Η υπόθεση με δύο λόγια έχει ως εξής: Ζευγάρι, λίγο πριν ή λίγο μετά τα τριάντα, εκείνος διασώστης, εκείνη σεφ και ιδιοκτήτρια café-εστιατορίου, πρέπει να πληρώνει το δάνειο για το σπίτι του στο Λονδίνο και αγωνίζεται για να τα καταφέρει. Οταν υπενοικιάζει ένα δωμάτιο σε μία πρώην ολυμπιονίκη συγχρονισμένης κολύμβησης αλλάζει η γεωμετρία της σχέσης τους. Η «Trigonometry» είναι μια σειρά με ένα all-star επιτελείο, καθώς το σενάριο υπογράφουν ο θεατρικός συγγραφέας Ντάνκαν Μακ Μίλαν (έχει συμμετάσχει και στη συγγραφή σεναρίου για την πολυβραβευμένη σειρά «Τhe Crown») και η Εφι Γουντς, ενώ την παραγωγή έχουν αναλάβει οι Τέσα Ρος και Τζουλιέτ Χάουελ της House Productions (πρόσφατη δουλειά τους και το «Brexit» με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς). Η είδηση είναι βέβαια ότι η σκηνοθεσία των πρώτων πέντε επεισοδίων (συνολικά είναι οκτώ) ανήκει στην Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη. Πράγμα που σημαίνει ότι οι έξυπνοι, γρήγοροι και κωμικοί «στα όρια του screwball» διάλογοι του σεναρίου «με τη βαθιά ριζωμένη ανθρωπιά», όπως το περιγράφει η ίδια στη διάρκεια της επικοινωνίας μας από την Ατλάντα όπου βρίσκεται, αναδεικνύονται με μια χαμηλών τόνων και τρυφερή κινηματογραφική γλώσσα µε έντονη προσωπικότητα.
Είναι βέβαια και οι ηθοποιοί που μεταφέρουν τον επιθυμητό τόνο και που στην περίπτωση του «Trigonometry» είναι του βεληνεκούς των Γκάρι Καρ, Ταλίσα Τεξέιρα και Αριάν Λαμπέντ. «Το Λονδίνο είναι ένα καταπληκτικό μέρος για να κάνεις κάστινγκ γιατί έχει απίθανους ηθοποιούς. Αναζητούσαμε νέους ανθρώπους με ενδιαφέρουσες και δυνατές προσωπικότητες. Η Ταλίσα ήρθε στην πρώτη οντισιόν που κάναμε και εντυπωσιάστηκα μαζί της. Επειτα ήταν ο Γκάρι. Είχαμε κανονίσει να μιλήσουμε στο Skype για 15 λεπτά γιατί εκείνος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη και κάποιες φορές οι οντισιόν γίνονται και διαδικτυακά. Τελικά καταλήξαμε να μιλάμε δυόμισι ώρες. Για ταινίες, για μουσική, για τα αγαπημένα μας βιβλία. Συνειδητοποίησα ότι είναι ένας ιδιαίτερα έξυπνος, καλλιεργημένος, όμορφος και πολύ τρυφερός άνθρωπος, ο οποίος ταυτόχρονα έχει ισχυρές απόψεις και προτιμήσεις. Είναι πολύ σημαντικό για εμένα γιατί συνεργάζομαι πολύ στενά με τους ηθοποιούς και κάθε ένας φέρνει δικά του στοιχεία στον χαρακτήρα που υποδύεται. Με την Αριάν είχα ήδη δουλέψει, όπως γνωρίζετε (σ.σ.: στο «Attenberg» του 2010 αλλά και στη μικρού μήκους «The Capsule» του 2012). Ηδη από το αρχικό σενάριο ο χαρακτήρας της δεν ήταν αμιγώς Βρετανή αλλά Βρετανοδανή, οπότε δεν ήταν μεγάλη αλλαγή να γίνει Βρετανογαλλίδα και να κρατήσει την προφορά της. Επειτα η Αριάν είναι αθλητικός τύπος γιατί είναι χορεύτρια, οπότε της ήταν πιο εύκολο να εκπαιδευτεί στη συγχρονισμένη κολύμβηση, και ως method actor που είναι ήξερα ότι θα ξεκινούσε αμέσως την προπόνηση. Σε όλες τις σκηνές στο νερό, εκτός ίσως από δύο λήψεις, παίζει η Αριάν και όχι μια σωσίας».
Μια διεθνής auteur από την Αθήνα
Το «Trigonometry» είναι η πρώτη δουλειά της Τσαγγάρη για την τηλεόραση, αν εξαιρέσει δηλαδή κανείς τη σκηνοθεσία δύο επεισοδίων στην τρίτη σεζόν της σειράς «Borgia» με τίτλο «Triumph and Oblivion» (2014). Το «Chevalier» (2015), που είχε συν-γράψει με τον Ευθύμη Φιλίππου, είναι η τελευταία της κινηματογραφική δουλειά, ενώ στο μεταξύ δεν σταμάτησε να δραστηριοποιείται και ως παραγωγός. Αναμφίβολα είναι μία από τις πιο λαμπρές ελληνίδες auteurs ή «film people», αν και η διεκδίκηση της εντοπιότητας σε περιπτώσεις σαν τη δική της είναι πάντα περιοριστική και επί της ουσίας αχρείαστη. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και συνέχισε με τις «αναπαραστατικές τέχνες» στο περίφημο Tisch School of the Arts στη Νέα Υόρκη αλλά όλα άλλαξαν όταν βρέθηκε τυχαία στο πλατό της ταινίας «Slacker» (1990) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ («Πριν τα μεσάνυχτα») και έπαιξε έναν μικρό ρόλο. Τελικά έκανε και σπουδές σκηνοθεσίας στο Πανεπιστήμιο του Οστιν στο Τέξας με αποτέλεσμα η ταινία της «Fit» (1994) να βρεθεί υποψήφια στα σπουδαστικά Οσκαρ. Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που υπέγραψε, με τίτλο «Η διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ» (2000), αγοράστηκε από το ΜοΜΑ για τη μόνιμη συλλογή του, ενώ το «Attenberg» απέσπασε τη σημαντική διάκριση του Lina Mangiacapre Award στο 67ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας και σειρά βραβείων διεθνώς.
Στη νέα της σκηνοθετική δουλειά λοιπόν μεταβαίνει δηλαδή σε ένα μέσο που είναι κατ’ εξοχήν «creator driven», όπως λέγεται στη γλώσσα των μεγάλων τηλεοπτικών στούντιο, δηλαδή φέρει πρωτίστως τη σφραγίδα του εμπνευστή και σεναριογράφου του (σκεφτείτε την περίπτωση του Ντέιβιντ Σάιμον και του «The Wire») και όχι του σκηνοθέτη, όπως συμβαίνει αντίστοιχα στον κινηματογράφο και βεβαίως και στην περίπτωσή της.
«Ναι, έτσι είναι. Ημουν εκεί για να υπηρετήσω το σενάριο. Πολύ θα ήθελα κάθε επεισόδιο να είχε διάρκεια μιάμιση ώρα, αλλά είχαμε τον αυστηρό περιορισμό των 45 λεπτών. Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν η ταχύτητα με την οποία έπρεπε να σκηνοθετήσω, ενώ μου αρέσει να δουλεύω με αγωνιωδώς αργό ρυθμό και μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Ηταν σκέτη τρέλα, υπήρξαν στιγμές που νόμιζα ότι θα πάθω καρδιακή προσβολή. Δημιουργήσαμε όμως έναν όμορφο κωδικό επικοινωνίας και μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Σον Πράις Γουίλιαμς αναπτύξαμε ένα είδος χορογραφίας ανάμεσα στους ηθοποιούς και στην κάμερα προκειμένου να μη βγει ένα ξύλινο αποτέλεσμα. Γυρνούσαμε όλη τη σκηνή με τη μία και κανένας ηθοποιός δεν ήξερε πότε θα φαίνεται στο κάδρο και πότε όχι, γιατί ήταν διαρκώς παρόντες. Είχα το πιο υπέροχο συνεργείο, το οποίο επιδιδόταν σε αυτόν τον χορό καθημερινά για δέκα ώρες». Είναι πράγματι ορατή αυτή η αρμονία και η ρευστότητα στις κινήσεις και στις λήψεις, η οργανική σύνδεση μεταξύ χώρων, ηθοποιών και διαλόγων. Οπως συμβαίνει στη ζωή δηλαδή, αλλά δίχως την άκαμπτη πεζότητά της. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια σκηνή όπου το ζευγάρι των Καρ και Τεξέιρα συναντιέται για λίγα λεπτά όταν ο ένας γυρίζει στο σπίτι το πρωί μετά από τη βραδινή βάρδια και η άλλη πρέπει να φύγει για την πρωινή δουλειά της. Η Τσαγγάρη τούς έχει τραβήξει αγκαλιασμένους να κάνουν τον γύρο του διαμερίσματός τους, μια μικρή κοινή, βουβή βόλτα συνοδεία της υπέροχης μουσικής του Αλέξη Γράψα (έχει γράψει μουσική και για τη σειρά «Empire»), προτού τραβήξουν ξανά τους κοινούς, χωριστούς δρόμους τους.
Τηλεόραση όπως καλό σινεμά
Προτού αρχίσει να προβάλλεται από τους δέκτες του BBC2 (ή από την Cοsmote TV στην Ελλάδα), η σειρά έκανε πρεμιέρα στο τμήμα «Berlinale Series» του Διεθνούς Φεστιβάλ του Βερολίνου τον περασμένο Φεβρουάριο. «Κάναμε binge-watching με 600 ανθρώπους σε μια αίθουσα και ήταν μια φανταστική, κοινή εμπειρία. Μπορούσες να νιώσεις την αγάπη από το κοινό. Ηταν μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία θέασης για τηλεοπτική σειρά και στο τέλος όλοι χειροκροτούσαν όρθιοι». Κατά γενική ομολογία, οι τηλεοπτικές σειρές δεν είναι μόνο σαν τις καλύτερες κινηματογραφικές παραγωγές αλλά σε αρκετές περιπτώσεις τις ξεπερνούν. «Eίναι πολύ σημαντικό να προβάλλονται σειρές σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, ιδίως όταν οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου εργάζονται στην τηλεόραση και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διακρίνεις μεταξύ τους τα δύο είδη. Αλλωστε, η πιο τολμηρή οπτική γλώσσα εμφανίζεται στην τηλεόραση. Ενδεικτικά αναφέρω το «Twin Peaks» που είναι ένα αριστούργημα, ή το «Fleabag», αλλά και το «Atlanta»».
Οι τηλεοπτικές σειρές έχουν κατακλύσει την αγορά και όλο και περισσότεροι κινηματογραφιστές στρέφονται σε αυτές. Το εύλογο ερώτημα είναι αν θα μπορούσε και η Ελλάδα να αξιοποιήσει τους αδιαμφισβήτητα ταλαντούχους νέους σκηνοθέτες της, άνδρες και γυναίκες, οι ταινίες των οποίων ταξιδεύουν στο εξωτερικό και μέσω των Φεστιβάλ. Η art-house αισθητική τους θα μπορούσε να κάνει θαύματα με αξιόλογα τηλεοπτικά σενάρια τα οποία έχουν ως αποδέκτες ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό. «Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν συμβαίνει ήδη. Το μόνο πράγμα που το αποτρέπει είναι νομίζω ο φόβος και ο συντηρητισμός των commissioners στα κανάλια. Προτιμούνται οι παλαιομοδίτικες ιστορίες με τα παραδοσιακά μοντέλα οικογένειας και σχέσεων με τις έντονες συγκρούσεις όπου, για παράδειγμα, τα ζευγάρια απιστούν ή μισιούνται. Κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα και βλέπω λίγο τηλεόραση νιώθω σαν να μην έχουν προχωρήσει τα πράγματα απ’ όταν ήμουν μικρή τη δεκαετία του ’80. Είναι πραγματικά μια χαμένη ευκαιρία να μη χρησιμοποιείται το εκπληκτικό δημιουργικό δυναμικό που υπάρχει στη χώρα αλλά και οι σύγχρονες ιστορίες που αναδύονται από μια πολυπολιτισμική και σύγχρονη πόλη όπως η Αθήνα. Προσωπικά, δεν μου έχει ζητηθεί να σκηνοθετήσω κάποια σειρά στην Ελλάδα και ενώ αναπτύσσω μια ιδέα αυτόν τον καιρό η οποία θα ήταν υπέροχο να γυριστεί στη μητρική μου γλώσσα, αμφιβάλλω αν θα την υλοποιούσε κάποιος». Αραγε, υπό ποιες προϋποθέσεις θα το έβλεπε η ίδια να συμβαίνει; «Υπάρχουν διεθνείς πλατφόρμες ανάθεσης περιεχομένου όπως το Netflix και η Αmazon. Ισως αυτή να ήταν μια πιθανή κατεύθυνση. Ισως πάλι να μην το κάνω στην Ελλάδα αλλά κάπου αλλού, κάτι που είναι κρίμα».