Οι καιροί είναι ανάποδοι. Οταν μιλάμε για ζωή και θάνατο το «ανάποδοι» ηχεί μικρό. Ηθελημένα. Η δραματοποίηση είναι εύκολη, ιδίως αν οι στιγμές είναι πράγματι δραματικές. Ομως τότε είναι που χρειάζεται να σφίγγει κανείς τα δόντια. Πρόθεσή μου δεν είναι να αναφερθώ στα τεράστια προβλήματα που προκαλεί η πανδημία που ζούμε. Θεωρώ ότι περνάμε σε μια εποχή όπου οι προφήτες των εύκολων λύσεων, των fake news και των fake policies, του μπογιατίσματος των πάντων σε άσπρο-μαύρο, θα έχουν δυσκολία να βρουν ακροατήριο. Ο κόσμος, απότομα, γίνεται πολιτικά και συναισθηματικά πιο ώριμος, η οργάνωση του δημόσιου χώρου και των θεσμών πολύ πιο συγκροτημένη και η έμφαση στη συλλογικότητα αποτελεί προτεραιότητα. Ολον αυτόν τον καιρό δημοσιεύονται τόσα πολλά και καλά άρθρα, πολλά τεχνοκρατικά και εξαιρετικά αναγκαία, πολλά συνδυάζοντας δύσκολες περιγραφές και συγκινητικό συναισθηματισμό, άλλα εκφράζοντας βαθύτατες προσωπικές τραγωδίες, χωρίς φτιασίδια και υστεροβουλίες, που εκφράζουν ό,τι σκεφτόμαστε και φοβόμαστε, ό,τι έχει σημασία να ξανασκεφτούμε, μας οδηγούν στην αναζήτηση απαντήσεων για το πού χάσαμε και το καταλάβαμε αργά, ή πώς πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τον κόσμο μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους και τον εαυτό μας.
Ομως, όσα ζούμε δεν αρκεί να τα συν-αισθανόμαστε. Μαζί με αυτό μπαίνει το θέμα τι μπορούμε να κάνουμε, τι κάνουμε πράγματι, τι κάνουν ή δεν κάνουν άλλοι, με καθαρή και ανυστερόβουλη σκέψη. Αυτό είναι δύσκολο. Βλέπεις τον Σωτήρη Τσιόδρα, να έχει κατακτήσει μια πρωτόγνωρη εμπιστοσύνη ενός αυξανόμενου τμήματος της κοινωνίας παραδοσιακά δύσπιστου, ελαφρού και επιθετικού, μέσα σε συνθήκες εξαιρετικών δυσκολιών και φόβου. Βλέπεις έναν πρωθυπουργό που παίρνει μέτρα κοιτάζοντας μπροστά, και αδιαφορώντας – σπανιότατο για τη χώρα – για την πολιτική δυσαρέσκεια ή δυσφορία που σίγουρα δημιουργείται σε τμήματα της κοινωνίας. Βλέπεις εικόνες από άλλες χώρες, με άγνωστους ανθρώπους που γίνονται αριθμοί. Βλέπεις ή και διαισθάνεσαι πόσες μύχιες πραγματικότητες κρύβονται πίσω από κάποιο δάκρυ που πάει να κυλήσει στην οθόνη μιας τηλεόρασης, χωρίς τελικά να το βλέπεις. Σήμερα καταλαβαίνεις ότι δεν ακούς, δεν διαβάζεις, δεν ενημερώνεσαι για την ιστορία. Είναι μια σπανιότατη στιγμή, όπου ζεις την ιστορία. Ζεις, αλλά και συν-διαμορφώνεις με κάποιον τρόπο και την ατομική στάση σου την ιστορία, που διαισθάνεσαι ότι αφορά εσένα, τους φίλους σου, άγνωστους, τη χώρα σου.
Η Ελλάδα μόλις έχει ξεμυτίσει από έναν βαρύ τραυματισμό, που κράτησε μια δεκαετία και δεν τελείωσε ακόμα. Το ΑΕΠ της χώρας είναι ακόμα 20% μικρότερο από ό,τι το 2009. Δεν θα αναφερθώ στις εκτιμήσεις που μπορούν να γίνουν για το πώς θα εξελιχθεί η οικονομία μέσα σε όλη αυτή την καταιγίδα. Δεν θα εξελιχθεί όπως προσδοκούσαμε. Θα εξελιχθεί πολύ άσχημα, όπως παντού. Αυτό έχει τεράστια σημασία, αλλά, παρ’ όλα αυτά, σήμερα δεν είναι το πρωτεύον. Οι ανάγκες και οι πιέσεις θα είναι κολοσσιαίες. Οσο και αν προσπαθήσουμε, οι δικές μας δυνατότητες, αδύναμες ακόμα, δεν μας επιτρέπουν να καλύψουμε τους ογκόλιθους των προβλημάτων που ανακύπτουν.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το άρθρο αυτό εστιάζει σε μια πρόταση. Το τι μέτρα θα χρειαστεί να πάρουμε στο εσωτερικό της χώρας για την αντιμετώπιση ενός συνόλου αντιξοοτήτων θα φανεί στους επόμενους δυο-τρεις μήνες. Ομως, η Ελλάδα είναι και μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ηδη φαίνεται ότι ευρωπαϊκοί θεσμοί και χώρες προχωρούν ή προετοιμάζουν σοβαρές κινήσεις. Πολλές χώρες της ΕΕ επίσης έχουν πληγεί σοβαρά, και για την ώρα σοβαρότερα από εμάς. Η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζει μια ύφεση που ξεπερνά αυτήν του 2008, και χρειάζεται να δούμε πρακτικά, όχι μέχρι πού θα γουστάραμε εμείς, αλλά μέχρι πού μπορεί πράγματι να φτάσει η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Λίγα χρόνια μετά είμαστε πάλι αντιμέτωποι με την ανάγκη να γίνει «ό,τι μπορεί να γίνει» για την αντιμετώπιση ενός κρίσιμου προβλήματος, όπως έκανε ο Ντράγκι για το ευρώ το 2012.
Οι πόροι αυτοί έχουν κατανεμηθεί στις χώρες-μέλη και δεν θα επιβαρύνουν άλλο τον προϋπολογισμό της ΕΕ ή των κρατών-μελών. Αυτό που θα χρειαζόταν είναι μια νέα συμφωνία, που να επιτρέπει την αξιοποίηση των ποσών που αναλογούν σε κάθε χώρα για δράσεις που σχετίζονται με τη σημερινή κρίση, ανεξάρτητα αν αυτές αποκλίνουν ή όχι από τους στόχους που προβλέπονται στα διάφορα υφιστάμενα πρωτόκολλα κ.λπ.
Τι νόημα έχει η εμμονή σε επενδύσεις, κοινωνικές πολιτικές και άλλες δράσεις με τη συμβατική τους μορφή – σίγουρα δεν το εννοώ απόλυτα -, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με προτεραιότητες που υπαγορεύονται από χιλιάδες νεκρούς, ισχυρές ανατροπές και φόβο απέναντι στο μέλλον;
Οι κοινοτικοί πόροι, θεωρητικά, συνδέονται με τις μεγάλες προτεραιότητες της ΕΕ και των κρατών-μελών. Σήμερα, οι «μεγάλες προτεραιότητες» του παρελθόντος έχουν ανατραπεί από την πραγματικότητα. Εργαζόμενοι θα βρεθούν σε αδιέξοδα, επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, κινδυνεύουν να καταποντιστούν, χιλιάδες πολίτες στην Ευρώπη θα ισορροπήσουν μεταξύ ζωής και θανάτου. Η ΕΕ να μείνει στις «μεγάλες προτεραιότητες». Τις σημερινές, όχι τις χθεσινές. Οταν οι παλιές προτεραιότητες γκρεμίζονται, και όχι απλώς μετατοπίζονται, η εμμονή δεν είναι πολιτική πράξη. Είναι γραφειοκρατία ή κάτι χειρότερο.
Είναι επιτακτικό να πάρει η ΕΕ – και με πρωτόγνωρη ταχύτητα – πρωτοβουλίες για να αλλάξει ρυθμίσεις και διαδικασίες, διασφαλίζοντας ότι οι διαθέσιμοι πόροι, ανεξάρτητα από κανόνες ανταγωνισμού και άλλους θεσμικούς περιορισμούς, θα πάνε σε πολίτες που θα χάσουν τα αβγά και τα πασχάλια, σε ανέργους ή σε αδύναμες πραγματικότητες που θα τα χάσουν ίσως όλα, σε ζωτικές κρατικές ανάγκες ή σε επιχειρήσεις που με κόπο στήθηκαν σε κάθε χώρα (π.χ. στο πεδίο των αερομεταφορών, της ενέργειας, των τραπεζών, στη βιομηχανία, σε νέες τεχνολογίες με ψηλά ρίσκα, κ.ά.), και με κόπο επιβίωσαν στην προηγούμενη κρίση. Βεβαίως, με ένα αυστηρό σύστημα που θα αποτρέπει καταχρήσεις ή την παρουσία πρακτικών διαφθοράς ή σπατάλης. Και, επίσης, για προσδιορισμένο διάστημα. Εναν χρόνο; Δύο χρόνια; Ποιος μπορεί να απαντήσει; Μια οργανωμένη απάντηση στην πανδημία δεν είναι μόνο θέμα ιατρικό. Είναι και μια επένδυση για την αποτροπή της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού και πολιτικού ιστού, για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια, και ίσως πιο επικίνδυνη. Είναι μια μοναδική ευκαιρία να δώσει η ΕΕ στους ευρωπαίους πολίτες μια αίσθηση εμπιστοσύνης και ικανοποίησης και να περιθωριοποιήσει τις αντιευρωπαϊκές και πολιτικά ακραίες φωνές που έχουν καλλιεργηθεί στα τελευταία είκοσι χρόνια, και αποτελούν μόνιμη απειλή για μια νέα καθολική αποδιάρθρωση πανευρωπαϊκής κλίμακας.
Η κυβέρνηση μπορεί να πιέσει για μια τέτοια κίνηση. Το να πούμε, βέβαια, ότι επειδή θα θέσει το θέμα η Ελλάδα, ή όποια χώρα, αυτό θα γίνει και πραγματικότητα, θα μας κατέτασσε στην κατηγορία της αφέλειας. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο βαθμός στήριξης από το εξωτερικό δεν θα μας απαλλάξει από το βαρύ οικονομικό και κοινωνικό κόστος της νέας κρίσης. Αν θυμόμαστε τα μαθήματα της (πρόσφατης έστω) ιστορίας μας μπορεί να αποφύγουμε να τα ξαναδούμε ως παθήματα.
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην υπουργός.