Επελαύνοντος του κορωνοϊού, η συζήτηση που εξελίσσεται και την οποία παρακολουθούμε με φόντο την θρησκευτική διάσταση του ζητήματος είναι μόνο βλαπτική.
Κυρίως συμβαίνει αυτό, επειδή η όποια τέτοια συζήτηση γίνεται είτε εκ του πονηρού από διαφόρους «προοδευτικούς» που θεωρούν ότι διαθέτουν απαντήσεις για τα πάντα – ακόμη και για εκείνα που η επιστήμη δεν διαθέτει – είτε επειδή η ατολμία και η αδυναμία κάποιων να χωρίσουν δυο γαϊδάρων άχυρα, εμποδίζει την σκέψη σε κάποια βάση στοιχειώδους λογικής.
Το αν και κατά πόσον ο ιός αυτός κολλάει μέσω της Θείας Κοινωνίας κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με κατηγορηματικότητα. Μπορεί να συμβαίνει αυτό, μπορεί και όχι. Όπως μπορεί και να συμβαίνει με τα πλημμελώς πλυμένα σκεύη σε κάποιο εστιατόριο, καφενείο ή μπαρ, τα οποία εξακολουθούν να έχουν επισκέπτες αυτήν την περίοδο.
Το αν και κατά πόσον ο συγχρωτισμός στις εκκλησίες διαφέρει από εκείνον σε κάποιον άλλον δημόσιο χώρο, δεν χωρεί προφανώς και πολλή συζήτηση. Δεν διαφέρει. Εξ ου και οι ευπαθείς ομάδες ή οποιοι άλλοι έτσι θεωρούν, οφείλουν να απέχουν από συναθροίσεις τέτοιου είδους, όπως και από άλλους χώρους.
Το πώς μπορεί να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, θα όφειλε να έχει λυθεί ήδη.
Το κράτος δεν είναι σε θέση να επιβάλλει απαγορεύσεις στην Εκκλησία. Όχι τόσο λόγω της μεταξύ τους ανεξαρτησίας, όσο για κάποιον άλλο λόγο. Μπορεί να ακουστεί παράξενο στα αυτιά κάποιων ή πολλών, αλλά ειδικά σε ένα ζήτημα το οποίο η επιστήμη ακόμη δεν έχει λύσει, η πίστη είναι για πολλούς ανθρώπους το μοναδικό καταφύγιο.
Η άποψη δε κατά την οποία όσοι προσέρχονται σε εκκλησίες διακατέχονται από τύφλωση και δεν είναι σε θέση να σκεφτούν τι είναι το ορθό, είναι υποτιμητική της νοημοσύνης μίας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Κάποιος θεωρεί ότι είναι ευφυέστερος κάποιου άλλου και προφανώς δεν είναι.
Υπό το πρίσμα αυτό, το κράτος δεν είναι σε θέση να επιβάλλει απαγόρευση των συναθροίσεων στις εκκλησίες. Πολλώ δε μάλλον, από την στιγμή κατά την οποία δεν έχει επιβάλλει απαγορεύσεις σε συναθροίσεις άλλου τύπου στο πεδίο της άμεσης αρμοδιότητάς του, είτε μιλάμε για δημόσιες υπηρεσίες, είτε για μαζικές εκδηλώσεις, είτε για διαδηλώσεις κλπ.
Το μόνο που μπορούν να κάνουν το κράτος και η κυβέρνηση είναι να βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και συνεννόηση με την Εκκλησία, να ζητήσουν την συνδρομή της και εν τέλει να το κοινοποιήσουν με λιτές και σαφείς ανακοινώσεις και δηλώσεις.
Η Εκκλησία από την πλευρά της έχει κάθε δυνατότητα να στείλει τα σωστά μηνύματα, να απευθυνθεί στο ποίμνιο με την επιβεβλημένη λιτότητα και νηφαλιότητα και να συμβάλλει με τον τρόπο που γνωρίζει πολύ καλά στην προσπάθεια για την διαχείριση του προβλήματος.
Οποιαδήποτε άλλη συζήτηση, με κραυγές και κρυφές ατζέντες, είτε «προοδευτικές», είτε «συντηρητικές», είναι εκ του πονηρού, στενόμυαλες και εν τέλει ατελέσφορες.