κόκκινα δάνεια, την χαμηλότερη ανάπτυξη και το μεγαλύτερο πλήθος ανέργων.

Επιπλέον είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα ποσοστά ευρωσκεπτικισμού και τα χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής του ευρώ, από την ένταξη στο οποίο η Ιταλία – για πολλούς λόγους και όποιος και αν ευθύνεται για αυτό – δεν κέρδισε σχεδόν τίποτε, ή πάντως πολύ λίγα. Η Ολλανδία και η Γερμανία έχουν κερδίσει τα περισσότερα, σε δυσανάλογα ποσοστά εν σχέσει με την συνεισφορά τους.

Σε αυτό το σύνθετο φόντο που ορίζει το πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικό καθεστώς της χώρας, η Ιταλία σήμερα βλέπει και ακούει κάποια από τα κράτη μέλη με τα οποία από κοινού έκαναν τα πρώτα μεγάλα βήματα για την Ενωμένη Ευρώπη, να της κουνάνε το δάχτυλο. Την στιγμή κατά την οποία αντιμετωπίζει τον όλεθρο από τον μαζικό αφανισμό ανθρώπινων ζωών και της οικονομικής και παραγωγικής της βάσης λόγω της πανδημίας, οι Ολλανδοί και οι Γερμανοί αρνούνται πεισματικά την αλλαγή πλεύσης της Ενωσης και βλέπουν την Ιταλία ως «πελάτη».

Θέλουν να της δώσουν δάνεια, τα οποία θα παρουσιάσουν ως βοήθεια, ονειρεύονται να επιβάλλουν μνημόνια και να εφαρμόσουν την εμποροκρατική τους αντίληψη.

Με όλα αυτά το ευρωπαϊκό εγχείρημα μοιάζει σήμερα περισσότερο από ποτέ με μία απλή απόπειρα μερικών δεκαετιών – απλώς μία στιγμή της Ιστορίας.

Φανερώνουν αυτές οι εξελίξεις και το πόσο αδύναμες είναι οι ευρωπαϊκές τάχα ηγέτιδες δυνάμεις, να συλλάβουν το μέγεθος της αλλαγής που έχει ήδη συντελεστεί σε όλα τα πεδία και επίπεδα. Ακόμη και σε ό,τι τις αφορά.

Πώς φαντάζονται φερ’ επείν οι κυβερνήσεις του Βερολίνου και του Αμστερνταμ ότι θα αντιδράσει η Ιταλία;

Τι πιστεύουν ότι θα κάνει όταν (ή ορθότερα: αν) συζητηθεί ο επόμενος προϋπολογισμός της Ενωσης; Τι στάση πιστεύουν ότι θα τηρήσει η Ιταλία γενικότερα ως προς τις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές; Και αν αυτή εξακολουθήσει να είναι η στάση του «βορρά», πώς φαντάζονται οι εκπρόσωποί του το μέλλον της Ευρώπης, όχι σε 50 αλλά μόλις σε δύο-τρία ή πέντε χρόνια;

Τα όσα εξελίσσονται σήμερα μπροστά στα μάτια μας, μπορεί να φωτίζουν πολλές πτυχές μίας πραγματικότητας που είχαμε απωθήσει. Επειτα από τις μεγάλες δοκιμασίες των τελευταίων δεκαετιών, την χρηματοπιστωτική κρίση, την ελληνική κρίση, την προσφυγική κρίση και το Brexit, η Ευρώπη περιέρχεται σε μία κατάσταση, όπου θα δυσκολεύεται η ίδια να εξηγήσει τα οφέλη από την συμμετοχή των κρατών μελών στις δομές της.

Και ενδεχομένως η Ιταλία να δείξει, ότι δεν θα έχει πλέον νόημα καν να τεθεί ζήτημα αποχώρησης από την Ευρώπη. Αν συνεχίσει έτσι η Ενωση, θα αυταναφλεγεί και θα καταστραφεί από μόνη της…