Το μονοπάτι ανάμεσα στους βράχους ήταν γεμάτο πεσμένες πέτρες, οι οποίες γλιστρούσαν, καθώς ήταν μουσκεμένες από την άφθονη πρωινή δροσιά. Η λόχμη ήταν σχεδόν αδιαπέραστη και τα κλαδιά, που κρέμονταν από τα δέντρα, μου έσκιζαν το πρόσωπο. Για πρώτη φορά αναγκάστηκα να ξεπεζέψω και να κρατήσω το χαλινάρι του αλόγου». Με γλαφυρό τρόπο ο ελληνιστής αρχαιολόγος Γιόχαν Πάουλ Ερνστ Γκέρεβους περιγράφει στο «Ταξίδι στην Ελλάδα – Μία περιήγηση το 1837» (εκδ. Κλειδάριθμος) την κοπιαστική ανάβαση στα βουνά της Πελοποννήσου ως τη στιγμή που θα εμφανιζόταν μπροστά του «εκείνος ο ποθητός τόπος». Σήμερα για να φτάσεις στον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα, γιατί αυτός είναι ο ποθητός τόπος που συγκλονισμένος αντίκρισε ο περιηγητής, δεν χρειάζεται βεβαίως να πεζοπορήσεις σε βουνά και λαγκάδια, και πάλι όμως ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος – ειδικά αν επισκεφθείς την περιοχή χειμώνα. Στη μέση του πουθενά, στα όρια της Αρκαδίας, της Τριφυλίας και της Μεσσηνίας, στη δυτική πλαγιά του Κωτιλίου όρους, βρίσκεται η περιοχή των Βασσών. Εκεί, σε ένα τοπίο γυμνό, γεμάτο βράχια, δεσπόζει ο ναός που θεωρείται ένα από τα επιβλητικότερα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας. Εκεί περιηγούμαστε νοερά κι εμείς σήμερα για να μάθουμε περισσότερα την αρχαία αρκαδική πόλη Φιγαλεία και τις άλλες αρχαιότητες της περιοχής, καθώς και την Ανδρίτσαινα, την κωμόπολη με την πλούσια ιστορία και τα ιδιαίτερα αξιοθέατα.

Η Ανδρίτσαινα και το ’21

Η πέτρινη αρχόντισσα, όπως αποκαλούν την Ανδρίτσαινα εξαιτίας των πετρόκτιστων κατοικιών της και των στρωμένων με πέτρα δρόμων της, είναι χτισμένη σε ύψος 705 μέτρων, σε μια πλαγιά του Λυκαίου όρους, και σε απόσταση 234 χιλιομέτρων από την Αθήνα, 80 χιλιομέτρων από την Τρίπολη και 67 χιλιομέτρων από τον Πύργο Ηλείας. Το ορεινό κεφαλοχώρι υπήρχε με τη σημερινή του ονομασία από το 900 μ.Χ. Στις αρχές του 14ου αιώνα οι κάτοικοί του επαναστάτησαν κατά των Φράγκων, ενώ τον 15ο αιώνα, οπότε για ένα διάστημα έζησε εκεί και ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, γνώρισε μεγάλη πνευματική άνθηση. Η Ανδρίτσαινα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, για να καταστραφεί από τους Τούρκους το 1826. Στη μορφή που είχε στις αρχές του 20ού αιώνα αποτυπώθηκε από τον φακό του σπουδαίου γαλλοελβετού φωτογράφου Φρεντερίκ Μπουασονά, στον οποίο οφείλουμε δεκάδες ιστορικές φωτογραφίες μιας Ελλάδας που χάθηκε. Σήμερα διαθέτει ένα σημαντικό Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο ιδρύθηκε το 1981 από τον Εξωραϊστικό Σύλλογο Γυναικών Ανδρίτσαινας, στεγάζεται στο αρχοντικό του Γεωργίου Κανελλόπουλου (ένα πέτρινο κτίριο του 1847) και φιλοξενεί περί τα 4.000 εκθέματα από τη ζωή στην ευρύτερη περιοχή που καλύπτουν τη χρονική περίοδο 1832-1932. Στη συλλογή του περιλαμβάνονται επίσης ανδρικές και γυναικείες τοπικές ενδυμασίες, σπάνια έγγραφα, εικόνες της μεταβυζαντινής περιόδου και ιστορικές φωτογραφίες. Εξαιρετικά σημαντική είναι και η Νικολοπούλειος Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ανδρίτσαινας που ιδρύθηκε το 1838 και που η πλούσια συλλογή της περιλαμβάνει σπάνιες ιστορικές εκδόσεις. Εχει πληθωρική ιστορία η Ανδρίτσαινα. Είναι όμως χτισμένη και σε ένα μέρος με ξεχωριστή φυσική ομορφιά και πολλά αξιοθέατα: Η βόλτα στις όχθες του Λούσιου ποταμού (όπου μπορείτε και να κάνετε καγιάκ), η πεζοπορία στο φαράγγι της Νέδας με τους εντυπωσιακούς καταρράκτες, μιας περιοχής σπάνιου φυσικού κάλλους, και οι επισκέψεις στα ερείπια της αρχαίας Φιγαλείας αλλά και στη Μονή Παναγίας Σεπετού του 12ου αιώνα μ.Χ. είναι μερικές από τις δραστηριότητες που μπορεί να απολαύσει κανείς ειδικά το καλοκαίρι σε σχετικά κοντινή απόσταση από τον οικισμό.

Ο Παρθενώνας της Πελοποννήσου

Το σημαντικότερο όμως αξιοθέατο, σε απόσταση 14 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Ανδρίτσαινας, είναι ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, ο επονομαζόμενος «Παρθενώνας της Πελοποννήσου», καθώς θεωρείται πως είναι έργο του αρχιτέκτονα του Παρθενώνα, Ικτίνου. «Η απόμακρη θέση του ναού ψηλά στο βουνό, μακριά από πόλεις και χωριά, συνέβαλε κυρίως στο να διατηρηθεί σε αυτή την αξιοθαύμαστη κατάσταση», γράφει, πίσω στα 1837, ο Γκέρεβους: «Ολες οι πέτρες που συνθέτουν το εξαίσιο κτίριο σώζονται ακόμα, κι εκεί που κατέρρευσαν σχηματίζουν μεγάλους σωρούς ερειπίων. Οι Αγγλοι άρπαξαν κάποια μεμονωμένα έργα. (…) Οπως αναφέρει ο Παυσανίας, ήδη από την αρχαιότητα ο ναός αυτός φημιζόταν για την ομορφιά της πέτρας η οποία χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του, όπως και για την αρμονία του». Για την ιστορία, ο ναός που χτίστηκε προς τιμήν του Απόλλωνα καλείται επικούριος γιατί ο θεός συνέδραμε τους Φιγαλείς στον αγώνα τους κατά των Σπαρτιατών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι ο Απόλλωνας έσωσε τους κατοίκους της Φιγαλείας από μία επιδημία. Το λαμπρό κτίσμα έμεινε εγκαταλελειμμένο και άγνωστο έως τον 18ο αιώνα, οπότε ταυτίστηκε από τον γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Εκτοτε, με άδεια των Τούρκων, στους οποίους ήταν τότε υποδουλωμένη η Ελλάδα, έγιναν ανασκαφές, για να έρθουν στο φως, μεταξύ άλλων, 23 πλάκες από την εσωτερική ζωφόρο οι οποίες κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο – αυτά είναι τα έργα που κατά τον Γκέρεβους άρπαξαν οι Αγγλοι. Πιθανολογείται πως γλύπτης της ζωφόρου ήταν ο Παιώνιος, ο οποίος είχε φιλοτεχνήσει το φημισμένο άγαλμα της Νίκης στην Ολυμπία. Αλλα ευρήματα από τις ανασκαφές που έγιναν κατά διαστήματα φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Το 1986 ο ναός ανακηρύχθηκε από την UNESCO Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Το 1987 τοποθετήθηκε επάνω του ειδικό στέγαστρο για να τον προστατεύει από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Βορειοδυτικά, σε υψόμετρο περίπου 1.200, βρίσκονται επίσης ο Ναός της Αρτέμιδος Ορθασίας και ο μικρός ναός της Αφροδίτης.

Αρχαία σπαρμένα παντού, σε έναν τόπο απομονωμένο, τραχύ, γεμάτο ιστορία. Τα απομεινάρια του πολιτισμού που άνθησε εκεί εντυπωσιάζουν και συγκινούν, μέσα στην ερημιά και στη σιωπή που τα τυλίγει σήμερα. Ετσι συγκινητικοί ακούγονται και οι εμπνευσμένοι από τον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα στίχοι που περιλαμβάνονται στο ποίημα «Greece, a Poem in three parts» («Φιλολογικές διαδρομές στην Ελλάδα», εκδ. Πατάκη), γραμμένο (και εικονογραφημένο) από τον Γουίλιαμ Χέιγκαρθ, ο οποίος το 1810 είχε ταξιδέψει στη χώρα μας: «Μακριά απ’ των ανθρώπων τα φαντάσματα/ έγκλειστος μέσα στα βουνά, όπου ήχος κανείς δεν φτάνει,/ πέρα απ’ το τραχύ παράπονο της φλογέρας του βοσκού/ και το βέλασμα του κοπαδιού όταν το βράδυ γυρίζει στο μαντρί/ υψώνεται ο ναός ρημαγμένος./ Η πίστη έχτισε το χώρο αυτό τον ιερό/ κι η Φαντασία ακόμα ακολουθεί/ την πομπή των σεβάσμιων ιερωμένων/ οι βωμοί του στολισμένοι με στεφάνια κι ο καπνός/ του λιβανιού ανεβαίνει από τα αρχαία δάση (…) Μακρύτερα, ξεθωριάζοντας στα σύννεφα του δειλινού,/ οι γαλάζιοι λόφοι σκύβουν το περίγραμμά τους/ σ’ ένα αμφιθέατρο μεγαλειώδες/ και κλείνουνε στην αγκαλιά τους τη μοναξιά και τη σιωπή».