«Όλα θα τα καθορίσει η διάρκεια». Αυτή είναι η απάντηση των οικονομολόγων και αναλυτών για το πώς θα είναι ο κόσμος μας μετά την πανδημία, με τις απώλειες για την Ελλάδα να υπολογίζονται έως τα 15 δισ. ευρώ για το 2020.
Μείζονος σημασίας ο παράγοντας «διάρκεια» για την Ελλάδα, κυρίως, λόγω του τουρισμού, που αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της χώρας. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν πως ο κλάδος, διεθνώς, θα επανέλθει, σε προ κορωνοΐου επίπεδα, δέκα μήνες αφότου τελειώσει η εξάπλωση, γεγονός που χτυπά καμπανάκι για τη ρευστότητα και την κατανάλωση, άρα και για τα κρατικά έσοδα.
Δεύτερος παράγοντας για το πώς θα βιώσουμε την επόμενη ημέρα είναι το μέγεθος των εθνικών και ευρωπαϊκών μέτρων που λαμβάνονται, με τις εκθέσεις των διεθνών οίκων να βλέπουν κάτι πολύ ελπιδοφόρο για το 2021: Ριμπάουντ στην ελληνική οικονομία.
Τα σενάρια για τα συνολικά αντίμετρα που εξετάζει το ευρωπαϊκό πολιτικοοικονομικό «στρατηγείο» πυκνώνουν, αφού πέραν των αποφάσεων για μέτρα ρευστότητας ενός 1 τρισ. ευρώ από την ΕΚΤ και το 10% του ΑΕΠ σε πακέτα στήριξης από την ΕΕ , έχουν πέσει στο τραπέζι η έκδοση ευρωομολόγου ή ομολόγου, 1 τρισ. ευρώ, για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού (corona bond), η δυνατότητα αξιοποίησης των κεφαλαίων που διαθέτει ο ESM ή και η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανεργίας.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει βάλει μέχρι στιγμής περί τα 10 δισ. ευρώ στο οπλοστάσιό της, με τα μέτρα να ενισχύονται αναλόγως των εξελίξεων, ενώ μεγάλη ανάσα αποτελούν τα 12 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αν και τα ταμειακά αποθέματα της Ελλάδας επαρκούν μέχρι τον Ιούνιο, χωρίς να αξιοποιηθεί το μαξιλάρι ασφαλείας των 32 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής συμφωνίας, θεωρείται δεδομένο πως το οικονομικό επιτελείο θα εξαντλήσει κάθε διευκόλυνση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως και τις έκτακτες δημοσιονομικές αποφάσεις, μέχρι η Ελλάδα εξέλθει και αυτής της κρίσης.
Από 1% έως και 8% η ύφεση στην Ελλάδα
Οι προβλέψεις για την Ελλάδα την τρέχουσα χρονιά είναι «μαύρες» και κυμαίνονται από συρρίκνωση 1% έως και 8%, δηλαδή στο ακραίο σενάριο, το πλήγμα αυτό σε απόλυτους αριθμούς ανέρχεται σε 15,5 δισ. ευρώ.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δήλωσε την Τρίτη πως η κρίση είναι βαθιά, θα γίνει βαθύτερη, και η οικονομία θα γυρίσει, σύμφωνα με τις σημερινές προβλέψεις, σε ύφεση το 2020. Πρόσθεσε ομως ότι «θα είναι όμως παροδική».
Επίσημα πλέον η κυβέρνηση παραδέχεται ότι φέτος θα έχουμε ύφεση, όταν η πρόβλεψη προ κορωνοϊού έκανε λόγο ακόμη και για ανάπτυξη 2,5%-2,8%. Σύμφωνα με το οικονομικο επιτελείο, το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων αντιστοιχεί στο 2,5% του ΑΕΠ. Την επόμενη εβδομάδα, αναφέρουν οι πληροφορίες, θα εξεταστούν τα νέα δεδομένα ανακοινώνοντας διεύρυνση των μέτρων στήριξης.
Χάνεται ό,τι κερδήθηκε
Οι εκτιμήσεις αυτές δείχνουν ότι χάνεται το έδαφος που είχε κερδίσει η χώρα μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Αν και η ΤτΕ έκανε λόγο για μηδενική ανάπτυξη, πλέον η ύφεση είναι σίγουρη για το 2020 και κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το ποσοστό που θα καταγραφεί, αλλά ποια θα είναι τα απαραίτητα μέτρα που θα κληθεί να πάρει η κυβέρνηση για να «μαζέψει» τη ζημιά στην οικονομία.
Για παράδειγμα, η Morgan Stanley προβλέπει ύφεση 5,3% για την Ελλάδα το 2020, αλλά και ανάπτυξη 6,3% το 2021. Το επόμενο έτος θα «σβήσει» όποια πληγή απέκτησε η οικονομία το 2020, ενώ προβλέπει για φέτος δημοσιονομικό έλλειμμα -1,3% και δημόσιο χρέος στο 189,3% του ΑΕΠ. Η ύφεση για ολόκληρη την Ευρωζώνη τοποθετείται στο 5% για το 2020, για τη Γαλλία στο 4,8%, τη Γερμανία στο 4,5%, την Ιταλία στο 5,8%, την Πορτογαλία στο 5,3% και την Ισπανία στο 5,5%. Ωστόσο, κρίνοντας ότι η πανδημία του κορωνοϊού θα έχει αντιμετωπιστεί τους επόμενους μήνες, βλέπει επιστροφή στην ανάπτυξη για τις ευρωπαϊκές οικονομίες το 2021 με ρυθμούς 4-5%.
Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO) εκτιμά ότι η παγκόσμια αύξηση της ανεργίας θα κυμανθεί ανάμεσα στα 5,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και τα 24,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Στο χειρότερο σενάριο οι απώλειες θέσεων εργασίας θα ξεπεράσουν τα 22 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που ήταν οι άμεσες απώλειες από την οικονομική κρίση του 2008-2009. Αντίστοιχα, εκτιμά ότι οι απώλειες εισοδήματος για τους εργαζομένους παγκοσμίως θα κινηθούν ανάμεσα στα 860 και τα 3.440 δισεκατομμύρια δολάρια.