Από την ημέρα που εισέβαλλε στην καθημερινότητα μας η πανδημία του κορωνοϊού, όλη η χώρα βρίσκεται σε μια αέναη περιδίνηση ανάμεσα στον φόβο για την δημόσια και ατομική υγεία από τη μία και στην οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια από την άλλη.
Η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε δομικές παρεμβάσεις στο εργασιακές σχέσεις, ενώ ο Υπουργός Εργασίας κ. Γιάννης Βρούτσης σε τηλεοπτική του συνέντευξη μεγαλόστομα διεκήρυξε ότι «νομοθετεί από την αρχή ένα νέο εργατικό δίκαιο», εννοώντας, ελπίζω καλόπιστα, ότι στα πλαίσια της έκτακτης ανάγκης της οικονομικής κρίσης που εκτυλίσσεται ως συνέπεια της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού, πρέπει να ληφθούν έκτακτα μέτρα.
Ήταν απαραίτητο να γίνουν αλλαγές; Δεν τίθεται αμφιβολία ότι σε τέτοιες πρωτοφανείς καταστάσεις στραγγαλισμού της αγοράς, κατακόρυφης μείωσης του κύκλου εργασιών του συνόλου της οικονομίας και κινδύνου απώλειας χιλιάδων θέσεων εργασίας, είναι απαραίτητα έκτακτα μέτρα. Μάλιστα στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα άργησαν, με αποτέλεσμα να χαθούν από 1 Μαρτίου έως 18 Μαρτίου 40.000 θέσεις εργασίας. Το εργατικό δίκαιο της «κανονικότητας» επιτρέπει τις απολύσεις ως άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ειδικά μετά την κατάργηση της διάταξης για την βασιμότητα του λόγου απόλυσης, που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2019, ενώ η ακυρότητα τους κρίνεται μόνο στις δικαστικές αίθουσες, οι οποίες είναι κλειστές στην παρούσα φάση λόγω της πανδημίας. Αν δεν λαμβάνονταν άμεσα μέτρα, σήμερα θα μετρούσαμε εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια κατεύθυνση έπρεπε να έχουν τα έκτακτα μέτρα αυτά, πόσο επαρκή είναι, ποιούς έχουν ως προτεραιότητα να προστατεύσουν και ποια ημερομηνία λήξης έχουν; Στα ερωτήματα αυτά οι μέχρι τώρα απαντήσεις που έχουμε πάρει, μέσα από τη θέσπιση των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και των Υπουργικών αποφάσεων, εύλογα γεννούν καχυποψία.
Ας προχωρήσουμε, όμως, σε μια σύντομη επισκόπηση των βασικών μέτρων, που έλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης του κορωνοϊού στην οικονομία και στην εργασία.
Προχώρησε στην αναστολή της υποχρέωσης των εργοδοτών να καταχωρούν στο σύστημα «Εργάνη» τις αλλαγές ή τροποποιήσεις ωραρίων των εργαζομένων με πρόσχημα τις «ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν». Οι αλλαγές πλέον θα αναγγέλλονται εντός του πρώτου δεκαημέρου του επόμενου μήνα από τον μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν είναι δυνατός πλέον ο έλεγχος -και ο καταλογισμός προστίμου σε περίπτωση παράβασης- για πιθανή παράνομη απασχόληση πέραν του συμβατικού ωραρίου του εργαζομένου: υπερωριακή απασχόληση ή απασχόληση κατά την έκτη ημέρα και Κυριακή, καθώς ο εργοδότης που θα βρεθεί –στα πλαίσια πιθανού ελέγχου- να απασχολεί εργαζόμενο του πέραν του ωραρίου του θα μπορεί εύκολα να ισχυριστεί ότι θα δήλωνε την τροποποίηση νομίμως μεταγενέστερα. Κρίσιμο είναι αν η αλλαγή αυτή θα ισχύσει αυστηρά για την περίοδο της υγειονομικής κρίσης ή αν θα παραμείνει για μικρό ή μεγάλο διάστημα και μετά τον τερματισμό αυτής. Στην δεύτερη περίπτωση θα αποτελέσει κίνητρο για ένταση των αυθαιρεσιών στους χώρους εργασίας και σε συνδυασμό με την εργασιακή ανασφάλεια, που ενδέχεται να επικρατήσει το επόμενο διάστημα, θα λειτουργεί ως λόγος ανοχής των εργαζομένων στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους.
Προκειμένου να απαλλάξει τις επιχειρήσεις, που είτε έκλεισαν με υπουργική απόφαση είτε υπολειτουργούν (όπως οι περισσότερες σήμερα) λόγω συρρίκνωσης του κύκλου εργασιών τους, από το ομολογουμένως δύσκολα εξυπηρετήσιμο κόστος καταβολής των μισθοδοσιών, θεσμοθέτησε τη δυνατότητα αναστολής των συμβάσεων εργασίας. Παράλληλα , αλλά μόνο τις επιχειρήσεις που έχουν παραμείνει ανοιχτές αλλά υπολειτουργούν (ΚΑΔ πληττόμενων επιχειρήσεων) θέσπισε απαγόρευση των απολύσεων στο μέλλον (μετά την λήξη της αναστολής σύμβασης) για διάστημα ισόχρονο της διάρκειας της αναστολής. Ανέλαβε δε η πολιτεία να καταβάλλει έναντι μισθού το ποσό των 800 ευρώ για το διάστημα 45 ημερών από 15 Μαρτίου έως 30 Απριλίου του 2020, δηλαδή 533 ευρώ το μήνα. Ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών του Νότου που δεν διακρίνονται για την δημοσιονομική τους άνεση, αναπληρώνουν σε μεγάλο βαθμό τα εισοδήματα των μισθωτών από τα αποθεματικά τους, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να καταβάλλει ποσό μικρότερο από τον κατώτατο μισθό. Συγκεκριμένα, η υπερφιλελεύθερη κυβέρνηση Τζόνσον στην Μεγάλη Βρετανία (δεν συγκρίνω προφανώς την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, όπου η ελληνική κυβέρνηση μέχρι στιγμής έχει κατά κοινή ομολογία διαχειριστεί ευτυχώς αποτελεσματικότερα από άλλες χώρες) αποφάσισε να επιδοτήσει το 80% των μισθών στους μισθωτούς και το 80% των κερδών στους ελεύθερους επαγγελματίες έως και 2.500 λίρες το μήνα για τρεις μήνες). Είτε στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες υπάρχουν «λεφτόδεντρα» είτε η κυβέρνηση έχει οριοθετήσει λανθασμένα ή τουλάχιστον μεροληπτικά τις προτεραιότητες της. Ακόμα και αν προσπεράσουμε το χαμηλό ποσοστό αναπλήρωσης των αποδοχών, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η πολιτεία έχει μέχρι στιγμής εξαιρέσει από την επιδότηση τις συνήθεις ανυπεράσπιστες περιπτώσεις υποκρυπτόμενης σχέσης εργασίας, τους εργαζόμενους με μπλοκάκι και τους απασχολούμενους με εργόσημο. Οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι επίσης έχουν παραμείνει «αόρατοι» για την κυβέρνηση, καθώς ενώ οι επιχειρήσεις, στις οποίες πραγματικά παρέχουν την εργασία τους, έχουν διακόψει δραστηριότητα, οι επιχειρήσεις με τις οποίες έχουν σύμβαση εργασίας, έχουν εξαιρεθεί από τους πληττόμενους ΚΑΔ, με αποτέλεσμα να απολύονται και μην δικαιούνται το επίδομα των 800 ευρώ. Καμία μέριμνα δεν έχει ληφθεί για τους μη επιδοτούμενους ανέργους (μόνο το 15% των ανέργων λαμβάνει επίδομα ανεργίας), για τους εποχικούς εργαζόμενους στον τουρισμό, που δεν πρόλαβα να καταρτίσουν σύμβαση εργασίας, και τους εν αναμονή συνταξιούχους, που δεν λαμβάνουν προσωρινή σύνταξη.
Θέσπισε τη δυνατότητα του εργοδότη με μονομερή του απόφαση να λειτουργεί την επιχείρηση του με προσωπικό ασφαλείας και να θέτει έως και το 50% του προσωπικού τους σε σύστημα εκ περιτροπής εργασίας με απασχόληση τις μισές ημέρες του μήνα. Μισές ημέρες σημαίνει βέβαια και μισές αποδοχές. Δυνατότητα μονομερούς επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας ίσχυε βέβαια στο εργατικό μας δίκαιο ήδη από την θέση σε ισχύ του ν. 3846/2010. Η διαφορά με την προηγούμενη διάταξη είναι ότι αυτή προέβλεπε προηγουμένως διαβούλευση με τους εργαζομένους και ότι δεν επιτρεπόταν ταυτόχρονα μια σύμβαση να είναι και εκ περιτροπής (λιγότερες ημέρες) και σύμβαση μερικής απασχόλησης. Η καινοτομία της νέας διάταξης είναι ακριβώς αυτή, ότι δηλαδή ο εργοδότης μπορεί να μετατρέψει μονομερώς (πριν μπορούσε μόνο με συναίνεση) μια σύμβαση μερικής απασχόλησης (π.χ. τετράωρης ημερήσιας απασχόλησης) παράλληλα σε σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή απασχόλησης μισές μέρες το μήνα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος θα απασχολείται 12 ημέρες το μήνα με τετράωρο ημερήσιο ωράριο, δηλαδή με αναφορά στο κατώτατο μισθό να λαμβάνει αποδοχές από 180 έως 200 ευρώ το μήνα, πολύ λιγότερα από έναν εργαζόμενο που βρίσκεται σε αναστολή σύμβασης. Ενώ η από 20-3-2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου χορηγούσε γενικά το δικαίωμα αυτό σε όλες τις επιχειρήσεις, το Υπουργείο Εργασίας με διευκρινιστική υπουργική απόφαση περιόρισε το δικαίωμα αυτό μόνο στις πληγείσες επιχειρήσεις (ΚΑΔ που έχει ανακοινώσει το Υπουργείο Οικονομικών ως πληγείσες δραστηριότητες). Αυτό δεν αναιρεί το δικαίωμα στις υπόλοιπες επιχειρήσεις, που δεν έχουν πληγεί, να προχωρήσουν μονομερώς σε μετατροπή τη σύμβασης σε εκ περιτροπής, βάσει της διάταξης του ν. 3846/2010, η οποία δεν έχει καταργηθεί και ισχύει παράλληλα, με μόνη διαφορά ότι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μερική απασχόληση. Επίσης με την πρόσφατη υπουργική απόφαση, οι επιχειρήσεις μπορούν να αναστείλουν τις συμβάσεις της πλειοψηφίας των εργαζομένων και ταυτόχρονα να θέσουν σε σύστημα εκ περιτροπής το εναπομείναν προσωπικό.
Σχετικά με την απαγόρευση απολύσεων, αυτή ισχύει μόνο για τις επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει λειτουργία με κρατική απόφαση (ούτως ή άλλως δεν βαρύνονται με υποχρέωση καταβολής μισθού, άρα δεν είχαν λόγο να απολύσουν) και για τις επιχειρήσεις που θα κάνουν χρήση του δικαιώματος αναστολής συμβάσεων ή λειτουργίας με προσωπικό ασφαλείας. Οι επιχειρήσεις που δεν έχουν θεωρηθεί πληγείσες ή εκείνες που αν και θεωρούνται πληγείσες δεν κάνουν χρήση της αναστολής σύμβασης μπορούν ελεύθερα να προχωρήσουν σε απολύσεις. Για τις επιχειρήσεις που έκλεισαν με υπουργική απόφαση, άκυρες θεωρούνται μόνο οι απολύσεις από 18 Μάρτιου και μετά (40.000 απολύσεις έγιναν πριν τις 18) ενώ η απαγόρευση απολύσεων ισχύει μόνο για το διάστημα που δεν λειτουργεί η επιχείρηση . Αμέσως μετά (οι επιχειρήσεις που έκλεισαν με υπουργική απόφαση) την λήξη αναστολής λειτουργίας , βάσει της διάταξης μπορεί να προχωρήσει σε απολύσεις.
Προφανώς και είναι κομβικό για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και των μακροπρόθεσμων συνεπειών της, να στηριχθούν οι επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επιχειρήσεις (και κυρίως οι μικρομεσαίες) με τον τζίρο στο ναδίρ, χρειάζονται προσωρινά μια ευελιξία στα ωράρια των εργαζομένων. Είναι δεδομένο ότι τα αποθεματικά τους στις πιο πολλές περιπτώσεις, δεν αρκούν για να καλύπτουν τους μισθούς στο άμεσο μέλλον αν συνεχιστεί η κρίση του κορωνοϊού. Δεν πρέπει, όμως, το κόστος της στήριξης των επιχειρήσεων να το πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Αυτό θα κάνει ζημιά πρωτίστως στην οικονομία, καθώς χωρίς αγοραστική δύναμη στους πολλούς, η ζήτηση θα καταρρεύσει. Αν δεν ληφθούν από τώρα οριζόντια και εμπροσθοβαρή μέτρα ενίσχυσης με ισορροπημένο τρόπο και των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, την επόμενη ημέρα μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης θα ξεσπάσει άνευ προηγουμένου οικονομικό-κοινωνική κρίση και η ανεργία θα ξεπεράσει τα «ρεκόρ» της Μνημονιακής περιόδου. Στην αντιμετώπιση της σημερινής πολυεπίπεδης κρίσης δεν χωρούν ιδεοληψίες. Το κράτος οφείλει να είναι παρών όχι μόνο σήμερα, αλλά και αύριο. Η ανάταξη της οικονομίας και η προστασία της κοινωνικής ειρήνης περνάει από μέτρα που πρέπει να ληφθούν τώρα. Να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα στις εργασιακές σχέσεις έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα και να δοθούν ισχυρά κίνητρα για αποφυγή απολύσεων και αυθαιρεσιών. Να μην αφεθούν να λειτουργήσουν ανεξέλεγκτες οι εκκαθαριστικές δυνάμεις της αγοράς την επόμενη μέρα. Οι επιχειρήσεις που σήμερα στηρίζονται να δεσμευθούν για διατήρηση των θέσεων εργασίας και των όρων των συμβάσεων. Χρειάζεται να εκπονηθεί άμεσα γενναίο πρόγραμμα δημοσιονομικών παρεμβάσεων, δημοσίων επενδύσεων και κρατικών εγγυήσεων για την επόμενη ημέρα.
Ο κ. Κώστας Δ. Τσουκαλάς είναι δικηγόρος