ρκεί να πει κανείς ότι το αποκαλούν και «λευκό χρυσό». Το νερό, ένα αδιαπραγμάτευτο δεδομένο της ζωής και της καθημερινότητάς μας, δεν είναι αυτονόητο αγαθό για όλους τους ανθρώπους, καθώς δεν διανέμεται ισομερώς απ’ άκρη σε άκρη του πλανήτη. Οι αριθμοί είναι συντριπτικοί, καθώς σύμφωνα με την Αναφορά τον Ηνωμένων Εθνών για τις παγκόσμιες εξελίξεις αναφορικά με το νερό (World Water Development Report) για το 2019, περίπου 2 δισ. άνθρωποι ζουν σε χώρες όπου το νερό δεν επαρκεί για όλους, ενώ γύρω στα 4 δισ. αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις για τουλάχιστον έναν μήνα του χρόνου.
Είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες, εξ ου και η Παγκόσμια Ημέρα για το Νερό (World Water Day) καθιερώθηκε ως η 22η Μαρτίου από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1992 προκειμένου να δοθεί έμφαση στα προβλήματα αλλά και στις προσπάθειες που γίνονται για την εξεύρεση σχετικών λύσεων. Ο βασικός στόχος δεν είναι και τόσο μακροπρόθεσμος. Ως το 2030 όλοι θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό, και υποτίθεται ότι θα έχουν. Μέχρι τότε βέβαια είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μειωθούν οι ποσότητες νερού που καταναλώνονται στον γεωργικό τομέα και στην κτηνοτροφία προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες ενός ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού, αν θα σταματήσουν να συρρικνώνονται οι μεγάλες λίμνες και τα δέλτα των ποταμών εξαιτίας της αποστράγγισης του νερού ή αν θα σταματήσουν να επηρεάζονται η διαθεσιμότητα και η ποιότητα των πηγών νερού εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής με τα συνοδευτικά ακραία καιρικά φαινόμενα. «Ο επόμενος πόλεμος δεν θα είναι για το πετρέλαιο αλλά για το νερό» κρούουν τον κώδωνα οι απανταχού περιβαλλοντολόγοι. Οι εικαστικοί, από την πλευρά τους, κάνουν ό,τι μπορούν για να αφυπνίσουν αλλά και να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση μας με τη φύση προτείνοντας νέους τρόπους συνύπαρξής μας με το περιβάλλον. Οσον αφορά το φλέγον θέμα του νερού, ο Ουλάι (Φρανκ Ούβε Λαϊζίπεν, 1943-2020), ο πάλαι ποτέ σύντροφος της Μαρίνα Αμπράμοβιτς, είχε δημιουργήσει το πρότζεκτ Earth Water Catalogue (2012), μια πλατφόρμα, αρχείο και βιβλιοθήκη στο πλαίσιο του οποίου συγκέντρωνε έργα καλλιτεχνών από όλον τον κόσμο τα οποία σχετίζονταν με τον «λευκό χρυσό». «Το νερό καλύπτει περίπου το 70% της επιφάνειας του πλανήτη και αποτελεί περίπου το 70% του ανθρώπινου σώματος. Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 1% του νερού στον πλανήτη είναι πόσιμο. Το νερό διαλύει αλλά δεν μπορεί να διαλυθεί. Εχει τη δυνατότητα να εξαγνίζει και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο. Το νερό είναι πολύ περισσότερα από τον χημικό του τύπο, H2Ο» ανέλυε το σκεπτικό του.
Η αθωότητα είναι χαμένη για πάντα όσον αφορά τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον, αλλά δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις, ιδίως όταν θαυμάζεις τα ειδυλλιακά τοπία του Κλοντ Μονέ με τις πανέμορφες λίμνες και την υπέροχη φύση, εικόνες μιας άλλης εποχής, που φαντάζουν και αυτές προνόμιο λίγων χωρών και ακόμη λιγότερων ανθρώπων. Ωστόσο, η απεικόνιση του νερού στις δύο διαστάσεις προκαλεί συνήθως την ίδια ηρεμία και τα γαλήνια συναισθήματα που νιώθει κανείς όταν έρχεται σε επαφή μαζί του. Ή το δέος, ακόμα και τον φόβο, όταν πρόκειται για την πιο εντυπωσιακή μορφή του, όταν πέφτει απότομα από μεγάλο ύψος ως καταρράκτης. Ή ενίοτε και τα δύο ταυτόχρονα.
Για παράδειγμα, πολλά χρόνια πριν, μεταξύ 1833 και 1834, ο ιάπωνας μετρ της σχολής του Ukiyo-e της περιόδου Εντο (1603-1868) Κατσουσίκα Χοκουσάι (1760-1849) είχε φιλοτεχνήσει οκτώ χαρακτικά έργα με θέμα τους το νερό. Ο τίτλος της σειράς ήταν «Μια περιήγηση στους καταρράκτες της επαρχίας» (A tour of waterfalls in various provinces) και σε αυτήν κυριαρχούσε το μπλε της Πρωσίας, το οποίο ήταν ιδιαίτερα της μόδας εκείνη την εποχή. Ο Χοκουσάι το είχε χρησιμοποιήσει για να ζωγραφίσει τους καταρράκτες στο μεγαλύτερο νησί της Ιαπωνίας, Χονσού, ορισμένοι από τους οποίους (Κιριφούρι, Αμίντα) θεωρούνται από τους πιο όμορφους της χώρας. Στις συνθέσεις του ο Χοκουσάι τοποθετούσε σε απόλυτα κυριαρχική θέση τους καταρράκτες ενώ «εκμηδένιζε» επί της ουσίας τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά τους. Ηταν ένας τρόπος για να τονίσει την ιερότητα του νερού, μια βαθιά του πεποίθηση που πήγαζε από τις ανιμιστικές του απόψεις, ότι δηλαδή ο φυσικός κόσμος έχει ψυχή, και εν προκειμένω παλλόμενη.
Αν ενστερνιζόταν αυτή την ιδέα ο Σκωτσέζος Πίτερ Ντόιγκ (1959- ), τότε στο δικό του ζωγραφικό σύμπαν η ψυχή του νερού δεν θα ήταν επ’ ουδενί σύμβολο αγνότητας. Ο ζωγράφος που συγκρίνεται με τον Πολ Γκογκέν, τον Πιέρ Μπονάρ και τον Ανρί Ματίς για τα τοπία του που παραπέμπουν – και συχνά είναι όντως – στον Καναδά και στο Τρινιντάντ, χρησιμοποιεί το νερό στους πίνακές του, όχι απαραίτητα ως πηγή ζωής αλλά ως μια μυστηριώδη οντότητα, εξωτική αλλά και μελαγχολική, με καλά κρυμμένα ανομολόγητα μυστικά. Είναι αυτή η σκιά που ελλοχεύει στα κατά βάση ειδυλλιακά τοπία του που σου δημιουργεί μια απροσδιόριστη ανησυχία. Οπως στον πίνακα «Pelican (Stag)» του 2004, όπου ένας άνδρας, ελαφρώς χαμογελαστός, μοιάζει να περπατάει μπροστά από έναν καταρράκτη σε ένα τροπικό μέρος, αλλά για κάποιον λόγο ακόμα και με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές δεν προκύπτει ένα αμιγώς φωτεινό αποτέλεσμα. Πρόκειται για μια ανοίκεια και σκοτεινή εικόνα που είχε δει ο Ντόιγκ στο Τρινιντάντ όπου μένει με την οικογένειά του από το 2002, δηλαδή έναν άνδρα να περπατάει στην παραλία και να σέρνει πίσω του ένα πουλί από τον λαιμό. Ακόμα και στη φιλτραρισμένη εκδοχή της, αυτή η εικόνα μεταφέρει, έστω ελαφρώς, το δυσοίωνο κλίμα και την ένταση που βίωσε εκείνη την ημέρα, αλλά συνιστά και έναν δυνατό συμβολισμό για τη δύναμη του «λευκού χρυσού» και όσων μπορούν να γίνουν τελικά για χάρη του και στο όνομά του.
Καταρράκτες στην Tate Modern, βροχή στο ΜοΜΑ
Στο έργο του Δανο-ισλανδού Ολαφουρ Ελίασον δεν υπάρχουν τόσο διφορούμενες ερμηνείες. Είναι γνωστό άλλωστε ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή για την αφύπνιση περί κλιματικής αλλαγής, ενώ οι εντυπωσιακές εγκαταστάσεις του έχουν καλύψει όλα τα καιρικά και φυσικά φαινόμενα. Αναπόφευκτα, οι καταρράκτες αποτελούν σημαντικό κομμάτι της πλούσιας εικαστικής παραγωγής του – και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ευφημισμός. Ενας από αυτούς τους καταρράκτες υποδεχόταν άλλωστε το κοινό στην πρόσφατη αναδρομική έκθεσή του στην Tate Modern. O Ελίασον είχε εγκαινιάσει τη σειρά έργων με τους καταρράκτες το 2004 και σταδιακά τους εγκατέστησε – πάντα προσωρινά – σε ορισμένα από τα πιο εμβληματικά τοπόσημα του πλανήτη. Οπως, για παράδειγμα, στη Νέα Υόρκη όπου το 2008 δημιούργησε τέσσερις τεχνητούς καταρράκτες ύψους 30-40 μέτρων με πρώτες ύλες, μεταξύ άλλων, μια τεράστια σκαλωσιά, αντλίες, σωλήνες. Οι «New York City Waterfalls» τοποθετήθηκαν σε κομβικά σημεία του ποταμού Ιστ αλλά την παράσταση έκλεψε εκείνος που εγκαταστάθηκε κάτω από τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Μάλιστα, καθώς το νερό έπεφτε από ψηλά, ο άνεμος που φυσούσε αποκάλυπτε την ηθελημένη απάτη, κοινώς τη σκαλωσιά πίσω από τον καταρράκτη. «Πάντα βλέπεις τον άνθρωπο πίσω από την κουρτίνα στο έργο του Ελίασον. Σε φέρνει αντιμέτωπο με κάτι που σε συγκινεί βαθύτατα και μετά σου δείχνει πώς το έκανε» έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά για την περίπτωσή του. Ο στόχος πάντως του ευφυούς καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσει μια αίσθηση κλίμακας σε μια πόλη η οποία σε κάνει να χάνεις το ανθρώπινο μέτρο. Πιο πρόσφατα δε, εγκατέστησε έναν από τους καταρράκτες του στο Μεγάλο Κανάλι μπροστά από το Ανάκτορο των Βερσαλλιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εγκατάσταση της Νέας Υόρκης είχε χρηματοδοτηθεί από το Public Art Fund (ταμείο δημόσιων έργων τέχνης) και είχε κοστίσει 15,5 εκατ. δολάρια, με αποτέλεσμα να θεωρείται ένα από τα πιο ακριβά δημόσια έργα στην πόλη, μετά την εγκατάσταση του Κρίστο και της Ζαν-Κλοντ «The Gates» στο Σέντραλ Παρκ το 2005.
Οσο για τον Κρίστο (1935 – ), όπως βέβαια και για τη συνοδοιπόρο του Ζαν-Κλοντ (1935-2009), οι οποίοι δημιουργούσαν κυρίως έργα σε δημόσιους χώρους, όταν ασχολήθηκαν με το νερό θέλησαν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιβληθεί στη φύση με τον πιο απόλυτο τρόπο. Οπως, ας πούμε, με το να περπατήσει πάνω στην υδάτινη επιφάνεια και μάλιστα σε μια απόσταση τριών χιλιομέτρων. Οχι ως άλλος Μεσσίας, ούτε ως ιδιοσυγκρασιακός σούπερ ήρωας, αλλά ως ένας κοινός θνητός που απλώς ακολουθεί ένα μεγάλο μονοπάτι ειδικά σχεδιασμένο από το εικαστικό δίδυμο. Η Ζαν-Κλοντ δεν έζησε για να δει να υλοποιείται το πρότζεκτ «The Floating Piers» (2016), το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε στη Βόρεια Ιταλία και τη λίμνη Ισέο κοντά στην πόλη Μπρέσια. Ο κόσμος έσπευσε να περπατήσει πάνω στους 200.000 κύβους από πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας που συνέδεαν το χωριό Σουλτζάνο με το νησάκι Μόντε Ισολα πάνω στη λίμνη. Υπολογίζεται ότι γύρω στα 1,2 εκατομμύρια άτομα έκαναν τη διαδρομή μέσα στις περίπου δύο εβδομάδες που διήρκεσε η εγκατάσταση (18 Ιουνίου-3 Ιουλίου).
Το «Rain Room» (2012) του στούντιο Random International, από την άλλη, δεν είχε την ίδια επισκεψιμότητα όταν παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης ΜοΜΑ PS1 στο πλαίσιο της έκθεσης «EXPO 1: New York». Ηταν όμως μια εξίσου εντυπωσιακή εγκατάσταση, αν και με τελείως διαφορετικό τρόπο. H βροχή που έπεφτε σε ένα δωμάτιο μέσα στο μουσείο σταματούσε όποτε ανίχνευε την παρουσία ενός επισκέπτη. Τόσο απλό, αλλά τόσο διαχρονικά επίκαιρο, όπως η επιθυμία του ανθρώπου να ελέγχει τα καιρικά φαινόμενα και κατά προτίμηση τη βροχή. Μην πάμε πολύ μακριά, ας θυμηθούμε πώς περίμεναν οι Κινέζοι να χτυπήσουν τα σύννεφα με ρουκέτες που περιείχαν ιωδιούχους κρυστάλλους προκειμένου να μη βρέξει στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2008 στο Πεκίνο ή την τεχνολογία πρόκλησης βροχών (μέσω της ενίσχυσης των νεφώσεων) που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει η χώρα για να ενισχύσει τις ξηρές περιοχές της. Στην περίπτωση πάντως των Random International, είναι περισσότερο ένα σχόλιο για το πώς η επιστήμη, η τεχνολογία και η ανθρώπινη επινοητικότητα μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαφύλαξη των ισορροπιών στο περιβάλλον.