Αν τον Θεό τον βρίσκεις σκάβοντας στο φως, την απουσία του μοιράζοντας τα σκοτάδια σου, από το αμφίκυρτο σκοτάδι στο κοίλον φως έτσι έμαθα να μιλώ με τους νεκρούς χορεύοντας με τη λύρα στις ξερολιθιές τους». Τα λόγια του εικαστικού Παναγιώτη Τανιμανίδη από τον αντικριστό χορευτικό διάλογο που ανοίγει με τον Θησέα, τον Αιγέα και τον Αχιλλέα είναι χαραγμένα πάνω στο εντυπωσιακό ψαλίδι από φελλό και μέταλλο που έχει δημιουργήσει. Τον συναντώ στο εργαστήριό του στην Ανω Βούλα, ανάμεσα σε δεκάδες έργα του. Ξυπνάει πάντα πρωί. Κοιμάται άλλωστε ελάχιστα. Τέσσερις μόλις ώρες την ημέρα. Ο σημαντικός αυτός καλλιτέχνης ακολουθεί μία ανεξάρτητη πορεία, με το έργο του να καταδύεται στο μεδούλι της ελληνικότητας. Πάντα σεμνός, αναζητώντας την «ευθανασία και όχι την αθανασία» όπως λέει, έχει παρουσιάσει 30 ατομικές εκθέσεις σε χώρους όπως το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας, στο Μουσείο Πιερίδη, ενώ μεταξύ άλλων έχει συμμετάσχει στην Μπιενάλε Βαρκελώνης, στην Μπιενάλε Βενετίας και στο Atelier des Enfants του Centre Pompidou.

Το νέο έργο του, «Ο χορός των ψαλιδιών», θα παρουσιαστεί στην ομαδική έκθεση «Οπτική και υλοποιημένη πρόσληψη», όπου 31 σύγχρονοι έλληνες εικαστικοί δημιουργούν μοναδικά έργα, φιλοτεχνημένα ειδικά για την περίσταση. Η έκθεση, την οποία επιμελείται ο Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θα εγκαινιαστεί στις 18 Μαρτίου στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά και αναμένεται να αποτελέσει το εικαστικό γεγονός της χρονιάς με μεγάλους χορηγούς «Το Βήμα» και «Τα Νέα». Το έργο που θα παρουσιάσει ο Παναγιώτης Τανιμανίδης αποτελείται από τρία ψαλίδια, τρία ψαλίδια που αντιπροσωπεύουν τον Χορό του Θησέα, «τον χορό της νίκης» όπως εξηγεί, τον Χορό του Αιγέα, «τον χορό της αμφιβολίας και της μελαγχολικής απογοήτευσης», όπως προσθέτει, και τέλος τον Χορό του Αχιλλέα, «τον χορό της οργής και του θρήνου». Συνδετικός κρίκος είναι πάντα μία λύρα, μία λύρα ποντιακή με τα κέρατα του Μινώταυρου, μία λύρα που μεταμορφώνεται σε αιγαιοπελαγίτικη, με το σώμα ενός καραβιού, και μία λύρα κρητική που ενσωματώνει το σπαθί του Αχιλλέα. «Είναι η στιγμή που η χορευτική εκτίναξη στο άνοιγμα της ψαλίδας ορίζει το Χ του σημείου τομής, το Χ του χρόνου, το Χ της διαγραφής, το Χ του χώρου, τον άγνωστο Χ της εξίσωσης στη χόρδιση της λύρας σε τρία σώματα. Ενα ταξίδι από τη Μυθολογία στην Ιστορία και από εκεί στην πραγματεία και στην παρηγοριά» εξηγεί. Και ο διανοούμενος αυτός εικαστικός, όπως τον χαρακτηρίζουν, καταδύεται εξονυχιστικά στην προέλευση των αρχαίων χορών που τα βήματά τους έγιναν πλέον σύγχρονα δικά μας, ακολουθώντας τελικά τη διαδρομή της ίδιας της ιστορίας της ανθρωπότητας.

«Η σκέψη μου πάνω στην τέχνη δεν έχει αλλάξει» εξηγεί. «Τα έργα που κάνω από παιδί, τα ίδια έργα συνεχίζω και κάνω σήμερα». «Θυμάμαι μαθητής στη Δ’ Δημοτικού είχαμε επισκεφθεί το αρχαιολογικό μουσείο. Και εγώ εκεί είδα ένα αγγείο. Αυτό χρειαζόμουν, τον γεωμετρικό μου τόπο. Πήρα το σχήμα του αγγείου και το γέμισα με τις σκέψεις και το συναίσθημα της στιγμής. Πάντα από εκεί ξεκινάω, από το σχήμα. Γιατί αυτό μας ζητάει και η τέχνη: να γεμίσουμε το κενό της ζωής με το πλήρες του θανάτου. Αυτή είναι η διαδρομή. Και τους καλλιτέχνες τους χρησιμοποιεί η «ζωή» για να πλένουν τις σκάλες του ουρανού».

Μιλάει αλληγορικά και την ίδια στιγμή τόσο κυριολεκτικά. Ισως γιατί κάθε έργο του είναι πάντα πλήρως τεκμηριωμένο. «Μα πώς αλλιώς γίνεται;» αναρωτιέται. «Δεν μπορείς μόνο να μείνεις στην εικόνα. Να πεις «να ένα ωραίο έργο». Αυτό θα ήταν ένας αυνανισμός. Και εμένα με ενδιαφέρει ο έρωτας. Φυσικά πληρώνεις το τίμημα. Οσο πιο διαφορετικό είναι ένα έργο τόσο λιγότερους αποδέκτες θα έχει. Μπαίνεις στη σκιά. Και αυτό δεν είναι ευχάριστο. Γιατί η αγορά τέχνης θέλει μία εικόνα να παράγεται πολύ και από πολλούς. Αυτό είναι το πνεύμα της παγκοσμιοποίησης της εικόνας».

Τα σιδεράδικα της Θεσσαλονίκης

Χρησιμοποιεί ετερόκλητα υλικά που θεωρούνται αντισυμβατικά· σίδερο, ξύλο, λάστιχα, ελατήρια, χαρτί, μάρμαρο, ακόμη και αυτούσια αντικείμενα. Ο ίδιος μέσα από σύνθετες συναρμογές και επεξεργασίες – κατεργασία μετάλλων, συγκολλήσεις, ηλεκτροκολλήσεις – δημιουργεί έργα όπου η γλυπτική συνομιλεί με τη ζωγραφική. «Εγώ κάνω τέχνη με τα πράγματα που γνωρίζω, που έχω μέσα μου, που έχω δίπλα μου» προσθέτει. «Εκ του φυσικού μου, δηλαδή. Η τέχνη δεν μαθαίνεται στις Σχολές Καλών Τεχνών. Η τέχνη μαθαίνεται στο εργαστήριό σου».

Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. «Από τη μια πλευρά του σπιτιού μου υπήρχαν τα σιδεράδικα. Από την άλλη τα ξυλουργεία. Μικρό παιδί έμπαινα και έκανα τέχνη με τα περισσεύματα, με ό,τι έβρισκα εκεί και άφηναν πίσω οι τεχνίτες. Η δασκάλα μου μάζευε τα έργα μου σε μία αίθουσα. Φώναξαν τη μάνα μου στο σχολείο. Της είπαν «αυτός έχει άλλον δρόμο». Είναι κάτι που το έμαθα αργότερα. Εκείνης της ήρθε τότε τρέλα. Οι γονείς μου δεν ήρθαν ποτέ σε καμία μου έκθεση. Κι όμως η μάνα μου πάντα αναγνώριζε τα έργα μου, αν τα έβλεπε κάπου έξω, τυχαία. Το ένστικτο. Δεν ξέρω. Είναι αυτά τα πράγματα που λέμε «εξ ουρανού»».

Μαθηματικά, Μουσική, Θεολογία

Αγαπούσε τα μαθηματικά. «Με γοήτευε το γέμισμα του πίνακα με τις μαθηματικές και τις γεωμετρικές σχέσεις. Μετά όταν τελείωνε το μάθημα ανέβαινα στον πίνακα και έκανα σβησίματα εξπρεσιονιστικά. Κάποιες μαθηματικές σχέσεις τις άφηνα, άλλες τις έσβηνα, προσέθετα ενίοτε και δικές μου. Ηθελα να λύνω τις ασκήσεις με τα μάτια μου. Ισως και η τελευταία φράση του Βασίλη Βασιλικού από το μυθιστόρημα «Z» με έστρεψε στον δρόμο αυτόν. «Πλέον ο κόσμος αλλάζει και κυριαρχούν τα μοντέρνα μαθηματικά» έγραφε. Σπούδασα έπειτα Θεολογία και Μουσική. Η επιστήμη και η θρησκεία είναι δύο αντιμαχόμενες έννοιες. Ενα Phantom και ένα Mirage που συγκρούονται στον ουρανό. Και η τέχνη απαλύνει αυτή τη σύγκρουση. Η Θεολογία δεν σημαίνει θρησκοληψία. Είναι το ψάξιμο για ένα φως εντός σου. Γιατί ο Θεός βρίσκεται μέσα σου και δίπλα σου και παντού σου, όταν αποβάλεις το εγώ σου και έχει χώρο να κουρνιάξει».

Ζυμώθηκε στην πνευματική Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής. «Κάθε ημέρα έβλεπα τον Πεντζίκη, τον Χριστιανόπουλο, τον Ιωάννου, τον λεγόμενο «κύκλο της Διαγωνίου». Αυτοί οι άνθρωποι σε φώτιζαν. Για να μιλήσεις μαζί τους έπρεπε να ξέρεις το έργο τους. Ηταν αλλιώς οι καλλιτέχνες τότε. Ταπεινοί καταδεκτικοί, με μεγαλοσύνη. Δεκαεννέα ετών έδειξα τα έργα μου στον Κεσσανλή. Μου είπε: «Σήκω φύγε. Μην τυχόν πας στη Σχολή Καλών Τεχνών» – είχε βάλει υποψηφιότητα τότε για καθηγητής και τον είχαν κόψει».

«Και εσείς μετανιώσατε που δεν φύγατε τελικά;» τον ρωτώ. «Ναι. Επρεπε να το είχα κάνει. Αλλά δεν ήμουν ποτέ του μέσου όρου και της χρυσής τομής. Αλμα στο κενό πάντα. Και δεν υπάρχουν καριέρες από την έδρα σου. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Οταν είχα ξεκινήσει στο εξωτερικό τη δεκαετία του ’90 ήθελαν, θυμάμαι, να μου βάλουν όρο στο συμβόλαιο ότι θα πρέπει να δουλεύω εκεί για πέντε χρόνια. Δεν μπορούσα να το τηρήσω λόγω συνθηκών. Ζεις εκεί και γίνεσαι Αμερικάνος, Γάλλος, Γερμανός, αλλά εμένα με είχε νικήσει η Ελλάδα».

«Πυρρίχιο Πέταγμα»

Και αυτός ο «χειρώναξ» καλλιτέχνης, που κατασκευάζει τα επικών διαστάσεων έργα του μόνος του, χωρίς βοηθούς, κουβαλάει βαθιά την ελληνικότητα μέσα του. Το έργο του «Πυρρίχιο Πέταγμα», ένα μνημείο για τη Γενοκτονία των Ποντίων, κοσμεί τη δυτική άκρη της Πλατείας Αλεξάνδρας, κοντά στη συνοικία Τσίλλερ του Πειραιά – αποτελώντας δωρεά του Βαγγέλη Μαρινάκη, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την πλευρά της μητέρας του από το γένος των Υψηλαντών.

Ναι, η ποντιακή καταγωγή του Παναγιώτη Τανιμανίδη τον καθόρισε. «Οταν ακούω λύρα εντός μου τινάζομαι. Είναι κάτι που κυλάει στο αίμα μου. Ενας πολιτισμός που πηγάζει από την αρχαιότητα και ξεχύνεται ως ορμητικό ποτάμι».

Στο «Πυρρίχιο Πέταγμα» αφηγείται μέσω ποιητικών συμβόλων το δράμα του ξεριζωμού, «ντύνοντας» το έργο με όλα τα κειμήλια του βασανισμένου αυτού λαού: τις λύρες, τα νταούλια, τα κλειδιά των χαμένων σπιτιών και την πένα. «Μια πένα για να γράψουμε ξανά την ιστορία ώστε να μη λησμονηθεί» προσθέτει. «Γιατί φτάσαμε να μιλάμε για συνωστισμούς. Εμείς όμως παραμύθια δεν είχαμε. Ηταν οι αφηγήσεις του πατέρα μου: πώς άφησε την πατρίδα του, πώς ξεριζώθηκε. Το πρώτο σπίτι του ήταν ένα βαρέλι από σαρδέλες και ένα βαρέλι από μούστο και εγώ μέσω της ανάμνησης αυτής της εικόνας που μου διηγήθηκε βρήκα τον τρόπο να εκφράσω το δαιδαλώδες ταξίδι των Ποντίων».

Την ίδια στιγμή σε άλλα έργα του ο σαρκασμός κυριαρχεί. Ο ίδιος άλλωστε το 2000 με την έκθεση «Νηστικός Δείπνος» προοικονομούσε όσα δεινά θα μας έβρισκαν αργότερα. Στο ταλέντο δεν πιστεύει. «Είναι μια Λερναία Υδρα που πρέπει πάντα να της κόβεις το κεφάλι. Να ξεκινάς πάντα από το μηδέν. Και σαν άστεγος Θεός να ψάχνεις στα σκουπίδια το φαγητό σου» εξηγεί και προσθέτει: «Οπως μου είχε πει και ο Τσαρούχης, η μεγαλύτερη αρετή στον καλλιτέχνη δεν είναι το ταλέντο, αλλά η υπομονή. Θυμάμαι στην πρώτη μου συνέντευξη στην Μπιενάλε Θεσσαλονίκης το 1986 η Παρασκευή Κατημερτζήμε είχε ρωτήσει «ποιο είναι το όνειρό μου». Οι συνομήλικοί μου καλλιτέχνες έλεγαν για παράδειγμα να «εκθέσω στο MoMA». Eγώ απάντησα «να ζήσω από αυτό που κάνω». Και αυτή ήταν και η κουβέντα μας 30 χρόνια μετά, λίγο πριν φύγει».

ΙΝFO
«Οπτική και υλοποιημένη πρόσληψη»: Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά (Φίλωνος 29 και Νοταρά 28, Πειραιάς), από τις 18 Μαρτίου έως τις 31 Μαΐου.

Mεγάλοι χορηγοί: «Το Βήμα», «Τα Νέα».

Χορηγοί επικοινωνίας: «Το Βήμα», «Τα Νέα», in.gr, Mega, One Channel.