Ζώντας στην Ολλανδία, αλλά καθόλου αποκομμένος από την Ελλάδα, προσπαθώ να κατανοήσω την αρκετά μεγάλη διαφορά στην εξάπλωση και την επίπτωση του κορονοϊού στις δύο χώρες σε σχέση με την αντίδραση των κυβερνήσεων για την λήψη μέτρων αλλά και σε σχέση με δημογραφικά χαρακτηριστικά, τις υποδομές τους, αλλά και την νοοτροπία τους. Πιστεύω, ότι αυτή η σύγκριση της μέχρι τώρα πορείας, αλλά και οι αναπόφευκτες προβλέψεις, περιέχουν σημαντικά μαθήματα για τις μελλοντικές ενέργειες και επιπτώσεις και στις δύο χώρες.
Η Ελλάδα, σήμερα Τρίτη 24 Μαρτίου, έχει 700 κρούσματα και 17 θανάτους, ενώ η Ολλανδία τα επταπλάσια κρούσματα (4,749) και 30 φορές περισσότερους (213) θανάτους.
Οφείλεται αυτή η διαφορά στην ολιγωρία των αντίστοιχων κυβερνήσεων;
Σε μια πρώτη ανάγνωση, τα μέτρα στις δύο χώρες δεν διέφεραν και πολύ. Η τελευταία μέρα των σχολείων στην Ελλάδα ήταν η Τρίτη 10 Μαρτίου, και στην Ολλανδία η Παρασκευή 13 Μαρτίου. Στην Ελλάδα, τα μη-απαραίτητα καταστήματα έκλεισαν το Σάββατο 14 Μαρτίου, την ίδια μέρα με την Ολλανδία. Και, φυσικά, ενώ στην Ελλάδα από χθες έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας, αυτό δεν έχει γίνει ακόμα στην Ολλανδία. Φυσικά, υπάρχει και η αντίθετη ανάγνωση: ότι τα (κοινά) μέτρα πάρθηκαν όταν η Ολλανδία είχε τα δεκαπλάσια κρούσματα και τους δεκαπλάσιους θανάτους, και επομένως υπήρξε σημαντική ολιγωρία της Ολλανδικής κυβέρνησης.
Υπάρχουν ίσως και άλλες διαφορές που δικαιολογούν την σημαντική διαφορά του ρυθμού εξάπλωσης;
Πιστεύω πως ναι.
Η Ελλάδα έχει 11 περίπου εκατομμύρια κατοίκους, και η Ολλανδία 16 εκατομμύρια – η πληθυσμιακή πυκνότητα όμως είναι για την μεν Ελλάδα 82 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ για την Ολλανδία 488 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Πρόκειται για μια τεράστια διαφορά: η πληθυσμιακή πυκνότητα της Ολλανδίας είναι εξαπλάσια της Ελλάδας. Σε μια πολύ απλοϊκή εξομοίωση όπου θα θεωρούσαμε πως η μετάδοση του ιού ακολουθεί τον περίφημο “νόμο αντίδρασης των μαζών”, όταν στην Ολλανδία θα είχε “αντιδράσει” (δηλαδή μολυνθεί από τον ιό στην περίπτωση μας) το 50%, στην Ελλάδα θα είχε “αντιδράσει” μόλις το 15%. Επίσης, το αεροδρόμιο του Άμστερνταμ έχει απευθείας πτήσεις από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου (και πολλές προς και από την Κίνα, φυσικά) και 200 χιλιάδες επιβάτες την ημέρα από πτήσεις εξωτερικού την κρίσιμη περίοδο του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου (12,000,000 συνολικά αυτό το δίμηνο), ενώ το αεροδρόμιο της Αθήνας την ίδια περίοδο είχε συνολικά μόλις 850 χιλιάδες επιβάτες εξωτερικού. Τέλος, στην Ολλανδία, περίπου 2,000,000 Ολλανδοί μετακινούνται κάθε μέρα με τα μέσα μαζική μεταφοράς, δημιουργώντας ένα εξαιρετικό περιβάλλον για την μετάδοση του ιού. Όλα αυτά μαζί δημιουργούν μια διαφορετική εικόνα. όπου ο έλεγχος της εξάπλωσης του κορονοϊού στην Ολλανδία ήταν και είναι αντικειμενικά πολύ πιο δύσκολος.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην δυνατότητα περίθαλψης;
Η Ελλάδα και η Ολλανδία έχουν περίπου τον ίδιο αριθμό ΜΕΘ, αλλά και μια σημαντική διαφορά: στην Ολλανδία όλοι σχεδόν οι γιατροί με ειδικότητα άλλη από αυτή του γενικού ιατρού, εργάζονται σε νοσοκομεία. Έτσι η κινητοποίηση τους είναι πιο εύκολη (δεν χρειάζονται π.χ. αιτήσεις για εθελοντές ιδιώτες όπως στην Ελλάδα)για να επανδρώσουν τα νοσοκομεία. Επίσης η Ολλανδία διαθέτει ένα “νοσοκομείο καταστροφών” με 6,000 κλίνες, πολλές από τις οποίες μετατρέπονται σε ΜΑΦ, ενώ δεν έχει ακόμα ανοίξει. Μια άλλη διαφορά στους Ολλανδούς, είναι πως οι γιαγιάδες και οι παππούδες – οι πιο ευαίσθητες ομάδες δηλαδή – δεν είναι σε εξάρτηση από τα παιδιά τους και δεν “κρατάνε” τα εγγόνια: άρα, είναι πιο εύκολο να προστατευθούν, και χωρίς δρακόντια μέτρα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο αριθμός των τεστ για τον κορονοϊό και στις δύο χώρες είναι παρόμοιος, με λιγότερα τεστ και πολύ περισσότερα κρούσματα (δεκαπλάσια) κάθε μέρα στην Ολλανδία.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη – σημαντική – διαφορά, στο πως οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται το συμφέρον των πολιτών τους.
Η Ολλανδική κοινωνία έχει μια διαφορετική αντίληψη για τον θάνατο, έντονα επηρεασμένη και από την ιστορία του καλβινισμού στην χώρα. Οι Ολλανδοί αποδέχονται τον θάνατο αρκετά πιο εύκολα από τους Έλληνες. Το βλέπω στον καρκίνο: η έμφαση στην παρηγορητική φροντίδα στην Ολλανδία, για καταστάσεις που στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται με χειρουργεία και χημειοθεραπείες που προσθέτουν λίγους μόνο μήνες ζωής, είναι εμφανής. Η ευθανασία είναι νόμιμη, και είναι η επιλογή περισσότερων από 6,000 Ολλανδών κάθε χρόνο (πλησιάζει το 5% των θανάτων), κάτι που στην Ελλάδα πέρα από παράνομο είναι και στην ουσία αδιανόητο από την συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων. Επίσης, ο μέσος Ολλανδός είναι απόλυτα εξοικειωμένος με το γεγονός ότι σε μια “κακή χρονιά” γρίπης θα πεθάνουν πολλοί άνθρωποι από τις επιπλοκές της: π.χ. τον χειμώνα του 2018/2019 πέθαναν περίπου 9,500 άνθρωποι από την “απλή” γρίπη, και αυτό είναι ευρέως γνωστό. Ο μέσος Έλληνας (αλλά και πολύ γιατροί!) πιστεύουν πως οι θάνατοι από την γρίπη στην Ελλάδα κυμαίνονται ανάμεσα στους 100-200, απλά λόγω διαφορετικής μεθοδολογίας (Η Ολλανδία αλλά και πολλές άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, αλλά όχι η Ελλάδα, έχουν στατιστικές μεθόδους εκτίμησης, και δεν βασίζονται απλά στην ανίχνευση του ιού στον ασθενή). Έτσι, εάν στο τέλος της χρονιάς μετρήσουμε π.χ. 15,000 θανάτους στην Ολλανδία, αυτό θα θεωρηθεί από το ευρύ κοινό ως ένα κομμάτι της ζωής που συνεχίζεται και όχι ως “αποδεκατισμός μια γενιάς” όπως π.χ. είπε ο Ιταλός υπουργός (μια υπερβολική και συναισθηματική εκτίμηση). Στην Ελλάδα ο θάνατος π.χ. 5,000 ασθενών από τον κορονοϊό θα θεωρηθεί εθνική καταστροφή, χωρίς κανείς να μπορέσει να θυμίσει ότι κάθε χρονιά πεθαίνουν έτσι κι αλλιώς πάνω από 5,000 ασθενείς από καρκίνο του πνεύμονα (πολύ περισσότεροι καρκινοπαθείς θα πεθάνουν δυστυχώς νωρίτερα το 2020, λόγω προσβολής από τον κορονοϊό που δυστυχώς θα συντομεύσει το προσδόκιμο επιβίωσης τους).
Με άλλα λόγια τόσο η Ολλανδική όσο και η Ελληνική κυβέρνηση παίρνουν αποφάσεις με διαφορετικά δεδομένα, αλλά και οι δύο για το συμφέρον των πολιτών τους.
Σε κάθε περίπτωση: μένουμε σπίτι.
Ο δρ Αναστάσης Περράκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και Διευθυντής Ερευνών στο Ολλανδικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο