H εμφάνιση του Opel Corsa στην ευρωπαϊκή αγορά το όχι και τόσο μακρινό 1983 σηματοδότησε τη στροφή προς μικρότερα και πιο προσιτά αυτοκίνητα από ένα ευρύτερο κοινό το οποίο είχε πάρει το μάθημα της πετρελαϊκής κρίσης που είχε ξεσπάσει μία δεκαετία νωρίτερα. Με την εμφάνιση της δεύτερης γενιάς του, εν έτει 1993, το Corsa εδραίωσε τον εαυτό του ως ένα από τα πλέον δημοφιλή αυτοκίνητα της κατηγορίας του, παραμένοντας σταθερά στο Top 10 των προτιμήσεων των Ευρωπαίων μέχρι σήμερα.
Η φετινή χρονιά θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως σημείο καμπής για την ιστορία του γερμανικού supermini, καθώς, από το 2020, η γκάμα του Corsa υποδέχεται στις τάξεις της μια αμιγώς ηλεκτροκίνητη έκδοση η οποία είναι διαθέσιμη μαζί με τις υπόλοιπες συμβατικές εκδόσεις που απαρτίζουν τη νέα, έκτη κατά σειρά, γενιά του.
Οικειότητα και καινοτομία
Εξωτερικά το Corsa-e δεν διαφέρει από τις εκδόσεις βενζίνης και diesel στο πλαίσιο της νέας τάσης περί κανονικοποίησης της ηλεκτροκίνησης, με ελάχιστα σχεδιαστικά στοιχεία να σηματοδοτούν τον ηλεκτρικό χαρακτήρα του. Αντιθέτως, ριζικά διαφορετική είναι η αθέατη «εικόνα», καθώς στο πάτωμα του Corsa-e φιλοξενούνται 18 συστοιχίες ιόντων λιθίου οι οποίες και συνδυαστικά αποτελούν μια μπαταρία απόδοσης 50 kWh.
To παζλ συμπληρώνει η παρουσία ενός ηλεκτροκινητήρα με ισχύ 136 ίππων, αλλά και η ροπή των 260 Nm που παραπέμπει σε hot-supermini. Ακόμα σημαντικότερη για τους δυνητικούς αγοραστές του ωστόσο είναι η μέγιστη αυτονομία την οποία υπόσχεται το Corsa-e και η οποία προσδιορίζεται σε 337 χλμ. βάσει του πρωτοκόλλου WLTP. Από την εμπειρία μας ωστόσο από το ομογάλακτο Peugeot e-208, σε πραγματικές συνθήκες το συγκεκριμένο μέγεθος περιορίζεται κατά περίπου 25%, ωστόσο ακόμα και έτσι παραμένει απολύτως αξιοπρεπές.
Ακριβώς επίσης χάρη στη συγγένεια με το e-208, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το Corsa-e έχει και μια αναλόγως ενδιαφέρουσα οδική συμπεριφορά. Στην ηλεκτροκίνητη έκδοση, η απόσταση από το έδαφος είναι κατά 6 εκατοστά μικρότερη σε σχέση με τις συμβατικές εκδοχές του μοντέλου, ενώ όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς υπάρχει και μια διαφορά στο βάρος λόγω των μπαταριών που αυξάνουν το αντίστοιχο μέγεθος σε 1.455 κιλά – έναντι 980 κιλών στη βενζινοκίνητη έκδοση.
Για την καλύτερη διαχείριση του επιπλέον βάρους, η Opel έχει ενισχύσει τη στρεπτική ακαμψία του πλαισίου κατά 30% σε σχέση με τις συμβατικές εκδόσεις του μοντέλου, ενώ στις διαφορές συγκαταλέγεται και η διαφορετική διάταξη της ανάρτησης για τον μπροστινό άξονα.
Επί της ουσίας, αν και το Corsa-e θα μπορούσε να σκοράρει υψηλότερα σε όρους ποιότητας κύλισης, διαθέτει ένα ιδιαιτέρως ακριβές σύστημα διεύθυνσης, επιδεικνύοντας μια σπορ όσο και εξόχως συμμετοχική για τον οδηγό συμπεριφορά σε δρόμους με αλληλουχίες στροφών.
Με την πίεση του δεξιού πεντάλ, τα 260 Nm ροπής είναι… αυτονόητα άμεσα διαθέσιμα, δίνοντας τη δυνατότητα στο Corsa-e να επιταχύνει από 0-100 χλμ./ώρα σε 8,1 δευτερόλεπτα, ενώ η μέγιστη ταχύτητα διαμορφώνεται σε 150 χλμ./ώρα. Ωστόσο, για να «ξεκλειδώσει» κανείς τη συνολική ισχύ των 136 ίππων θα πρέπει να επιλέξει το Sport από τα διαθέσιμα προγράμματα οδήγησης. Κατά την εκκίνηση το προεπιλεγμένο πρόγραμμα είναι το Normal, το οποίο περιορίζει την απόδοση ισχύος σε 110 ίππους, ωστόσο η πιο «λογική» επιλογή για την πλειονότητα των μετακινήσεων είναι το πρόγραμμα Eco, το οποίο, αν και περιορίζει την ισχύ σε 83 ίππους, μεγιστοποιεί τη διαθέσιμη αυτονομία χωρίς να προβληματίζει ακόμα και κατά τη μετακίνηση σε αυτοκινητοδρόμους.
Αστικής καταγωγής…
Εκεί που το Corsa-e όμως είναι πραγματικά «σπίτι του» είναι κατά τη μετακίνηση στην πόλη, όπου εκτός των άλλων η παρουσία του συστήματος ανάκτησης ενέργειας από τη διαδικασία πέδησης μπορεί να κάνει εφικτή την οδήγηση με ένα πεντάλ στην πλειονότητα των αστικών διαδρομών.
Σε ό,τι αφορά την αναπλήρωση της ενέργειας των μπαταριών, το Corsa-e υποστηρίζει όλες τις επιλογές φόρτισης μέσω απλής πρίζας, wallbox ή και μέσω ταχυφορτιστή, περίπτωση κατά την οποία οι μπαταρίες επαναφορτίζονται από 0% ως 80% σε μισή ώρα. Μέσω wallbox 11 kW (AC) η φόρτιση διαρκεί κατά μέσο όρο κάτι παραπάνω από 5 ώρες.
Το εσωτερικό του Corsa-e είναι σχεδόν πανομοιότυπο με τις ακριβότερες εξοπλιστικές εκδόσεις του συμβατικού εαυτού του, διαθέτοντας πλήρως ψηφιακό πίνακα οργάνων και στην κορυφαία διαμόρφωσή του οθόνη 10 ιντσών για το infotainment, η οποία, αν και εξαιρετική ως προς τη λειτουργικότητά της, δεν είναι εντυπωσιακή σε εμφάνιση.
Τα Apple CarPlay και Android Auto ανήκουν στον βασικό εξοπλισμό, ενώ, συνολικά, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι η ποιότητα που αντιλαμβάνεται γύρω του είναι υποδεέστερη του τιμήματος που αξιώνει το Corsa-e. Tην ίδια αίσθηση αποπνέουν και οι συμβατικές εκδόσεις του supermini, με τη διαφορά ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το επιπλέον τίμημα της ηλεκτροκίνητης έκδοσης δείχνει υπερβολικό για μια απολύτως συμβατική εικόνα.
Η ηλεκτροκίνηση επιβάλλει περιορισμούς και στον όγκο του πορτ μπαγκάζ, ο οποίος μειώνεται από 309 σε 267 λίτρα λόγω των χωροταξικών απαιτήσεων της μπαταρίας. Στα συν θα μπορούσε ωστόσο να συνυπολογίσει κανείς τον εξοπλισμό της έκδοσης με τα τελευταίας τεχνολογίας συστήματα ασφάλειας, υποβοήθησης οδηγού και άνεσης, μεταξύ των οποίων το σύστημα αναγνώρισης της οδικής σήμανσης, αυτό της αποτροπής ακούσιας αλλαγής λωρίδας, αυτόνομη πέδηση, κάμερα οπισθοπορείας και σύστημα υποβοήθησης στάθμευσης.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το Corsa-e είναι ικανό να δελεάσει αρκετούς από αυτούς που επιθυμούν να κάνουν το βήμα προς την ηλεκτροκίνηση μέσω ενός οχήματος με οικείο μοτίβο.