Σε ελεύθερη πτώση βρίσκονται από το μεσημέρι της Παρασκευής οι τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, καθώς όλα δείχνουν ότι η Ρωσία δεν θα ακολουθήσει τον OPEC και δεν θα συμμετάσχει στο νέο γύρο περικοπών της παγκόσμιας πετρελαϊκής παραγωγής. Η εαρινή σύνοδος των πετρελαιοπαραγωγών του πλανήτη, μελών και μη μελών του Οργανισμού, βρίσκεται πάντως σε εξέλιξη στη Βιέννη και ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει ότι έως αργά το βράδυ η Μόσχα θα αρνείται να συνεργαστεί.
Στην αγορά του Λονδίνου το μεσημέρι της Παρασκευής η τιμή του Brent υποχωρούσε κατά 2,4% συγκριτικά με την τιμή κλεισίματος της Πέμπτης, στα 48,79 δολάρια το βαρέλι. Την ίδια ώρα στην αγορά της Νέας Υόρκης η τιμή του αργού υποχωρούσε κατά 2,1% και είχε διαμορφωθεί στα 44,90 δολάρια το βαρέλι.
«Το κλίμα στις αγορές παραμένει αρνητικό. Οι επενδυτές φοβούνται ένα παρατεταμένο φρενάρισμα του ρυθμού ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας και υπερεκτιμούν τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται», δήλωσε στο Reuters ο Ρομάν Αντόνοφ, επικεφαλής αναλυτής της Promsvyazbank.
Από την προηγουμένη ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών είχε αποφασίσει την περαιτέρω μείωση της παραγωγής του κατά 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (από τις αρχές Απριλίου δηλαδή) έως τα τέλη του έτους. Η μείωση αυτή θα προστεθεί στην ήδη ισχύουσα μείωση της παραγωγής κατά 2,1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, η οποία αποφασίστηκε να παραταθεί επίσης έως τα τέλη του 2020 (η αρχική συμφωνία λήγει στις 31 Μαρτίου).
Καταναλωτές σε καραντίνα
Στόχος του OPEC είναι δηλαδή το εννεάμηνο Απριλίου-Δεκεμβρίου 2020 οι συνολικές περικοπές στην παγκόσμια πετρελαϊκή να φθάσουν περίπου τα 3,6 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Οι μειώσεις αυτές κρίνονται από τον Οργανισμό ως αναγκαίες για να αποτραπεί η κατάρρευση των διεθνών τιμών του πετρελαίου λόγω της αναμενόμενης πτώσης της ζήτησης και της κατανάλωσης ενέργειας που θα φέρει η εξάπλωση του κορωνοϊού.
Προϋπόθεση, ωστόσο, για να τεθούν σε εφαρμογή τα νέα μειωμένα πλαφόν παραγωγής από τα κράτη-μέλη του OPEC είναι να συμβάλουν στην κοινή προσπάθεια η Ρωσία και άλλες πετρελαιοπαραγωγοί χώρες που δεν μετέχουν στο καρτέλ. Συγκεκριμένα από τη Μόσχα και τους άλλους παραγωγούς που δεν μετέχουν στον OPEC ζητείται να συμβάλουν κατά το ένα τρίτο στις αποφασισθείσες περικοπές, να μειώσουν δηλαδή κατά 500.000 βαρέλια την ημερήσια παραγωγή τους.
Της τελευταίας στιγμής
Έως το μεσημέρι της Παρασκευής, ωστόσο, η Μόσχα συναινούσε μόνο στην παράταση της μειωμένης κατά 2,1 εκατ. βαρέλια παραγωγής έως το τέλος του έτους και όχι σε επιπλέον μειώσεις. Ο ρώσος υπουργός Οικονομικών Αντον Σιλουάνοφ είχε δηλώσει, εξάλλου, την Πέμπτη ότι η χώρα του είναι προετοιμασμένη για μια πτώση των τιμών του πετρελαίου. Είπε συγκεκριμένα ότι ο τρέχων προϋπολογισμός της ρωσικής κυβέρνησης έχει καταρτιστεί με πρόβλεψη για μέση τιμή του πετρελαίου στα 40 δολάρια το βαρέλι.
Ο συνάδελφός του, υπουργός Ενέργειας Αλεξάντερ Νόβακ, που μετέχει στην εαρινή σύνοδο του OPEC+ (του καρτέλ και των συνεργαζόμενων πετρελαιοπαραγωγών δηλαδή) τηρούσε έως το απόγευμα της Παρασκευής σιγήν ιχθύος. Όπως παρατηρούν οι παροικούντες την πετρελαϊκή Ιερουσαλήμ, πάντως, η Μόσχα μέχρι τελευταία στιγμή δεν ανοίγει τα χαρτιά της. Συνηθίζει δηλαδή, από το 2016 που συνεργάζεται με τον Οργανισμό, να ανακοινώνει την όποια απόφασή της λίγο προτού ολοκληρωθούν οι εργασίες των υπουργικών συνόδων του OPEC+.
Ο γρίφος των τιμών
«Το χειρότερο σενάριο είναι η παράταση της ισχύουσας συμφωνίας παραγωγής», δήλωσε στο Reuters πηγή του OPEC όταν ρωτήθηκε στην αυστριακή πρωτεύουσα τι θα γίνει αν η Ρωσία αρνηθεί να συμμετάσχει στη νέα μείωση της παραγωγής. Η συμπεριφορά των αγορών από το πρωί της Παρασκευής αποκαλύπτει τι σημαίνει πρακτικά το «χειρότερο σενάριο»: περαιτέρω υποχώρηση των τιμών, πιθανότατα χαμηλότερα από το επίπεδο των 40 δολαρίων το βαρέλι βάσει του οποίου καταρτίστηκε ο ρωσικός προϋπολογισμός.
Εξυπακούεται ότι το σενάριο αυτό είναι «το χειρότερο» για τους πετρελαιοπαραγωγούς, αλλά όχι και για τους καταναλωτές και εισαγωγείς πετρελαίου και ενέργειας εν γένει. Όχι μόνο για τις χώρες και τις οικονομίες για τις οποίες η παγκόσμια υγειονομική κρίση χτυπά το καμπανάκι της ύφεσης, αλλά και για τις όπου γης επιχειρήσεις, που βλέπουν τον τζίρο τους να καταρρέει εξαιτίας της κατάρρευσης της καταναλωτικής ζήτησης που φέρνει η εξάπλωση του κορωνοϊού.
Υπάρχουν όντως επιχειρηματικοί κλάδοι, όπως η αεροπορική βιομηχανία και εν γένει οι μεταφορές για παράδειγμα, που πλήττονται ολοκληρωτικά από την επιδημία του κορωνοϊού. Για τους αερομεταφορείς και τις άλλες εταιρείες μεταφορών μια μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου ισοδυναμεί με θείο δώρο, αφού θα μειώσει αισθητά το λειτουργικό τους κόστος και θα τις βοηθήσει να ξεπεράσουν την προϊούσα κρίση.
Θα μειωθεί επίσης το κόστος μεταφοράς χιλιάδων προϊόντων και αγαθών πρώτης ανάγκης, από την οποία μείωση θα επωφεληθούν λίγο ως πολύ και οι καταναλωτές. Υπάρχει, βεβαίως, πάντα το ενδεχόμενο όλες αυτές οι ασκήσεις επί χάρτου να ανατραπούν και οι λογικές υποθέσεις να διαψευστούν από τις ιδιαίτερες συμπεριφορές που εκδηλώνουν μερικές φορές οι αγορές.
Ο κίνδυνος για τους καταναλωτές ενέργειας (και το… λαχείο για τους παραγωγούς) έχει να κάνει με το ενδεχόμενο οι διεθνείς επενδυτές να «εργαλειοποιήσουν» το Brent και το αργό και να μετατρέψουν τα πετρελαϊκά προθεσμιακά συμβόλαια σε… αεροπλανάκι – οι προθεσμιακές αγορές προσφέρονται, ως γνωστόν, για τζόγο.
Αυτό είχε συμβεί σχετικά πρόσφατα, όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είχε βυθίσει σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (κυρίως του αργού στην αγορά της Νέας Υόρκης) σε «ασφαλές καταφύγιο» για τους επενδυτές – κάτι σαν τα συμβόλαια αγοράς χρυσού δηλαδή. Είχε παρατηρηθεί τότε το φαινόμενο η παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση να καταρρέει και οι πετρελαϊκές τιμές να καλπάζουν και να συναγωνίζονται σε άνοδο τις τιμές των ευγενών μετάλλων.
Η αναστολή της εφαρμογής του νόμου της αγοράς και της ζήτησης στις διεθνείς αγορές πετρελαίου και η εργαλειοποίηση του εμπορεύματος από τα μεγάλα επενδυτικά funds υπάρχει σίγουρα (ως προσδοκία) στο πίσω μέρος του μυαλού των παραγωγών σε περίπτωση που ο κορωνοϊός προκαλέσει παγκόσμια οικονομική. Ας περάσει (ως πρόσθετη απειλή) κι απ’ το μυαλό των καταναλωτών…