Τον περασμένο Σεπτέμβριο συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την ολοκλήρωση της 1ης φάσης του έργου ανάπτυξης του βορειοδυτικού Κέιμπριτζ (North West Cambridge Development).
Πρόκειται για το πιο μεγαλόπνοο έργο του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ κατά τα 811 χρόνια λειτουργίας του, το μεγαλύτερο οικιστικό έργο μικτής χρήσης που έχει χρηματοδοτηθεί κι εκπονηθεί από δημόσιο πανεπιστήμιο στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ κατατάσσεται μεταξύ των μεγαλύτερων greenfield development projects στη χώρα. Ήτοι, οικιστικών έργων που έχουν μελετηθεί και οικοδομηθεί παντελώς εκ του μηδενός.
Το έργο, συνολικού προϋπολογισμού 1 δις στερλινών (τιμές 2013) αποτελείται από οκτώ φάσεις και καλύπτει μια έκταση 150 εκταρίων, περίπου 1.500 στρεμμάτων.
Κατά την πρώτη φάση, η οποία διήρκησε τέσσερα χρόνια, ολοκληρώθηκε μεγάλο τμήμα των υποδομών (δρόμοι, δίκτυα ύδρευσης-αποχέτευσης, ανακύκλωση νερού, τηλεθέρμανση, κλπ.) καθώς και περίπου 700 διαμερίσματα, χώροι καταστημάτων και γραφείων, καθώς και ένα δημοτικό σχολείο, ένα νηπιαγωγείο κι ένα κέντρο εκδηλώσεων. Στην τελική του φάση, το νέο αυτό προάστιο της πόλης, θα περιλαμβάνει 3.000 κατοικίες (μεμονωμένες και διαμερίσματα), καθώς και συνεδριακό κέντρο, ξενοδοχείο και έναν ξενώνα ηλικιωμένων, επιπλέον όλων των ανωτέρω.
Πέραν του αξιοθαύμαστου τεχνικού και πολεοδομικού εγχειρήματος, το έργο ήδη έχει κερδίσει σειρά βραβείων, αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι το επίπεδο συνεργασίας που επετεύχθη σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας, πανεπιστημίου και πολιτείας. Προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων κατά τυχόν… καλοθελητών, το έργο αντιμετώπισε ουκ ολίγες ενστάσεις και διαφωνίες, ήδη από την εποχή του πολεοδομικού του σχεδιασμού (master planning).
Δεν θα γινόταν άλλωστε διαφορετικά σε ένα τέτοιας ευρείας κλίμακας αναπτυξιακό έργο. Το Πανεπιστήμιο του Κέϊμπριτζ, όμως, πέρα από ένα κορυφαίο εκπαιδευτικό και ερευνητικό ίδρυμα έχει το προνόμιο να είναι και ένας από τους δημοκρατικότερους οργανισμούς, όπου όλες οι αποφάσεις τίθενται προς ψήφιση από τα μέλη του. Είτε από ολιγομελείς επιτροπές ή, σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σημαντικές όπως το συγκεκριμένο έργο, σχεδόν από την ολομέλεια. Στην αντίστοιχη, δηλαδή, εκκλησία του δήμου κατά το αρχαιοελληνικό πρότυπο, όπου ανάλογα με τη σοβαρότητα της απόφασης και τις επιπτώσεις της, καλείται να ψηφίσει το ακαδημαϊκό προσωπικό. Παράλληλα, υπάρχει θεσμικά οργανωμένο σύστημα δημόσιας διαβούλευσης το οποίο διασφαλίζει ότι η τοπική κοινωνία θα έχει ενεργή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων που αφορά το μέλλον της πόλης και των υποδομών της.
Ενόσω αυτά λαμβάνουν χώρα στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ελλάδα ακόμη συζητάμε για την έναρξη του έργου του Ελληνικού. Τηρουμένων, πάντοτε, των αναλογιών αλλά και των ελατηρίων της εκάστοτε επένδυσης, το έργο του Κέιμπριτζ θα μπορούσε να διδάξει πολλά την Ελληνική πολιτεία και, αντίστοιχα, τους εμπλεκόμενους στο έργο του Ελληνικού. Ας δούμε, επιγραμματικά, τα επονομαζόμενα lessons learned, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για τη χώρα μας.
Το πρώτο και, ίσως, κυριότερο είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων και το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του Κύριου του Έργου (ΚτΕ) και των τοπικών αρχών. Η ανάγκη του έργου προέκυψε από τη διαπίστωση του Πανεπιστημίου, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, για την παροχή φτηνής στέγης στους μεταδιδακτορικούς φοιτητές και το διοικητικό προσωπικό, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ιδρύματος. Την ίδια δεκαετία, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, κυρίως λόγω του Cambridge Phenomenon, είχε ως συνέπεια την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών των ακινήτων στην πόλη του Κέιμπριτζ. Κατέστησε, έτσι, δύσκολη έως αδύνατη την εξεύρεση στέγης από τις προαναφερθείσες κοινωνικές ομάδες, στην περιορισμένης προσφοράς, μεσαιωνικής διαρρύθμισης, πόλη. Το Πανεπιστήμιο ανέγνωσε σχετικά άμεσα την κρισιμότητα της κατάστασης, καθώς η διαρροή ερευνητικού προσωπικού θα επηρέαζε την προσέλκυση ερευνητικών προγραμμάτων και επιχειρήσεων που επενδύουν στην έρευνα, άρα στα έσοδά του, στην τοπική οικονομία και τη φήμη του. Έτσι, ήδη από το 1996 ξεκίνησε η έρευνα για την εξεύρεση του κατάλληλου τμήματος γης, το οποίο θα φιλοξενούσε τον νέο οικισμό. Η τοπική κοινωνία και οι πολεοδομικές αρχές της περιοχής, αναγνώρισαν την ανάγκη επέκτασης των υποδομών και ανακούφισης της αγοράς κατοικίας, και δεν ολιγώρησαν.
Αντίθετα, μπήκαν στη συζήτηση του master planning και των όρων δόμησης προετοιμασμένοι, εξασφαλίζοντας την τήρηση των πολεοδομικών περιορισμών αλλά και την εύλογη εφαρμογή εξαιρέσεων στις περιπτώσεις όπου υπήρχε νόημα, καθώς η νεοαναπτυσσόμενη περιοχή, παρότι πολύ κοντά, δεν ήταν σε άμεση γειτνίαση με το ιστορικό κέντρο της πόλης. Έτσι, για παράδειγμα, επέτρεψαν την περιορισμένη απελευθέρωση των υψών, ώστε να γίνει λελογισμένη δόμηση σε συνδυασμό με την επιτρεπόμενη κάλυψη της περιοχής. Ας φέρουμε στη μνήμη μας την περίπτωση του Ελληνικού, όπου το έργο είναι σε κοντινή απόσταση, αλλά όχι οπτική, με το ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
Ένα δεύτερο μάθημα, έχει να κάνει με την αρχαιολογική σημασία της περιοχής του Κέιμπριτζ. Ως πρώην Ρωμαϊκός οικισμός με οχυρό, η πόλη του Κέιμπριτζ έχει πλήρως χαρτογραφημένο αρχαιολογικό απόθεμα, όχι όμως απαραίτητα ανασκαμμένο. Το έργο αποτέλεσε την ευκαιρία για ανασκαφές σε εντοπισμένες περιοχές οι οποίες είχαν προσδιορισθεί ήδη από την εκπόνηση του master plan. Ως εκ τούτου, το έργο συμπεριέλαβε εκτεταμένες ανασκαφές, σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου, κατά τις οποίες το κυριότερο εύρημα ήταν μια Ρωμαϊκή έπαυλη, σε κατάσταση που επιτρέπει την εξαγωγή σπουδαίων συμπερασμάτων για τη Ρωμαϊκή παρουσία στη Βρετανία. Και πάλι, οι ανασκαφές δεν χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσκομμα στη συνέχιση του έργου, αλλά ήταν ενταγμένες στο χρονοδιάγραμμά του και τον προϋπολογισμό του, με συγκεκριμένο σχέδιο δράσης και συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας («ανοικτές» ημέρες συμμετοχικής ανασκαφής, διαλέξεις επιτόπου, προστασία και έκθεση των ευρημάτων, κοκ). Αντίστοιχος προγραμματισμός, προφανώς, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και στην περίπτωση του Ελληνικού, όπου η αρχαιολογική έρευνα θα αποτελεί κοινή προσπάθεια του ΚτΕ και της πολιτείας, πλήρως εναρμονισμένη με την εξέλιξη του έργου.
Τέλος, μια παράμετρος που έχει άμεσες αναφορές στην περίπτωση του Ελληνικού, είναι η σχέση του έργου με την ιστορική πόλη του Κέιμπριτζ και η συνειδητή σύνδεσή του με τον υφιστάμενο αστικό χώρο.
Παράλληλα με τον εμπορικό του χαρακτήρα, (ενοικίαση με ελεγχόμενα ενοίκια, πώληση προκαθορισμένου αριθμού κατοικιών), το έργο λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις περιορισμένες υφιστάμενες υποδομές της περιοχής και φροντίζει για την ενίσχυσή τους. Αναπτύσσοντας έναν οικισμό εκ του μηδενός, είναι σημαντικό να υπάρχουν προβλέψεις όχι μόνο για τα δίκτυα διανομής (ύδρευσης, ηλεκτροδότησης) και αποχέτευσης αλλά και για τις κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς με την ολοκλήρωση του έργου σε 10 περίπου χρόνια, η περιοχή θα έχει επιβαρυνθεί με, περίπου, 10.000 νέους κατοίκους. Ως εκ τούτου, το πρόγραμμα του έργου περιλαμβάνει νέο σχολείο και νηπιαγωγείο, κέντρο υγείας, τοπική αγορά, ελεύθερους χώρους ψυχαγωγίας και άθλησης, κλπ., προσφέροντας σημαντική ενίσχυση στην τοπική κοινωνία. Μια άλλη σημαντική και άμεσου ενδιαφέροντος για εμάς παράμετρος, είναι η παροχή στέγης, προκειμένου να απελευθερωθούν πεπαλαιωμένα κτήρια στο κέντρο της πόλης, τα οποία έχουν πεπαλαιωμένες υποδομές, χαμηλού επιπέδου παροχές και μεγάλο ενεργειακό αποτύπωμα. Μεταφέροντας, έτσι, του ενοίκους σε νέα κτήρια, δίνεται η ευκαιρία για απελευθέρωση παλιών κτηρίων στο κέντρο της πόλης, τα οποία είτε θα κατεδαφιστούν ή θα ανακαινιστούν εφόσον είναι διατηρητέα, προκειμένου να στεγάσουν καταλληλότερες χρήσεις συμβατές με τον τύπο τους. Αυτό το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία για την Αθήνα.
Με την ανάληψη των καθηκόντων της νέας δημοτικής αρχής, το Ελληνικό μπορεί να αποτελέσει μια ιστορική ευκαιρία για την αναβάθμιση του κέντρου της Αθήνας, πέραν των όμορων δήμων. Το Ελληνικό μπορεί να συνδεθεί με τον δήμο της Αθήνας, και δη το ιστορικό κέντρο, ευνοώντας την υγιή ανάπλασή και αναγέννησή του. Αποκαθιστώντας, δηλαδή, τα υποβαθμισμένα κτήρια και περιοχές, επανεισάγοντας γνήσιες χρήσεις και θέτοντας τα εχέγγυα για να εξελιχθεί σε ένα ζωντανό εμπορικό και οικιστικό κέντρο, και όχι σε ένα τεχνητό τουριστικό «πάρκο» κι ένα απέραντο ξενοδοχείο. Τα εργαλεία και η γνώση υπάρχουν.
Το ερώτημα παραμένει αν, επιτέλους, ως Έλληνες μπορούμε να συμφωνήσουμε και να επιδείξουμε τόλμη και πολιτική βούληση. Με λογισμό και μ’ όνειρο, ίσως, όπως δίδαξε ο μεγάλος μας ποιητής και πολύ εύστοχα επανέλαβε και διέδωσε ο σπουδαίος Άρης Κωνσταντινίδης
* O Γιώργος Κατσιμπόκης είναι πολιτικός μηχανικός με μεταπτυχιακά στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια εργάσθηκε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge ως project manager και εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου στη μελέτη και κατασκευή του έργου North West Cambridge Development.