Τραγουδώντας την παράδοση αισθάνεται πως επιστρέφει στις ρίζες της. Ξαναβρίσκει την οικειότητα που νιώθει ο άνθρωπος όταν γυρίζει στο πατρικό σπίτι. Η παράδοση είναι εξάλλου η αφορμή για το τρυφερό ταξίδι στο οποίο μάς προσκαλεί η Ηρώ Σαΐα με το νέο άλμπουμ της που θα κυκλοφορήσει σύντομα. Παράδοση όχι μουσειακή αλλά ζωντανή, «κύτταρο» που αλληλεπιδρά και συνδιαλέγεται με τη σύγχρονη μουσική, μπολιάζοντάς τη με τον πλούτο και την ομορφιά του. Τίτλος του CD «Παραδώσου» (όπως και ο τίτλος της μουσικής παράστασης από την οποία ξεκίνησε η ιδέα της ηχογράφησης) και δεύτερος τίτλος «Το απ’ αλλού φερμένο». Γιατί από αλλού, από άλλες εποχές φερμένα, μοιάζουν τα τραγούδια που έγραψε ο Νεοκλής Νεοφυτίδης πατώντας σε παλιούς δρόμους, ώστε αν και είναι σύγχρονα να μοιάζουν παλιά. Πρόκειται για δουλειά που η ερμηνεύτρια και οι συνεργάτες της ετοιμάζουν επί τρία έτη, την ευτυχισμένη αλλά και ζόρικη για την τραγουδίστρια περίοδο που περισσότερο από την καριέρα της είχε να φροντίσει το μεγάλωμα των διδύμων που απέκτησΕ με τον σύζυγό της, τον σύνθετη Σταύρο Ξαρχάκο. «Ημουν άυπνη για δύο χρόνια» λέει η Ηρώ Σαΐα. «Τώρα όμως που τα παιδιά μεγάλωσαν κάπως και που η κατάσταση είναι επιτέλους υπό μερικό έλεγχο, απελευθερώθηκα λίγο, βρίσκω πιο εύκολα χρόνο για να ασχοληθώ και με τη μουσική μου».
Ετσι ήρθε η ώρα της δισκογραφικής επιστροφής – πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά προσωπικό άλμπουμ της μετά τα «Γυναίκα τριαντάφυλλο» και «Λευκό χαρτί» -, με την τραγουδίστρια να ανατρέχει σε παραδοσιακά ακούσματα και να μας τα επανασυστήνει, καταθέτοντας μια νέα ερμηνευτική πρόταση για το δημοτικό τραγούδι αλλά και για το σύγχρονο τραγούδι που έχει γερά θεμέλια στο παρελθόν. «Η παράδοση με ενδιέφερε ανέκαθεν και νομίζω πως η φωνή μου μπορεί να την υπηρετήσει ικανοποιητικά» λέει και θυμάται: «Ημουν ένα παιδί της επαρχίας, ένα κορίτσι που μεγάλωσε μοναχικά, γιατί το σπίτι μας ήταν μακριά από την πλατεία του χωριού, τις Αρχαίες Κλεωνές Κορινθίας. Τα ακούσματά μου, τα πανηγύρια, η ζωή στη φύση, ο πατέρας μου που ήταν ιερέας, αυτά με διαμόρφωσαν. Ως έφηβη πέρασα βεβαίως και μια φάση κατά την οποία υποτίμησα την παράδοση – ήταν λογικό να ακούω ό,τι άκουγαν οι συμμαθητές μου». Οταν ερχόμενη στην Αθήνα άρχισε να ασχολείται με τη μουσική, ανακάλυψε το ρεμπέτικο και το δημοτικό τραγούδι «και ό,τι άλλο είχα στην εφηβεία απορρίψει. Κατά τα παιδικά σου χρόνια, που όπως είναι γνωστό παίζουν τεράστιο ρόλο στη διάπλαση του χαρακτήρα σου, αγαπάς πράγματα χωρίς να το ξέρεις. Ετσι κι εγώ, αγάπησα χωρίς να το ξέρω τη βυζαντινή μουσική, γι’ αυτό πιθανώς η φωνή μου πάει σε αυτά τα μονοπάτια. Κάποια στιγμή αποδέχεσαι αυτό που είσαι, οπότε και εγώ αποδέχθηκα πως αγαπώ την παράδοση».
Είχε ήδη αφήσει πίσω της το χωριό, είχε έρθει στην Αθήνα, γεγονός που «με απελευθέρωσε. Βρέθηκα στη μεγάλη πόλη, είχα τη ζωή μπροστά μου, ήμουν ερωτευμένη, ήμουν ευτυχισμένη! Τότε μπλέχτηκα με το τραγούδι, με τα σεμινάρια του Σταμάτη Κραουνάκη, με τη γέννηση της «Σπείρα-Σπείρα»… Είχα βεβαίως και το άγχος του βιοπορισμού, έκανα διάφορες δουλειές για να ζήσω. Αργούμε πολλές φορές οι άνθρωποι να ασχοληθούμε με εκείνο που πραγματικά μας ταιριάζει».
Μεταξύ άλλων συνεργάστηκε σε διάφορα μουσικά σχήματα, για να τα αφήσει κάποια στιγμή και να συνεχίσει τις σπουδές της στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. «Γράφτηκα και στη σχολή του Γιώργου Αρμένη έπειτα από παρότρυνση του σκηνοθέτη Νίκου Μαστοράκη». Δεν ακολούθησε θεατρική καριέρα. «Θα ακουστεί περίεργο, δεν μου άρεσαν όμως ποτέ οι οντισιόν» λέει. «Ενιωθα άβολα. Ισως αυτό να οφειλόταν και σε έναν υποβόσκοντα εγωισμό. Επίσης, μεγαλώνοντας γίνεσαι πιο επικριτικός, ενίοτε δεν εκτιμάς ανθρώπους που σε κρίνουν… Δεν ήθελα να μπω σε μια τέτοια διαδικασία. Ακόμα και ως τραγουδίστρια δεν έχω πάει σε πολλές οντισιόν». Θεωρεί πως παιδεύτηκε για να βρει τον δρόμο της «επειδή δεν είχα εξαρχής τη στοχοπροσήλωση που απαιτείται. Με απορροφούσαν τα προσωπικά μου, παραμένω άνθρωπος που η προσωπική ζωή μου είναι η προτεραιότητά μου. Αυτό όμως με έκανε να τραγουδάω όπως τραγουδάω και να είμαι ευτυχισμένη».
Κριτικές, σχόλια και social media
Στη δουλειά της είναι αλήθεια διατεθειμένη να παίξει το παιχνίδι με τους όρους του σύγχρονου μάρκετινγκ; Θα εμφανιζόταν π.χ. στην τηλεόραση ως μέλος κριτικής επιτροπής σε κάποιο talent show; «Δεν θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες» απαντά, «γιατί ενίοτε διαψεύδονται. Θα απαντήσω λοιπόν πως μπορεί, αν και είναι άλλα τα όνειρα και τα σχέδιά μου». Ο δρόμος, ακόμα και τώρα που το όνομά της είναι γνωστό, παραμένει αναφορικός. «Τα ραδιόφωνα τους πιο πολλούς από εμάς δεν μας παίζουν» λέει. «Εξαιρετικές δουλειές περνούν σχεδόν απαρατήρητες επειδή δεν ακούγονται στις εκπομπές που επιμένουν στα ίδια και τα ίδια. Οι αστέρες σήμερα φτιάχνονται κάτω από συνθήκες άδικες για τους υπόλοιπους». Οταν ζητώ την άποψή της για αυτό που αποκαλούμε «έντεχνο τραγούδι», επισημαίνει πως «υπάρχουν και πολλά άτεχνα τραγούδια μέσα στο έντεχνο, όπως υπάρχουν και πολλά καλά τραγούδια στην άλλη πλευρά – αν υπάρχει άλλη πλευρά, γιατί ούτε αυτός ο διαχωρισμός μού αρέσει. Ο όρος έντεχνο καθιερώθηκε, καλώς ή κακώς για να συνεννοούμαστε, ως εκεί».
Δηλώνει πως δεν φοβάται την κριτική, «επιλέγω όμως να ακούω τους καλοπροαίρετους, όσο αυστηροί και αν είναι. Μιλάω βεβαίως για την κριτική που αφορά τη δουλειά μου. Γιατί η κριτική για την προσωπική ζωή μου – τα βέλη, τα δέχθηκα όταν προ ετών μαθεύτηκε η σχέση μου με τον Ξαρχάκο – είναι ένα άλλο θέμα». Πώς αλήθεια διαχειρίστηκε εκείνη την περίοδο, όταν είδε σχεδόν να «διαγράφεται» η μέχρι τότε πορεία της και στα κουτσομπολίστικα sites να υπάρχει κυρίως ως η νεαρή σύντροφος του συνθέτη;
«Είμαστε μια μικρή χώρα με μια μικρή αγορά, οπότε ήταν αναμενόμενο πως κάτι τέτοιο θα σχολιαζόταν» λέει. «Στην αρχή σε πειράζει, έπειτα το αποδέχεσαι, στο τέλος βλέπεις τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Θεωρώ πως ήταν πολύ ανθρώπινη η διαχείρισή μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν με πείραξε αυτό που συνέβη, ήταν σαν να ακυρώθηκαν δέκα χρόνια σημαντικής δουλειάς. Ομως σκέφτηκα πως όσο και αν γύρω μου υπάρχει πολύς φθόνος, η ζωή μού χάρισε θαυμάσια πράγματα. Θεωρώ πως βγήκα νικήτρια. Είμαι ευτυχισμένη με την οικογένειά μου, κάνω τα δικά μου πράγματα, ξέρω τι αξίζω, και δεν χρειάζομαι τη σφραγίδα της συζύγου (αυτό δεν το εκμεταλλεύθηκα ποτέ) ούτε την επιβεβαίωση των άλλων για να υπάρχω και να αισθάνομαι καλά».
Ερμηνεύτρια που δουλεύει και καλλιεργεί τη φωνή της συστηματικά, μητέρα που βρίσκει το 24ωρο μικρό για να κάνει όσα θέλει με τα παιδιά της, άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα, η Ηρώ Σαΐα εκτός από την καλλιτεχνική παρακολουθεί με ενδιαφέρον και την πολιτική επικαιρότητα. Αποφεύγει όμως να εκφραστεί, να μιλήσει ανοιχτά για τα πολιτικά πιστεύω της, καθώς θεωρεί «ακραία αυτά που λέγονται και γίνονται. Περιμένω πάντα από κάποιο πρόσωπο να με εμπνεύσει, όμως η απογοήτευσή μου από τους πολιτικούς είναι ως τώρα μεγάλη. Σκέφτομαι πως τελικά τα κόμματα είναι κάτι κακό, για εμένα το ιδανικό θα ήταν να μην υπάρχει κανένα κόμμα, να υπάρχουν απλώς άξιοι άνθρωποι που να διοικούν αυτή τη χώρα. Τα κόμματα είναι για να βάζουν τους πολίτες να τρώγονται. Γιατί τελικά το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ούτε οι Τούρκοι ούτε οι άμοιροι οι μετανάστες. Είναι που δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε για το κοινό καλό, που τρωγόμαστε διαρκώς μεταξύ μας». Η ίδια, για να μείνει έξω από το αλληλοφάγωμα, απέχει και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία χρησιμοποιεί σποραδικά μόνο για να ενημερώνει για τη δουλειά της. «Δεν έχω χρόνο να απαντώ στον καθένα και να στοχοποιούμαι» λέει. «Θεωρώ αυτές τις συζητήσεις άσκοπες, δεν λύνουν κανένα πρόβλημα, είναι μόνο για εκείνους που νομίζουν πως μέσα από το Internet αποκτούν υπόσταση. Εγώ έχω δύο παιδιά να κοιτάξω, έχω πολύ σημαντικότερα πράγματα να κάνω από το να τσακώνομαι με αγνώστους».