Η Εκκλησία έχει αποδείξει στο διάβα των αιώνων ότι στέκεται δίπλα στον πάσχοντα, στον ασθενή, στον ταλαιπωρημένο, σε όποιον έχει ανάγκη. Και Εκκλησία, δεν είναι μόνο οι Αρχιερείς που δέχονται συνεχώς και την μεγαλύτερη επίθεση, αλλά οι απλοί ταπεινοί ιερείς, ακόμα και οι πιστοί που αποτελούν μέλος μιας ενιαίας κοινότητας.
Ως εκ τούτου η δημόσια συζήτηση, με τον τρόπο που γίνεται και με ευθύνη των κομμάτων, ήταν σε λάθος κατεύθυνση και δημιουργήθηκε για μια ακόμη φορά κλίμα αρνητικό για την Εκκλησία που δεν το αξίζει.
Η μεγάλη κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας απεδείχθη με τον πιο περίτρανο τρόπο με τα συσσίτια των ενοριών την δεκαετία της κρίσης, και όχι μόνο. Και δεν ήταν μόνο αυτά, καθώς πέρα από τα πνευματικά της καθήκοντα, η Εκκλησία συνδράμει με τα φροντιστήρια (μαθηματικά, έκθεση, κ.α. ακόμα και ξένες γλώσσες ή μαθήματα μουσικής, ζωγραφικής, κα.) σε μαθητές οικογενειών με οικονομικά προβλήματα, με ιατρική βοήθεια μέσω των ιατρών (παθολόγων, καρδιολόγων) που παρέχουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους, την ψυχολογική υποστήριξη από ειδικούς ψυχολόγους, κλπ.
Αυτή η προσφορά αναγνωρίστηκε από όλα τα κόμματα του Ελληνικού Κοινοβουλίου και δεν χρειάζεται κάθε φορά να γίνεται συζήτηση επί αυτής, αν και ορισμένες στιγμές επιβάλλεται διότι χάνεται η ουσία με τις άδικες επιθέσεις.
Τα όσα έγιναν τις τελευταίες ημέρες με επίκεντρο την Εκκλησία ανέδειξαν και το μεγάλο μένος πολλών για το συγκεκριμένο θεσμό. Προφανώς και υπάρχουν φίλοι και εχθροί, συνοδοιπόροι και επικριτές, σύμμαχοι και αντίπαλοι. Όπως σε όλα τα θέματα στη ζωή, υπάρχει άσπρο και μαύρο και αρνούμαστε να δούμε και τα άλλα χρώματα.
Στην περίπτωση της Εκκλησίας, υπήρξε μεγάλη ένταση για το γεγονός ότι δεν έκλεισαν εξ αρχής οι Ναοί και δεν σταμάτησαν οι λατρευτικές εκδηλώσεις, ενώ έγινε και μεγάλη συζήτηση για τη Θεία Κοινωνία, θέμα που αποτελεί και μόνιμη εστία προβληματισμού για τους μη πιστούς.
Προφανώς θα έπρεπε και η Εκκλησία να λάβει μόνη της νωρίτερα σχετική απόφαση για να προστατευθούν οι πιστοί, αν και στο θέμα της Θείας Κοινωνίας δεν μπορούσε, όπως και το έκανε να οπισθοχωρούσε, διότι είναι δογματικό θέμα και θα ακύρωνε την ίδια της την ύπαρξη. Είχε όμως τη δυνατότητα να κινηθεί διαφορετικά και να μην βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα, δίνοντας αφορμή στους πάσης φύσεως επικριτές της.
Όμως και η Πολιτεία δεν τόλμησε νωρίτερα – το έπραξε με καθυστέρηση- να λάβει απόφαση για απαγόρευση των λατρευτικών εκδηλώσεων όλων των δογμάτων στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση –και δεν έχει σχέση μόνο με την παρούσα κυβέρνηση, αλλά είναι διαχρονικό ζήτημα- αναδεικνύεται το θέμα των σχέσεων πολιτικών και Εκκλησίας και πως επηρεάζονται αποφάσεις.
Σίγουρα είναι πρωτοφανές να είναι κλειστοί οι ναοί ειδικά αυτή τη μεγάλη λατρευτική περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής , αλλά η δημόσια υγεία προέχει. Είναι έκτακτη κατάσταση και ως τέτοια πρέπει να τη δουν όλοι, ειδικά οι πιστοί. Δεν αποτελεί συνειδητή ιδεολογική πράξη η απουσία από τους ναούς, αλλά αποτελεί ιατρική εντολή, απόλυτα σεβαστή και σε αυτή πρέπει να πειθαρχήσουν άπαντες.
Η πίστη του καθενός είναι προσωπικό θέμα και μπορεί, σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες, να προσευχηθεί και σπίτι του. Εξάλλου, πόσες φορές δεν παραβαίνουμε οι πιστοί τα όσα λέει το Ευαγγέλιο και οι γραφές; Πότε με τη συκοφαντία, πότε με την φιλαργυρία, πότε με την κατάκριση, πότε με τον ωχαδελφισμό και τον ατομικισμό, κλπ. Ας κοιτάξουμε από αυτή την κρίση να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και όπως μου είπε ένας απλός βοσκός πριν χρόνια σε ένα βουνό της Ηπείρου, «ας φάει κάποιος κρέας και την Μεγάλη Παρασκευή, αλλά ας κοιτάξει να γίνει καλύτερος άνθρωπος».
Ας αφήσουμε την επιστήμη να κάνει τη δουλειά της, με την παράφραση της ιστορικής φράσης, «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Η Εκκλησία από αυτή την κρίση δεν έχει να χάσει, μόνο να κερδίσει.