Στην πρόσφατη επίσκεψή του στον Έβρο με την ηγεσία της ΕΕ, ο Πρωθυπουργός επισήμανε κάποια στιγμή ότι απαιτείται σκέψη αντισυμβατική (out of the box) από όλους για την αντιμετώπιση αυτής της μεταναστευτικής κρίσης.
Η έξαρσή της συμπίπτει με την πολλαπλή και πολυδιάστατη απειλή που προκαλείται από την μετάδοση του κορωνοϊού. Μία απειλή η οποία δεν αφορά μόνο την χώρα μας, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη και την υφήλιο. Όπως και το μεταναστευτικό, άλλωστε…
Τα «απρόοπτα» αυτά αναδεικνύουν την αδυναμία ασφαλών προβλέψεων και τον ρόλο της πολιτικής, σε έναν κόσμο όπου η γραμμικότητα στις εξελίξεις έχει ούτως ή άλλως εκλείψει.
Τα εργαλεία που έως και σήμερα είχαν θεωρηθεί επαρκή, ήδη έχουν απολέσει ένα μεγάλο μέρος της επάρκειας και της αποτελεσματικότητάς τους, αρχικώς σε οικονομικό και σταδιακά σε πολιτικό επίπεδο.
Ειδικώς σε μία ζώνη όπως η ΟΝΕ, όπου δεσμευτικοί κανόνες αναιρούν εν πολλοίς τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας, ή όπου τα όρια της παρέμβασης μέσω της νομισματικής πολιτικής έχουν εξαντληθεί, είναι φανερό ότι απαιτείται κάτι διαφορετικό και μάλιστα επειγόντως.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική οικονομία όπως και όλες οι άλλες, βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα της ακύρωσης ή ανατροπής προβλέψεων και παροδοχών για την ανάπτυξη και με έναν κίνδυνο ανησυχητικών αλυσιδωτών αντιδράσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να ανατρέψουν τα πάντα.
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται κάτι άλλο. Μία συνολική διαφορετική προσέγγιση, ένας επαναπροσδιορισμός δεδομένων και μέσων πολιτικής και οικονομικής παρέμβασης.
Αργά ή γρήγορα, οι δύο μεγάλες παράμετροι αστάθειας, θα επιβάλλουν την ανάγκη χάραξης διαφορετικών πολιτικών.
Ειδικώς στο δημοσιονομικό πεδίο, η απειλή της ύφεσης θα καταστήσει τα ευρωπαϊκά εργαλεία άσκησης πολιτικής ανεπαρκή ή και εν τοις πράγμασι άκυρα.
Ήδη έχει ξεκινήσει μία συζήτηση για την επανεξέταση πολλών από αυτά. Σε ό,τι αφορά την χώρα μας, το ζήτημα των υψηλών και άστοχων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ένα από τα πρώτα στον κατάλογο.
Εν όψει της όποιας συζήτησης περί αναθεώρησης, η Ελλάδα έχει ενδεχομένως περισσότερες δυνατότητες απ’ ό,τι κάποιοι φαντάζονται. Όμως πρέπει να αποφύγει ένα μεγάλο λάθος.
Δεν πρέπει η ελληνική κυβέρνηση ούτε καθ’ υπόνοιαν να θεωρήσει ότι μία διεκδίκηση για περιορισμό των πλεονασμάτων είναι αντάλλαγμα, είτε σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, είτε – και πολλώ δε μάλλον – του μεταναστευτικού.
Η χώρα βρίσκεται στο τέλος μίας πρωτοφανώς μακράς και βαθιάς κρίσης με πολλές εκφάνσεις. Αν κάτι αλλάξει στην Ευρώπη, οφείλει να μην το αποδεχθεί ως χάρη ή ως ευεργέτημα, προκειμένου να συνεχίσει να εξυπηρετεί μία κοντόφθαλμη και αναποτελεσματική πολιτική κυρίως σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό. Αυτό είναι κάτι που κάνει ο Ερντογάν, ο οποίος ως επικεφαλής μίας μη ευρωπαϊκής χώρας, απολαμβάνει τα οικονομικά ανταλλάγματα, περιφρονώντας μονίμως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτά.
Η χώρα μας και η σημερινή κυβέρνηση έχουν μία μεγάλη ευκαιρία, προκειμένου να θέσουν την Ευρώπη και ειδικώς την «ισχυρή» Γερμανία, προ των ευθυνών τους.
Σε αυτήν την διαδικασία διεθέτει ένα όπλο: είναι το μεγάλο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον. Στο παιχνίδι δεν νοείται να υπάρχουν προνομιακοί παίχτες, δίχως υποχρεώσεις και ευθύνες. Και τα ανταλλάγματα που μπορεί να αξιώσει η Ελλάδα είναι πολλά και σημαντικά, όσο για τις «προνομιακές» επενδύσεις στην χώρα υπάρχουν περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι.
Αν κάποιος είναι πρόθυμος να σκεφτεί και να ενεργήσει αντισυμβατικά (out of the box), οφείλει να τα έχει αυτά υπόψιν…