Γράφτηκε αρκετές φορές και επιβεβαιώνεται ακόμη περισσότερες: παρότι η πανδημία είναι ένα κατεξοχήν παγκόσμιο φαινόμενο, έχει οδηγήσει σε μια εντυπωσιακή επιστροφή των εθνικών κρατών.
Αυτά αποφασίζουν για τα μέτρα περιορισμού και καραντίνας, αυτά κλείνουν τα σύνορα και απαγορεύουν ταξίδια από και προς, αυτά αποφασίζουν εθνικά πακέτα οικονομικής βοήθεια για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από το παρατεταμένο lockdown.
Αυτό ακριβώς μπορεί κανείς να διαπιστώσει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου παρότι ουσιαστικά η Ευρώπη έγινε το επίκεντρο της πανδημίας, οι απαντήσεις που δόθηκαν ήταν πρωτίστως σε εθνικό επίπεδο.
Εκεί αποφασίστηκαν τα μέτρα που σταδιακά καθήλωσαν δραστηριότητες και επέβαλαν περιορισμούς, εκεί έκλεισαν σύνορα και αεροδρόμια, εκεί αποφασίστηκαν και πακέτα έκτακτης οικονομικής παρέμβασης.
Μάλιστα απουσίασαν ακόμη και οι μικρές κινήσεις αλληλεγγύης που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε περιόδους φυσικών καταστροφών, όπως οι σεισμοί και οι δασικές πυρκαγιές. Από την Κίνα έφτασε υγειονομικό υλικό στην Ιταλία και από την Κούβα ιατρικό προσωπικό, την ώρα που άλλα κράτη φρόντιζαν κυρίως να δεσμεύουν και να ενισχύουν εθνικά αποθέματα σε ιατροφαρμακευτικό υλικό.
Μια Ευρώπη που επιβάλλει λιτότητα αλλά δεν διαθέτει τα μέσα να επιδείξει αλληλεγγύη
Η αντίδραση αυτή από μια άποψη είναι κατανοητή. Μια περίοδος τέτοιου κινδύνου οδηγεί στην αναζήτηση ασφαλούς αγκυροβολίου τις κοινωνίες και αυτό μπορεί να είναι το εθνικό κράτος. Επιπλέον, μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να παράγει έναν εντυπωσιακό όγκο οδηγιών, κανονισμών, ρυθμιστικών προτάσεων, «Λευκών Βίβλων» και να διαθέτει όχι μόνο «κοινοβούλιο» αλλά και μια ευμεγέθη γραφειοκρατία, εντούτοις η πραγματική οργανωτική, πρακτική και επιμελητειακή αποτελεσματικότητά της στην αντιμετώπιση μιας απειλής είναι εξαιρετικά μικρή.
Δεν διαθέτει ούτε δικό της υγειονομικό υλικό, ούτε νοσηλευτικό προσωπικό, ούτε εγκαταστάσεις δικής της αρμοδιότητας. Πολύ περισσότερο δεν έχει αρμοδιότητα να επιβάλλει και να διαχειριστεί μεγάλα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης ή απαγόρευσης δραστηριοτήτων. Τα «έκτακτα μέτρα» παρέμειναν πάντοτε αρμοδιότητα των εθνικών κρατών.
Όμως, την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν μπορεί να διαθέσει αναπνευστήρες ή νοσοκομειακές κλίνες ή να προσλάβει γιατρούς για νοσοκομεία, ορίζει τα ιδιαίτερα αυστηρά όρια εντός των οποίων πρέπει να κινούνται οι προϋπολογισμοί, ο πληθωρισμός και τα ελλείμματα των κρατών-μελών και κυρίως διαθέτει για τα περισσότερα κράτη-μέλη ένα κοινό νόμισμα, έξω και πέρα από την αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων.
Τα όρια της Ευρώπης
Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Η μεγαλύτερη αντίφαση της Ευρώπης είναι ότι ενώ διαθέτει κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες και μάλιστα με όρους αυστηρής λιτότητας και παρότι διαθέτει κοινό νόμισμα, ποτέ δεν είχε δύο κρίσιμα στοιχεία: πραγματικές αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις στο εσωτερικό της και κοινό χρέος.
Μπορεί να υπάρχει ο προϋπολογισμός της ΕΕ, όμως καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι είναι λίγο πάνω από το 1% του συνολικού ετήσιου ΑΕΠ των κρατών μελών και μάλιστα σε βάθος ετών που σημαίνει ότι σε ετήσια βάση είναι ακόμη μικρότερο. Σε κανένα βαθμό αυτό δεν συνιστά πραγματική μεταβίβαση πόρων από τη μίας χώρα στην άλλη.
Επιπλέον, ως προς το κοινό χρέος, έχουμε το παράδοξο να έχουμε κοινό νόμισμα και μάλιστα με ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά τα κράτη μπορούν να δανειστούν μόνο σε εθνικό επίπεδο. Αυτό δεν εμπεριέχει μόνο τον τεχνικό κίνδυνο ένα κράτος να έχει δημόσιο χρέος που να μην μπορεί να το αποπληρώσει (κάτι που σε συνθήκες εθνικού νομίσματος θα σήμαινε απλώς να «τυπώσει χρήμα»), αλλά και μια δυσκολία να υπάρχουν ευρωπαϊκοί πόροι για έκτακτες περιστάσεις που να μην εξαρτώνται από τις αποφάσεις των εθνικών κυβερνήσεων.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα κράτη μπροστά στην πανδημία
Σήμερα το πρόβλημα προκύπτει ως εξής. Τα κράτη-μέλη, ξεκινώντας από αυτά που έχουν δεχτεί τα μεγαλύτερα πλήγματα από την πανδημία, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή έκτακτη κατάσταση.
Αντιμετωπίζουν μια υγειονομική κρίση και ταυτόχρονα έχουν «παγώσει» πολύ μεγάλο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής τους δραστηριότητας αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο πρωτοφανούς οικονομικής συρρίκνωσης.
Για να αποφύγουν την κοινωνική καταστροφή που αυτό συνεπάγεται χρειάζονται μεγάλα πακέτα κρατικής δαπάνης που να υπερκαλύπτουν την ιδιωτική δραστηριότητα που είναι σε κάμψη ή ακόμη και πλήρη παύση.
Αυτό σημαίνει αναγκαστικά μεγάλη απόκλιση ως προς τους στόχους για τα δημοσιονομικά, καθώς θα αυξηθούν τα ελλείμματα, αλλά και αναγκαστική καταφυγή σε μεγαλύτερο δανεισμό. Ως προς το πρώτο ήδη υπάρχει μια παραδοχή ότι ουσιαστικά οι προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας δεν ισχύουν για φέτος και άρα δεν θα ενεργοποιηθούν οι διάφοροι «πειθαρχικοί» μηχανισμοί που αυτό περιλαμβάνει.
Ως προς την εξεύρεση πόρων, όμως, και το δανεισμό τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Είναι αλήθεια ότι η ΕΚΤ πήρε μια μεγάλη πρωτοβουλία ανακοινώνοντας ένα μεγάλο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι συνολικά τα φετινά μέτρα ποσοτικής χαλάρωσής της θα ξεπεράσουν το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.
Όμως, τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» είναι κυρίως προγράμματα που καλύπτουν την ανάγκη για ρευστότητα, αποτρέπουν το ενδεχόμενο να καταρρεύσουν τα τραπεζικά συστήματα και επιτρέπουν να μην «στεγνώσει η αγορά». Προφανώς και έχουν σημασία, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη για μαζική δημόσια δαπάνη για να υπερκαλυφθεί το κενό από το «πάγωμα» μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας.
Εάν απλώς οι χώρες αφεθούν να αντλήσουν κεφάλαια από τις χρηματαγορές, εν μέσω κρίσης και με τα ελλείμματά τους να ανεβαίνουν είναι πιθανό να είναι ευάλωτες σε υψηλά επιτόκια και σε μια συνθήκη υπερχρέωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωσε σταδιακά ύστερα από την προηγούμενη κρίση τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, υποτίθεται για να μπορεί να παρεμβαίνει και να αποτρέπει την οικονομική κατάρρευση χωρών. Μόνο που όπως ξέρουμε πολύ καλά και στην Ελλάδα, η σχετική χορήγησε περνάει μέσα από έναν μηχανισμό εθνικών εγκρίσεων, το μέγεθος των διαθέσιμων ποσών είναι πεπερασμένο και βέβαια όπου δοκιμάστηκε συνδυάστηκε και με την επιβολή μνημονίων.
Γιατί έρχεται στο προσκήνιο η λύση των «κορονα-ομολόγων» και γιατί αντιστέκεται η Γερμανία
Με δεδομένο αυτό είναι που επανέρχεται η πρόταση για την έκδοση ευρωομολόγων, που θα μπορούσαν να είναι μια λύση. Αυτό θα σήμαινε μια κοινή έκδοση ειδικών ευρωπαϊκών ομολόγων, ένα κοινό εργαλείο χρέους που θα μπορούσε να προσφέρει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να βρουν τις αναγκαίες πιστωτικές γραμμές για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα από την πανδημία με όρους που θα απέτρεπαν το ενδεχόμενο υπερχρέωσης. Αυτό ήταν και το νόημα της επιστολής που έστειλαν οι ηγέτες εννέα κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Όμως για άλλη μια φορά οι προτάσεις αυτές προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις χωρών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.
Με αυτό τον τρόπο επανήλθε στο προσκήνιο ένας διχασμός που εξαρχής διαπερνά την πορεία προς την ενοποίηση. Η «γερμανική» αντίληψη για την ενοποίηση είναι μια αντίληψη που κυρίως επικεντρώνει στη δημοσιονομική πειθαρχία και τις αντιπληθωριστικές πολιτικές, με το κοινό νόμισμα να στηρίζεται στην αυστηρή τήρηση κοινών κανόνων και την τιμωρία όσων δεν τους τηρούν, ιδίως από τη στιγμή που οι τελευταίοι αντιμετωπίζονται ως «ηθικός κίνδυνος».
Αυτό είναι κάτι που το νιώσαμε πολύ καλά στην Ελλάδα, αφού πάνω σε αυτή την αντίληψη της «παραδειγματικής» αντιμετώπισης του ηθικού κινδύνου στηρίχτηκε η πρωτοφανής αυστηρότητα και κοινωνική αναλγησία των μνημονίων.
Σε αυτή την αντίληψη δύο οικονομικές πρακτικές αντιμετωπίζονται ως «εγκλήματα καθοσιώσεως». Από τη μια οι μεταβιβαστικές δαπάνες από μια κλίμακα και πάνω. Η φράση «μεταβιβαστική ένωση» στη Γερμανία αντιμετωπίζεται σχεδόν ως βρισιά. Γι’ αυτό και πάντα η Γερμανία επιμένει ο όποιος προϋπολογισμός και τα προγράμματα της Ένωσης να είναι περιορισμένα. Από την άλλη, η «αμοιβαιοποίηση του χρέους». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη δεν μπορεί να υπάρχει χρέος συνολική της Ένωσης ή να αναλαμβάνει η Ένωση μέρος του χρέους των κρατών. Το χρέος οφείλει να είναι εθνική υπόθεση ακόμη και σε συνθήκες κοινού νομίσματος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αυτή η λογική φτάνει μέχρι κάτι σαν τον ESM, δηλαδή έναν ειδικό μηχανισμό για έκτακτες περιστάσεις που να συγκεντρώνει κεφάλαια από τα επιμέρους κράτη που όταν το αποφασίσουν μπορούν να δώσουν δάνεια από αυτό τον μηχανισμό στα κράτη μέλη, όχι όμως κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό έστω και ειδικού σκοπού.
Άλλη μια ευρωπαϊκή αποτυχία
Μόνο που με αυτό τον τρόπο στην πραγματικότητα ευρωπαϊκή απάντηση δεν υπάρχει. Και αυτό επιτείνει την πολιτική κρίση στην Ευρώπη και τη βαθιά κρίση νομιμοποίησης του ίδιου του «ευρωπαϊκού σχεδίου».
Η Ευρώπη απέτυχε να έχει κοινή απάντηση στην οικονομική κρίση του 2008, κάτι που όχι μόνο οδήγησε στο να έχει και την πιο αναιμική έξοδο αυτή αλλά και παραλίγο να ανατινάξει τα θεμέλια του κοινού νομίσματος και τώρα αποτυγχάνει να έχει κοινή απάντηση στην πανδημία.
Η αντίφαση ανάμεσα στο να έχει κοινό νόμισμα και κοινούς αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες και από την άλλη μικρές πραγματικές κοινές παρεμβάσεις, τώρα γίνεται ακόμη πιο έντονη εν μέσω μιας τόσο μεγάλης παγκόσμιας έκτακτης ανάγκης.
Η αίσθηση ότι χώρες όπως η Γερμανία επιδιώκουν να έχουν τα οφέλη από το κοινό νόμισμα και την κοινή αγορά, να επιβάλλουν τη δική τους εκδοχή λιτότητας και συνάμα την κρίσιμη στιγμή να αρνούνται να αναλάβουν το κόστος της ντε φάκτο ηγεσίας του, αρνούμενες και την αλληλεγγύη και την κοινή αντιμετώπιση προβλημάτων είναι πιο έντονη παρά ποτέ.
Το «ευρωπαϊκό όραμα» δείχνει να είναι ήδη και αυτό ένα από τα ενδεχόμενα θύματα της πανδημίας.