Σε προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεών της για την ελληνική οικονομία προχώρησε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία εκτιμά ότι λόγω της αρνητικής επίδρασης της κρίσης του κορωνοϊού στην οικονομική δραστηριότητα, το ΑΕΠ θα παραμείνει το 2020 στάσιμο έναντι ανάπτυξης 2,40% που αναμενόταν αρχικώς.

Η νομισματική αρχή στην «έκθεση του Διοικητή για το έτος 2019» υποστηρίζει ότι οι επιπτώσεις προς το παρόν δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία και η πανδημία είναι σε εξέλιξη.

Όπως αναφέρεται σχετικά, με βάση τα τελευταία στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί στη συνδυαστική λήψη μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, με ταυτόχρονη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του επιχειρείν, με στόχο την όσο το δυνατόν ταχύτερη επιστροφή στην κανονικότητα.

Όπως επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στην έκθεσή του για το 2019 που δόθηκε την Παρασκευή στη δημοσιότητα, στο πλαίσιο της ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων της νομισματικής αρχής, «η εξάπλωση του κορωνοϊού που προκαλεί τη νόσο Covid-19 και η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος επηρεάζουν καταλυτικά τις βραχυπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές και θέτουν, προσωρινά, μεγάλα εμπόδια στην πορεία προς την κανονικότητα».

Και προσθέτει ότι «η πανδημία δοκιμάζει τις κοινωνικές και οικονομικές αντοχές όλου του πλανήτη και απαιτεί άλλο επίπεδο διεθνούς επιστημονικής, κοινωνικής και οικονομικής συνεργασίας από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Οι αγορές ομολόγων και κεφαλαίων έχουν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες, με τις πιο αδύναμες οικονομίες να πλήττονται περισσότερο».   

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ενταχθεί με αξιώσεις στο νέο παγκόσμιο οικονομικό χάρτη, θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για την αντιμετώπιση μιας σειράς από περιορισμούς και προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται, με έμφαση στη μείωση του μεγάλου επενδυτικού κενού, στη δημιουργία πολλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και υψηλής εξειδίκευσης, στην αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ και στη μείωση του δημόσιου χρέους. 

Παράλληλα, σημειώνει ότι η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων, με τις προσαρμογές που επιβάλλουν οι έκτακτες συνθήκες, συμβάλλει στη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο εξορθολογισμός των δημοσιονομικών στόχων. 

«Η προσαρμογή του στόχου για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που ισχύουν σήμερα συνεπάγεται οφέλη, αρκεί να μην είναι τέτοια η μείωση του πλεονάσματος που να ανατρέπει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους» τονίζει ο κεντρικός τραπεζίτης.

Υπό αυτό το πρίσμα, προσθέτει σχετικά, πρέπει να ιδωθεί και η πρόσφατη θετική απόφαση του Eurogroup της 16ης Μαρτίου, το οποίο, αξιοποιώντας τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης περί ευελιξίας στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων σε περίπτωση δυσμενών οικονομικών εξελίξεων λόγω έκτακτων γεγονότων, εξαιρεί, για όλα τα κράτη-μέλη, τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που σχετίζονται με τα προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Επιπλέον, η λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών στην οικονομία δεν θα επηρεάσει τη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες. Τέλος, στην περίπτωση της Ελλάδος, οι δαπάνες που σχετίζονται με τη διαχείριση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης θα εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του στόχου του δημοσιονομικού αποτελέσματος.

Ο αντίκτυπος του κορωνοϊού

Αναλυτικότερα, στην Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για το έτος 2019 αναφέρονται τα ακόλουθα:

Το 2020 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορωνοϊού στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Ο οικονομικός αντίκτυπος εκδηλώνεται μέσω τριών διαύλων. 

Από την πλευρά της ζήτησης, με επιβράδυνση των ελληνικών εξαγωγών, τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών (μεταφορές, ναυτιλία και τουρισμός), και της εγχώριας κατανάλωσης και των επενδύσεων. Από την πλευρά της προσφοράς, με διατάραξη στις διεθνείς και περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού ενδιάμεσων και κεφαλαιακών αγαθών, καθώς και με το κλείσιμο επιχειρήσεων για να περιοριστεί η πανδημία.

Από την πλευρά του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης λόγω της επανατιμολόγησης των κινδύνων διεθνώς οδηγεί στην επιδείνωση των όρων και του κόστους άντλησης νέας χρηματοδότησης για τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και για το Ελληνικό Δημόσιο.

Ήδη παρατηρείται πολύ σημαντική αύξηση των περιθωρίων (spreads) τις τελευταίες ημέρες, ιδιαιτέρως στην περίπτωση της Ελλάδος, στις αγορές ομολόγων, οι οποίες, ούτως ή άλλως, παρουσιάζουν πολύ έντονη μεταβλητότητα.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2020, δεδομένων των επιπτώσεων της εξάπλωσης του κορωνοϊού.

Οι επιπτώσεις αυτές προς το παρόν δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία και η πανδημία είναι σε εξέλιξη.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι μηδενικός το 2020, αντί 2,4% που ήταν η πιο πρόσφατη πρόβλεψη μετά την ενσωμάτωση των στοιχείων των Εθνικών Λογαριασμών για το δ΄ τρίμηνο του 2019 (6 Μαρτίου 2020). 

Η προς τα κάτω αναθεώρηση της πρόβλεψης του ρυθμού ανάπτυξης κατά επιπλέον 2,4 ποσοστιαίες μονάδες οφείλεται στην ενσωμάτωση των επιπτώσεων από την εξάπλωση του κορωνοϊού.

Με βάση τα τελευταία στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα. 

Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει κυρίως από διαταραχές στην πλευρά της ζήτησης, με μείωση της εξωτερικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και της εγχώριας ζήτησης, αφού πλήττονται ιδιαιτέρως τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση και η ψυχαγωγία. 

Ουδείς σήμερα μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη της πανδημίας, ενώ οι επιπτώσεις της στις εθνικές οικονομίες θα εξαρτηθούν και από τα εθνικά και διεθνή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που λαμβάνονται.

Το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος ενσωματώνει υποθέσεις για τα αντισταθμιστικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί.

Οι στόχοι για τα πλεονάσματα

Η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού αφενός δημιουργεί νέες υψηλές δαπάνες για την αντιμετώπιση της νόσου, τη στήριξη των επιχειρήσεων και τη διαφύλαξη της απασχόλησης και αφετέρου έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, στα κρατικά έσοδα.

Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον αρχικό στόχο 3,5% του ΑΕΠ, αν και αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. 

Λόγω όμως της ευελιξίας που ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για έκτακτες συνθήκες, η διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος σε χαμηλότερα επίπεδα δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως παραβίαση του στόχου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική σήμερα, που μεταβάλλει ριζικά όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται ώστε να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των δαπανών για την αντιμετώπιση της νόσου του κορωνοϊού και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία, με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει η μικρότερη δυνατή επίπτωση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.