Οι δηλώσεις συμπαράστασης των Ευρωπαίων αξιωματούχων προς την Ελλάδα έγιναν, οι επισημάνσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για τα περαιτέρω ως προς την διαχείριση του μεταναστευτικού έγιναν επίσης και πλέον το παιχνίδι μεταφέρεται σε ένα άλλο πεδίο.
Μεταφέρεται εκεί όπου τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί αποφάσεις προβληματικές και ατελέσφορες και που σήμερα όλοι μοιάζουν τρομαγμένοι για το τι θα επακολουθήσει.
Στις έδρες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και στα γραφεία των Βρυξελλών κρίνεται πλέον το μέλλον της Ευρώπης υπό πολύ διαφορετικούς όρους και συνθήκες.
Η στάση του Ερντογάν και ο δρόμος στον οποίο έχει αποφασίσει να πορευτεί διαμορφώνουν ένα πολύ διαφορετικό σκηνικό από εκείνο που κάποιοι έως τώρα νόμιζαν.
Ήδη υπάρχουν κάποια δείγματα. Οι μόνοι που εμφανίζονται να επιμένουν ότι υπάρχει και ισχύει η κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας είναι οι Γερμανοί και μάλιστα κατά τρόπο που προξενεί μεγάλη απορία και ανησυχία για την στάση τους εφεξής. Εξακολουθούν να χαϊδεύουν τον Ερντογάν και να ενεργούν με την γνωστή ηγεμονική λογική.
Δεδομένης της πολιτικής κατάστασης στην Γερμανία και του κλονισμού που δέχονται πλέον και οι Χριστιανοδημοκράτες, η ρευστότητα δεν προμηνύει εύκολες και τολμηρές αποφάσεις για το μεταναστευτικό.
Παρά ταύτα, υπάρχει ένα δεδομένο στην Ευρώπη, το οποίο διαφέρει κατά πολύ από τα όσα γνωρίζαμε έως και σήμερα. Για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, το Βερολίνο είναι απομονωμένο. Στηρίζει μία πολιτική αποδεδειγμένα αδιέξοδη και συντάσσεται έστω και δίχως ιδιαίτερη ένταση, με ένα καθεστώς το οποίο έχει επιλέξει τον ρόλο του διεθνούς ταραξία.
Μπορεί κανείς να ελπίζει ότι οι Γερμανοί θα υποχωρήσουν και θα συμφωνήσουν σε μία πραγματικά δίκαιη, κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το μεταναστευτικό; Σε πρώτη φάση, μάλλον όχι και πάντως η όποια αισιοδοξία για κάτι τέτοιο θα πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένη.
Υπό αυτές τις συνθήκες στην Ευρώπη προμηνύεται μία μεγάλη σύγκρουση. Το προσφυγικό είναι μία αφορμή που αναδεικνύει τις υπαρξιακές διαστάσεις της ευρωπαϊκής κρίσης και τον αγώνα που θα (πρέπει να) δοθεί, προκειμένου να ξεπεράσει η Ένωση μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι την μεγαλύτερη, παθογένειά της: την λειτουργία με την άτυπη αποδοχή της ηγεμονικής θέσης κάποιου κράτους μέλους της.
Σε αυτό το πλαίσιο και επειδή πλέον η συζήτηση θα γίνεται υπό το βάρος της λήψης πολιτικών αποφάσεων και όχι αμιγώς οικονομικών, παρουσιάζονται ευκαιρίες. Είτε πρόκειται για ευκαιρίες νέων συμμαχιών, είτε για λήψη αποφάσεων τολμηρών και κοινών, είτε για ανάδειξη των δυνατοτήτων κρατών μελών, τα οποία τα τελευταία χρόνια είχαν περιέλθει σε καθεστώς κομπάρσου ή «δορυφόρου».
Ο ρεαλισμός της Ένωσης αποδείχθηκε τα τελευταία χρόνια επιφανειακός και προσχηματικός. Ήταν απλώς ένα περιτύλιγμα για αποφάσεις που ευνοούσαν ή εξυπηρετούσαν έναν και ισχυρό ή λίγους που είχαν συνταχθεί μαζί του.
Σήμερα γίνεται φανερό και θα πρέπει να αναδειχθεί ως εργαλείο μίας άλλης πολιτικής, ότι η αίσθηση των ισχυρών της Ένωσης είναι εν τέλει ένα διαλυτικό στοιχείο και μία απειλή για την ύπαρξή της.
Για την Ελλάδα παρουσιάζεται μία μεγάλη ευκαιρία, την οποία θα πρέπει να εκμεταλλευτεί. Παρά τις πιέσεις που δέχεται, η χώρα διαθέτει αυτήν την στιγμή περισσότερα όπλα από όσα κάποιοι νομίζουν. Είτε συμβατικά και απολύτως συμβατά με τις Συνθήκες της Ένωσης, είτε αντισυμβατικά, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε αποφάσεις που να αντεπεξέρχονται στις απαιτήσεις της εποχής.