Σε μια περίοδο αυξημένης έντασης στην περιοχή μας, με τη μερική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και τις επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, υπάρχει ανάγκη περισσότερης στρατηγικής αντίληψης απαλλαγμένης από τους τακτικισμούς που μπορούν να μας οδηγήσουν σε μια αποσύνθεση και το ενδεχόμενο ανοικτής σύγκρουσης. Στην Ελλάδα, η ένταση με την Τουρκία σε πολλαπλά μέτωπα έχει ορθώς εντείνει τον προβληματισμό αναφορικά με την έξυπνη χρήση της αποτροπής (με στρατιωτικά, διπλωματικά ή πολιτικά μέσα).
Αλλά η συζήτηση επικεντρώνεται πρωτίστως στην άμεση αντιμετώπιση συγκεκριμένων πράξεων τις Τουρκίας παρά στην ανάγκη διαμόρφωσης μιας πιο συγκροτημένης στρατηγικής αντίληψης και αντίδρασης.
Η πρόκληση αφορά το πώς και τι οφείλουμε να πράττουμε δεδομένης της τελματωμένης ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αλλά και ενός ακτιβισμού της Αγκυρας ο οποίος προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας αίσθησης αυξημένης αυτονομίας και απόκλισης από τα συμφέροντα των κρατών-μελών και του πολυμερούς πλαισίου δράσης της ΕΕ. Το ζήτημα είναι εάν διαβάζουμε σωστά την Τουρκία. Επομένως, μια σειρά από ερωτήματα σε αναζήτηση απάντησης προκύπτουν.
1. Δεν ήταν πάντα η Τουρκία ταυτόχρονα εταίρος και πρόκληση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και κατ’ επέκταση την Ελλάδα;
Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο τουρκικός «εξαιρετισμός» υπήρξε πάντοτε καθοριστικός παράγοντας στις σχέσεις Τουρκίας – Δύσης, εν μέρει επειδή η Τουρκία αποτελεί διαχρονικά κράτος-προγεφύρωμα λόγω της γεωγραφίας της και των πολλαπλών γειτονιών της και εν μέρει λόγω του κλασικού «συνδρόμου των Σεβρών». Ολα τα παραπάνω έχουν συμβάλει στην αδυναμία πλήρους ενσωμάτωσης της Τουρκίας στους δυτικούς θεσμούς. Οπως βεβαίως καταδεικνύει πρόσφατη ερεύνα της Pew, το 60% των Ελλήνων και το 58% των Τούρκων και των Βουλγάρων πιστεύουν ότι κομμάτια γειτονικών χωρών ανήκουν στη χώρα τους. Η αίσθηση του εξαιρετισμού δεν είναι αποκλειστικά τουρκικό φαινόμενο.
2. Τι διαφορετικό ισχύει σήμερα;
Η ρευστότητα και η αβεβαιότητα της παγκόσμιας τάξης έχουν σοβαρές συνέπειες για την Τουρκία, την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της: Η αμφισβήτηση των δυτικών θεσμών όπως το ΝΑΤΟ εκ των έσω, η μάστιγα του λαϊκισμού και η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Ως εκ τούτου, ενισχύονται οι τάσεις αυτονόμησης της Αγκύρας λόγω δυσκολίων συνεννόησης σε μια σειρά από ζητήματα όπως η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, το Μεταναστευτικό, η επιστροφή τζιχαντιστών στις χώρες προέλευσής τους κ.λπ.
3. Βρίσκεται η Τουρκία σήμερα εν μέσω δομικών αλλαγών;
Σε μια περίοδο που οι σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας βρίσκονται στο ναδίρ, η Αγκυρα αξιολογείται υπό τη σκιά της κυριαρχίας του προέδρου Ερντογάν και της ρητορικής του. Οι διοικητικές αλλαγές που προέκυψαν από τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 2017 με την επιβολή ενός προεδρικού συστήματος προκαλούν δυσλειτουργίες, μεταξύ άλλων, στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Το ταυτόχρονο πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όπως και η αίσθηση ενός αυξανόμενου ιδεολογικού χάσματος μεταξύ της Τουρκίας και των δυτικών εταίρων της, περιορίζει τη δυνατότητα της ΕΕ να επηρεάσει τις εξελίξεις στο εσωτερικό της γείτονος.
4. Προκύπτει μια παραδειγματική μετατόπιση στις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας; Αν ναι, σε ποια κατεύθυνση;
Ενώ το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ είναι ανησυχητικό, αντί να το αποδεχθούμε με σταυρωμένα χέρια θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη διαδικασία προσχώρησης ανεξαρτήτως κατάληξης, η οποία αποτελεί de jure το μοναδικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας. Η πρόσφατη ποιοτική ετήσια δημοσκόπηση συναδέλφων μου στο Πανεπιστήμιο Kadir Has για τις πολιτικές τάσεις στην Τουρκία δείχνει ότι το 51% των ερωτηθέντων στηρίζουν την ενταξιακή διαδικασία παρότι αυτή δεν αποτελεί προτεραιότητα της τουρκικής κυβέρνησης. Αυτό το 51% είναι δείγμα μιας πολυδιάστατης και ποικιλόμορφης τουρκικής κοινωνίας, ικανής να συμβάλει στην αποφυγή μιας συνολικής ρήξης. Επιτέλους πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε την Τουρκία μονολιθικά.
Η προσκόλληση στον «φλογερό» δημόσιο λόγο τούρκων αξιωματούχων εντείνει τη δυσπιστία σε διακρατικό επίπεδο, αλλά και μεταξύ των κοινωνιών, αυξάνοντας την έλλειψη εμπιστοσύνης. Με δεδομένο πως η ελληνική στρατηγική από το 1999 έχει βασιστεί στη λογική ότι η ενταξιακή διαδικασία θα επιφέρει σε βάθος χρόνου την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων, η σημερινή κατάσταση δεν ευνοεί τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Υπενθυμίζω ότι το θεσμικό πλαίσιο ΕΕ – Τουρκίας, το οποίο κάνει ρητή αναφορά στη Χάγη και στην υποχρέωση σχέσεων καλής γειτονίας, είναι προϊόν αποδοχής, μεταξύ άλλων, των ελληνικών θέσεων κατόπιν σκληρής διαπραγμάτευσης. Είναι επίσης η αφετηρία για ενδεχόμενη συμφωνία σε ουσιαστικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης αλλά και άλλες πολλαπλές συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών.
Παρότι το κλίμα δεν είναι ευνοϊκό και παρά το γεγονός ότι ισχυροί ευρωπαϊκοί παράγοντες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, είναι αντίθετοι με την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, η Ελλάδα δεν πρέπει να λησμονήσει το συμφέρον της που δεν είναι άλλο από τη μετάλλαξη της Τουρκίας σε μια χώρα που τελικά υιοθετεί κοινές ευρωπαϊκές αξίες και κανόνες. Στην παρούσα φάση, μια δήλωση επιβεβαίωσης της ενταξιακής διαδικασίας συνοδευόμενη από τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτή, κατόπιν ελληνικής πρωτοβουλίας, σε ένα προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ουσιαστικά ότι η Ελλάδα (και η ΕΕ) συζητάει με την Τουρκία μόνο εντός συμφωνημένων πλαισίων και διαδικασιών και όχι με όρους παζαριού. Το ζήτημα είναι η αποφυγή οριστικής και συνολικής ρήξης και ταυτόχρονα η αναζήτηση εναλλακτικής πρότασης. Καθαρές κουβέντες.
Ο κ. Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has στην Κωνσταντινούπολη, μέλος του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ.