Οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν κατάφεραν έπειτα από μία μαραθώνια τηλεδιάσκεψη 16 ωρών που ξεκίνησε το απόγευμα της Τρίτης 7 Απριλίου και ολοκληρώθηκε το πρωϊ της Τετάρτης 8 Απριλίου να συμφωνήσουν σε μια στρατηγική για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Ο Πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο ανακοίνωσε ότι η συζήτηση θα συνεχιστεί αύριο, Πέμπτη 9 Απριλίου, με την ελπίδα ότι το χάσμα μεταξύ της Ιταλίας (κυρίως) και της Ολλανδίας, θα μπορέσει να γεφυρωθεί ώστε να μην παραταθεί μία παράλυση που ευθέως θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της Ένωσης να αντιμετωπίσει την τρέχουσα κρίση.
Την ώρα που η ΕΕ μπορεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μία βαθύτατη ύφεση, οι διαιρέσεις που είχαν εμφανιστεί κατά την κρίση χρέους τα προηγούμενα χρόνια μοιάζει να έχουν επανεμφανιστεί απαράλλακτες. Δεν είναι μάλιστα σαφές πόση πρόοδος θα μπορούσε να επιτευχθεί κατά την αυριανή τηλεδιάσκεψη, από τη στιγμή μάλιστα που οι κινήσεις της ΕΚΤ έχουν προς το παρόν αποσύρει τις πιέσεις των αγορών στα ομόλογα των κρατών – μελών, στοιχείο που θα μπορούσε να διευκολύνει τον δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών είτε των δημοσίων συστημάτων υγείας είτε γενικότερης της ανάσχεσης των δυσμενών επιπτώσεων.
Σύμφωνα και με το ρεπορτάζ του Bloomberg, δύο αξιωματούχοι με γνώση των συζητήσεων τόνισαν ότι ο κύριος λόγος για την αποτυχία των διαβουλεύσεων στο Eurogroup ήταν η διαμάχη μεταξύ Ολλανδίας και Ιταλίας σχετικά με τους όρους που συνδέονται με την πιθανή χρήση προληπτικών πιστωτικών γραμμών (ECCL) από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για τη χρηματοδότηση των δαπανών που απαιτούνται για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας.
Υπενθυμίζεται ότι οι υπουργοί Οικονομικών συζητούσαν επί τριών, κυρίως, προτάσεων. Η πρώτη πρόταση ήταν να αξιοποιηθεί ο ESM ώστε να προσφέρει χρηματοδότηση (υπό μορφή δανείων) ύψους έως 2% του ΑΕΠ των κρατών – μελών. Το βασικό πρόβλημα κατά τη συζήτηση αυτής της πρότασης εστιάζεται
στην αιρεσιμότητα (conditionality) που θα συνοδεύει μία πιστωτική γραμμή και πιο συγκεκριμένα για το αν θα συμπεριλαμβάνονται όροι σε σχέση με τη μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα. Η συμβιβαστική πρόταση την οποία δεν δεχόταν η Χάγη είναι ότι από τη στιγμή που υπάρχουν οι προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και οι μηχανισμοί παρακολούθησης (surveillance mechanisms) δεν χρειάζονται επιπλέον όροι.
Η δεύτερη ιδέα είναι η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγυήσεων που θα διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το οποίο θα μπορούσε να κινητοποιήσει περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια ευρώ με σκοπό την ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η τρίτη πρόταση αφορά σε ένα πρόγραμμα που έχει προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συνολικού ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, με σκοπό τη διασφάλιση θέσεων εργασίας.
Επιπλέον, στο τραπέζι ετέθη και η πρόταση της γαλλικής κυβέρνησης επί ενός σχεδίου για τη δημιουργία ενός προσωρινού αποθεματικού ταμείου ύψους 3% του ΑΕΠ της ΕΕ, διάρκειας ζωής 5-10 ετών και θα χρηματοδοτείται από την κοινή έκδοση ομολόγων για την αμοιβαία κάλυψη του κόστους της κρίσης. Το σχέδιο είναι προφανώς αμφιλεγόμενο, καθώς μοιάζει με μια ιδέα που υποστηρίζεται από αρκετές χώρες της ευρωζώνης για τα λεγόμενα ευρωομόλογα ή «κορωνο-ομόλογα».
Η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία έχουν ταχθεί καθαρά εναντίον της έκδοσης ευρωομολόγων και της αμοιβαιοποίησης χρέους. Η Γερμανία έχει μετακινηθεί σε μία πιο «γκρίζα ζώνη» αν και επί της αρχής τάσσεται εναντίον της αμοιβαίας έκδοσης χρέους. Επιδιώκει ίσως να κινηθεί πιο συμβιβαστικά με σκοπό να προσεγγίσει και τη Γαλλία. Μάλιστα ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ και ο γερμανός ομόλογός του Όλα Σολτς «τιτίβισαν» μετά τη συνάντηση, λέγοντας ότι θα συνεργαστούν μεταξύ τους και καλώντας όλα τα κράτη – μέλη να επιτύχουν μια συμφωνία.