Ο Ιπποκράτης και ο Θουκυδίδης το γνώριζαν και το είχαν επισημάνει από τότε: αρκετές ασθένειες εμφανίζουν μια εποχικότητα και είναι συχνότερες σε συγκεκριμένες εποχές. Πολλοί άνθρωποι -ειδικοί και μη- «ποντάρουν» ακριβώς ότι ο κοροναϊός θα αποδειχθεί και αυτός εποχικός, υποχωρώντας σημαντικά μόλις μπει για τα καλά η άνοιξη και πολύ περισσότερο όταν αρχίσει το καλοκαίρι.
Το κεντρικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό όντως θα συμβεί και ο νέος ιός θα «μιμηθεί» τη γρίπη που είναι εποχική.
Τι λένε οι επιστήμονες
Οι επιστήμονες παραδέχονται όμως ότι δεν έχουν σίγουρη απάντηση και μπορούν μόνο να εύχονται ότι αυτό θα συμβεί. Κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν μπορεί να στοιχηματίσει σήμερα ότι ο κοροναϊός θα αλλάξει πράγματι τη συμπεριφορά του μετά την εισβολή της άνοιξης (κάτι που τυπικά θα συμβεί στις 20 Μαρτίου), αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η ανθρωπότητα δεν έχει καμία ανοσία έναντι του SARS-CoV-2.
Όσα πάντως είναι ήδη γνωστά για άλλες ασθένειες, σύμφωνα με το κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Science», δεν παρέχουν ισχυρή υποστήριξη στην ιδέα ότι ο νέος κοροναϊός θα εξαφανιστεί ξαφνικά μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Τουλάχιστον 68 μεταδοτικές νόσοι είναι εποχικές, με διαφορετικό «προφίλ» η κάθε μία, σύμφωνα με έρευνα της Μικαέλα Μαρτίνεζ του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, η οποία δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό «PLoS Pathogens».
Οι διάφορες ασθένειες έχουν τη δική τους διαφορετική εποχικότητα, η οποία μάλιστα επηρεάζεται και από τη γεωγραφία (διαφορετική συμπεριφορά κατά τόπους του βορείου και νοτίου ημισφαιρίου). Μερικές κορυφώνονται στην αρχή ή στο τέλος του χειμώνα, άλλες την άνοιξη, το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο. Και κάποιες ασθένειες δεν εμφανίζουν καμία εποχική διακύμανση.
Ακόμη και για τις ασθένειες με σαφή εποχικότητα δεν είναι ξεκάθαρο γιατί εμφανίζουν εποχικά «σκαμπανεβάσματα». Στην περίπτωση της γρίπης, για παράδειγμα, η οποία ενισχύεται το χειμώνα, πολλοί επιστήμονες εστιάζουν στην πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στα παθογόνα μικρόβια, στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. οι άνθρωποι συνωστίζονται περισσότερο σε κλειστούς χώρους), στην πτώση της θερμοκρασίας ή στις αλλαγές στη διατροφή και στα χαμηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό λόγω της μικρότερης έκθεσης στον ήλιο. Μια άλλη ιδέα είναι ότι το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα αλλάζει με τις εποχές, αποκτώντας μικρότερη ή μεγαλύτερη αντίσταση στα μικρόβια, ανάλογα με το πόσο φως δέχεται το σώμα μας.
Οι ιοί της γρίπης δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους για πάνω από το ένα τρίτο του έτους (βασικά τους μήνες του χειμώνα). Αντίθετα οι ρινοϊοί που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στον κρύο καιρό και είναι ενεργοί περίπου στο 85% των ημερών του έτους, ενώ κορυφώνονται συνήθως όταν τα παιδιά επιστρέφουν στο σχολείο από τις διακοπές του καλοκαιριού. Οι αδενοϊοί, που επίσης προκαλούν κρυολόγημα, κυκλοφορούν για πάνω από το μισό μέρος του έτους.
Η «προϋπηρεσία» των κορονοϊών
Ποια είναι η έως τώρα εμπειρία ειδικότερα για τους κορονοϊούς; Ο κορονοϊός που εμφανίστηκε στο τέλος του 2002 και προκάλεσε τη νόσο SARS, είχε -μετά από εντατικές προσπάθειες- ουσιαστικά εξαφανιστεί έως το καλοκαίρι του 2003 και έκτοτε δεν μας απασχόλησε ιδιαίτερα. Ο πιο επίμονος κορονοϊός της νόσου MERS, ο οποίος σποραδικά «πηδά» από τις καμήλες στους ανθρώπους, δεν κατάφερε να έχει ποτέ ευρεία μετάδοση διεθνώς, όπως ο τωρινός της νόσου Covid-19.
Τρεις άλλοι κορονοϊοί που προκαλούν κρυολογήματα και άλλες αναπνευστικές παθήσεις, συμπεριφέρονται σαν τη γρίπη, καθώς έχουν σαφή εποχικότητα με κορύφωση το χειμώνα, με λιγοστά έως μηδενικά περιστατικά λοιμώξεων το καλοκαίρι, σύμφωνα με τη μοριακή βιολόγο Κέιτ Τέμπλετον του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, η οποία έκανε τη σχετική μελέτη τους. Αυτό όμως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο νέος ιός SARS-CoV-2 της νόσου Covid-19 θα συμπεριφερθεί με τον ίδιο εποχικό τρόπο. Όπως δείχνει π.χ. η περίπτωση της Σιγκαπούρης, που έχει ήδη περισσότερα από 200 περιστατικά, ο νέος ιός μπορεί ασφαλώς να μεταδίδεται σε υγρό και ζεστό κλίμα.
Δύο πολύ πρόσφατες μελέτες για τη νόσο Covid-19 κατέληξαν σε αντιφατικά συμπεράσματα. Η μία βρήκε ότι ο ιός μεταδόθηκε στην Κίνα εξίσου από τις κρύες έως τις πιο τροπικές περιοχές της, ενώ η άλλη -πιο αισιόδοξη- συμπέρανε ότι η μετάδοση του ιού συμβαίνει διεθνώς κυρίως σε περιοχές με θερμοκρασίες 5 έως 11 βαθμών Κελσίου και με σχετική υγρασία 47% έως 70%.
Όμως, σύμφωνα με τη Μαρτίνεζ, «ακόμη και αν ο νέος ιός εμφανίσει μεγάλη εποχική υποχώρηση, από τη στιγμή που αρκετοί ευάλωτοι άνθρωποι χωρίς ανοσία βρίσκονται τριγύρω, ο ιός μπορεί να συνεχίσει για αρκετό καιρό». Εξίσου συγκρατημένος είναι ο επιδημιολόγος Μαρκ Λίπσιτς της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος δεν πιστεύει ότι ο νέος θα «σβήσει» τον Απρίλιο. Όπως έγραψε στο ιστολόγιο του, η όποια υποχώρηση του «αναμένεται να είναι μέτρια και όχι αρκετή για να σταματήσει τη μετάδοση του ιού από μόνη της». Τελικά, μόνο ο χρόνος θα δείξει κατά πόσο η αλλαγή εποχής θα «φρενάρει» το νέο κορονοϊό.