Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης εισήλθαν στην εποχή της νεωτερικότητας, δηλ. στη σύγχρονη εποχή από τα τέλη του 18ου αιώνα περίπου και σταδιακά ακολούθησαν οι άλλες χώρες του κόσμου. Βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής είναι η κυριαρχία του ορθολογισμού και της επιστήμης στη θέση της μεταφυσικής πίστης, η ανάπτυξη καπιταλιστικών δομών, η ανάδυση του έθνους-κράτους και του «κράτους δικαίου», η διάλυση των προσωπικών σχέσεων της μικρής κοινότητας και η δημιουργία απρόσωπων κοινωνιών, η εμφάνιση απόμακρων συστημάτων και θεσμών και τέλος η εμπέδωση της εμπιστοσύνης σε αυτά τα συστήματα και τους θεσμούς, η οποία είναι απολύτως απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία και ανάπτυξη αυτού του νεωτερικού κοινωνικού συστήματος.
Προφανώς, η εξέλιξη των κοινωνιών προς τη σύγχρονη νεωτερική εποχή δεν είναι ούτε γραμμική ούτε πραγματοποιείται με την ίδια ταχύτητα παντού. Εξαρτάται από την ιστορική διαδρομή κάθε κοινωνίας. Στις κοινωνίες της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίες είχαν μια συγκεκριμένη ιστορική πορεία και έχουν εμποτισθεί με τον προτεσταντισμό, εισήλθαν πρώτες στη νεωτερική εποχή και γρήγορα εμπεδώθηκε το κρίσιμο χαρακτηριστικό για τη λειτουργία αυτών των νεωτερικών, απρόσωπων πλέον, κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων: Η εμπιστοσύνη. Οι χώρες γύρω από τη Βόρεια Θάλασσα ανέπτυξαν την αναγκαία εμπιστοσύνη στα ορθολογικά συστήματα και τους θεσμούς.
Αντίθετα, άλλες χώρες της Ευρώπης, πιο νότιες, που είχαν διαφορετικές ιστορικές διαδρομές και κυριαρχούσε ο καθολικισμός και η ορθοδοξία, ως πολιτιστικό υπόβαθρο, καθυστέρησαν να εισέλθουν στη νεωτερική εποχή και να εμφανίσουν τα χαρακτηριστικά της. Καθυστέρησαν, δηλαδή, και στην κυριαρχία του ορθολογισμού και της επιστημονικής γνώσης και στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών δομών και στην αποπροσωποποίηση των κοινωνικών σχέσεων και, πάνω απ’ όλα, στην εμπέδωση εμπιστοσύνης στα απόμακρα συστήματα και θεσμούς, όπως είναι το κράτος, η επιστημονική κοινότητα κ.ά., και όχι μόνο στην οικογένεια και στους φίλους.
Σε «κανονικές» εποχές, αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης εκφράζεται με τη φοροδιαφυγή (καχυποψία έναντι του κράτους), με την καχυποψία στα μεγάλα εταιρικά επιχειρηματικά σχήματα με συνέπεια την κυριαρχία των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, με την επιβίωση της πελατειακής προσωπικής εξυπηρέτησης, με την αναξιοκρατία (ο φίλος είναι πάντα καλύτερος), ακόμη και με την καχυποψία στις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ελλειψη εμπιστοσύνης, γενικότερα, σε όσους και ό,τι δεν γνωρίζουμε.
Στη σημερινή εποχή της πανδημίας, όμως, η εμπιστοσύνη στον ορθολογισμό, στο κράτος και στην επιστημονική κοινότητα αποτελούν τους κρισιμότερους παράγοντες, ώστε οι άνθρωποι να πειστούν να μην έρχονται σε στενή επαφή μεταξύ τους, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση της ασθένειας. Η ελληνική κοινωνία συμπεριφέρεται, σε όρους εμπιστοσύνης, καλύτερα, ίσως, από άλλες μεσογειακές χώρες, αλλά σαφώς χειρότερα από τις βόρειες χώρες της Ευρώπης. Πολλοί Ελληνες δεν έχουν εμπιστοσύνη στις οδηγίες του κράτους και της επιστημονικής κοινότητας, οι οποίες στηρίζονται στον ορθολογισμό της επιστήμης και αντιδρούν, θεωρώντας ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, όπως λένε «αυτοί οι επιστήμονες», διαδίδοντας συχνά διάφορες ανορθολογικές «θεωρίες συνωμοσίας».
Ευτυχώς, η ελληνική κυβέρνηση εμπιστεύεται την επιστημονική κοινότητα και τον ορθό λόγο και επιβάλλει όλο και περισσότερες αναγκαίες απαγορεύσεις συναθροίσεων, αγνοώντας το πολιτικό κόστος, πράγμα που δεν είναι αυτονόητο στη χώρα μας.
Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.