Τα πολυαναμενόμενο ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης είναι πλέον και επίσημα νόμος του Kράτους. Διαφημίστηκε ως το πρώτο ασφαλιστικό μετά τα χρόνια των Μνημονίων, που δεν περιλαμβάνει μειώσεις συντάξεων, και ως η τομή ,που σηματοδοτεί την αποκατάσταση των αδικιών του προηγούμενου καθεστώτος και την ανάταξη της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση, επίσης, ισχυρίζεται ότι δεν θα χρειαστεί άλλη παρέμβαση στο Ασφαλιστικό τα επόμενα έτη, καθότι βάσει της αναλογιστικής μελέτης που συνοδεύει το νόμο, το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι βιώσιμο έως το 2070. Είναι, όμως, αυτή η πραγματικότητα;
Δυστυχώς τα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση είναι πιο σύνθετα.
Σχετικά με την αναφορά στη δεδομένη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και την εγγυητική ευθύνη του Κράτους για τις ασφαλιστικές παροχές, αυτή περιορίζεται σε γενικά πλαίσια και δεν συνεπάγεται εγγύηση του ύψους των παροχών. Στο άρθρο 25 του νέου Νόμου αναφέρεται ρητά ότι «ανά τριετία θα εκπονούνται νέες αναλογιστικές μελέτες με αντικείμενο την συνεχή παρακολούθηση της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης» και ότι «με ειδικό νόμο» θα «ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος». Παράλληλα, υπάρχει η λεόντειος δέσμευση ότι το ύψος της συνολικής δαπάνης για εθνική, ανταποδοτική και επικουρική σύνταξη έως το 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο της αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον δεν επιτυγχάνονται οι προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις θα υποχρεούνται να προχωρήσουν σε νέες μειώσεις των συντάξεων. Πρωταρχικός στόχος του συστήματος δεν είναι η βελτίωση των παροχών, αλλά η μείωση και ο έλεγχος της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Εγγύηση δεν υφίσταται ούτε για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, καθώς η αναλογιστική μελέτη, που συνοδεύει το νόμο, προβλέπει ενδεχόμενη αύξηση του ανώτατου ορίου ηλικίας από το 67ο έτος που είναι σήμερα, στο 68ο έτος το 2024. Η προβολή του συστήματος για το 2066 είναι ότι το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα έχει αγγίζει το 72ο έτος της ηλικίας των ασφαλισμένων.
Χωρίς να μειώνουμε την αξία της δημοσιονομικής βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, θεωρούμε ότι κρισιμότερη για τους πολίτες είναι η εγγύηση αξιοπρεπών παροχών. Αυτή τίθεται σε δεύτερη μοίρα, καθώς το ασφαλιστικό μας σύστημα συνεχίζει να βρίσκεται σε ένα ιδιότυπο «Μνημόνιο» με ρήτρα μείωσης συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Ο νέος νόμος πράγματι διορθώνει κάποιες από τις αδικίες του προηγούμενου νόμου, με την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης για όσους έχουν πάνω από τριάντα έτη ασφάλισης. Σε καμία περίπτωση, όμως, οι αυξήσεις δεν προσεγγίζουν τα ποσά που ελάμβαναν οι συνταξιούχοι το 2010 πριν την υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο. Έχουμε μια μερική αποκατάσταση και μόνο για όσους είχαν ικανοποιητικές αποδοχές στο εργασιακό τους βίο και πολλά χρόνια ασφάλισης. Η πλειοψηφία των συνταξιούχων πριν την 13η-5-2016 θα δουν μόνο λογιστική αύξηση, καθώς η όποια αύξηση συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προέκυψε μετά τον επανυπολογισμό του νόμου Κατρούγκαλου. Όσοι συνταξιοδοτήθηκαν μετά την 13η -5-2016 και οι συντάξεις τους υπολογίστηκαν εξαρχής με το νόμο Κατρούγκαλου, εφόσον είχαν πάνω από 30 έτη ασφάλισης θα έχουν αυξήσεις από 20 έως και 140 ευρώ (ασφαλισμένοι με 40 έτη ασφάλισης και μέσο μισθό 2.000 ευρώ). Οι συνταξιούχοι, που θα έχουν αύξηση στην κύρια σύνταξη, δεν υπερβαίνουν τους 100.000 σε συνολικό πληθυσμό 2.600.000 συνταξιούχων. Περίπου 290.000 συνταξιούχοι επικουρικής, με άθροισμα πάνω από 1.300 ευρώ μεικτά κύρια και επικουρική σύνταξη, που είχαν περικοπή τον Ιούνιο του 2016, θα δουν να επανέρχονται οι επικουρικές τους συντάξεις στο ποσό που ελάμβαναν τότε. Οι νέες επικουρικές συντάξεις θα συνεχίσουν όμως να εκδίδονται με τον τρόπο υπολογισμού που εισήγαγε ο νόμος Κατρούγκαλου. Οι περικοπές, που έλαβαν χώρα από το 2010 έως το 2015 και μείωσαν κατά 50% την μέση επικουρική σύνταξη, δεν αποκαθίστανται.
Συνεπώς, συνολικά περίπου 390.000 συνταξιούχοι θα έχουν άμεση ωφέλεια από το νέο ασφαλιστικό νόμο. Είναι πράγματι ο πρώτος νόμος χωρίς μειώσεις; Αν προσθέσουμε στη συνολική εικόνα, την κατάργηση του επιδόματος που θεσπίστηκε και χορηγήθηκε εν είδει 13ης σύνταξης την προηγούμενη άνοιξη, η πλειοψηφία των συνταξιούχων θα έχουν απώλεια και μείωση σε σχέση τουλάχιστον με τον προγραμματισμό που είχε κάνει. Στο νέο νόμο δεν υπάρχει καμία μέριμνα για τους χαμηλοσυνταξιούχους που είδαν την τετραετία 2016-2019 να εξαφανίζεται σταδιακά το ΕΚΑΣ. Ο περίφημος μηχανισμός στήριξης χαμηλοσυνταξιούχων, που είχε ανακοινωθεί από τον Υπουργό Εργασίας, θυσιάστηκε στο βωμό της δέσμευσης για την μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τελικά δεν «ήρθε» ποτέ.
Η μόνη διάταξη του νόμου Κατρούγκαλου, που πραγματικά καταργείται, είναι αυτή για τον τρόπο επιβολής εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες. Με το νέο νόμο αποσυνδέεται πλήρως η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από το φορολογητέο εισόδημα και εισάγονται 6 προαιρετικές κατηγορίες ασφάλισης, από 220 ευρώ η πρώτη κατηγορία έως 576 ευρώ η έκτη και υψηλότερη κατηγορία. Ανάλογα με την εισφορά που καταβάλλει ο επαγγελματίας θα λάβει και αντίστοιχη σύνταξη. Το σύστημα αυτό είναι πράγματι απλούστερο. Είναι όμως και πιο δίκαιο; Το 85% των επαγγελματιών που έως σήμερα λόγω χαμηλής φορολογικής δήλωσης κατέβαλε την κατώτατη εισφορά των 185 ευρώ, πλέον θα καταβάλει εισφορά τουλάχιστον 220 ευρώ, δηλαδή θα έχει επιβάρυνση 35 ευρώ μηνιαίως και συνολικά 420 ευρώ ετησίως. Οι ελάχιστοι, πλην εύποροι ασφαλισμένοι με 78.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα (μέχρι του ποσού αυτού καταβαλλόταν ασφαλιστική εισφορά), κατέβαλαν την πράγματι υπερβολική ανώτατη εισφορά των 1.310 ευρώ μηνιαίως θα μπορούν να καταβάλλουν και αυτοί την ελάχιστη εισφορά των 220 ευρώ, δηλαδή θα έχουν ελάφρυνση 990 ευρώ μηνιαίως και 11.880 ευρώ ετησίως.
Αναμφισβήτητα υπήρχε ανάγκη ελάφρυνσης των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, καθώς σε αυτά πέραν της εισφοράς επιβάλλεται και φόρος, όμως με τη νέα διάταξη οι εύποροι ασφαλισμένοι παράλογα εξομοιώνονται πλήρως σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις με τους οικονομικά ασθενέστερους. Δεν είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντος, δίκαιο ο επαγγελματίας που έχει εισοδήματα 78.000 ευρώ ετησίως να καταβάλλει ίσες εισφορές με αυτόν που έχει μηδενικά εισοδήματα. Θα μπορούσε το Υπουργείο Εργασίας να μειώσει σημαντικά αλλά λελογισμένα τις υψηλές εισφορές και να διατηρήσει την χαμηλή εισφορά του προηγούμενου νόμου. Η παραπάνω παρέμβαση ενέχει τρείς κινδύνους.
Πρώτον να μειωθεί η ήδη χαμηλή εισπραξιμότητα του ΕΦΚΑ, καθώς πολλοί ασφαλισμένοι που δυσκολεύονταν να καταβάλλουν τα 185 ευρώ, δύσκολα θα μπορέσουν να καταβάλλουν 220 ευρώ το μήνα. Δεύτερον, αν η πλειοψηφία των ασφαλισμένων επιλέξει να καταβάλλει, ανεξαρτήτως εισοδήματος την χαμηλή εισφορά, μακροπρόθεσμα θα μειωθούν τα αποθεματικά, από τα οποία πηγάζει η χρηματοδότηση των συντάξεων. Τρίτον, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, με την δυσανάλογη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών σε όσους έχουν μεγάλα εισοδήματα, συρρικνώνεται ο χώρος της κοινωνικής ασφάλισης, προαιρετικοποιείται ο χαρακτήρας της και συνακόλουθα πριμοδοτείται η ιδιωτική ασφάλιση, καθώς δίνεται μεγάλο περιθώριο προσέλκυσης ασφαλισμένων από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, προκειμένου να αυξήσουν τις μελλοντικές συντάξιμες αποδοχές τους.
Στο ζήτημα της απασχόλησης συνταξιούχων, το νέο πλαίσιο διορθώνει μια υπερβολή του προηγούμενου καθεστώτος μειώνοντας την παρακράτηση σύνταξης από το 60% στο 30% της σύνταξης. Στα ψιλά γράμματα της κρύβεται και η μοναδική μείωση (αν προσπεράσουμε την κατάργηση του επιδόματος 13ης σύνταξης) του νόμου, καθώς επεκτείνεται η περικοπή του 30% από τον Μάρτιο του 2021 και στους συνταξιούχους που είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν την 13η-5-2016, οι οποίοι είχαν εξαιρεθεί από την μείωση στον προηγούμενο νόμο.
Συμπερασματικά, δεν υφίσταται κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου, παρά μόνο στο σύστημα εισφορών των επαγγελματιών. Οι υπόλοιπες αλλαγές είναι παραμετρικές στο προηγούμενο καθεστώς, ενσωματώνοντας τον πυρήνα του. Στα θετικά του νόμου οι μικρές και οριακές, διορθωτικές, αυξήσεις στις συντάξεις όσων έχουν πάνω από 30 έτη. Στα αρνητικά η πλήρης απουσία μέριμνας για τους χαμηλοσυνταξιούχους, η επιλογή να μην καταβάλλεται επίδομα έστω και με εισοδηματικά κριτήρια, και οι ανισότητες στο σύστημα εισφορών των επαγγελματιών.
Ο κ. Κώστας Δ. Τσουκαλάς είναι δικηγόρος.