H ανθρώπινη ιστορία είναι μια ιστορία μετακινήσεων.
Από τις απαρχές της ανθρώπινης ζωής στον πλανήτη οι μετακινήσεις όρισαν την εξέλιξη και ήταν αυτές που διαμόρφωσαν τον σύγχρονο κόσμο.
Επίσης είναι ιστορικώς καταγεγραμμένο ότι όταν ξεκινούν τα μεταναστευτικά ρεύματα τίποτε δεν μοιάζει ικανό να τα συγκρατήσει ή να τα απομειώσει.
Είναι αυτή μια θεμελιακή αρχή, χωρίς την απορρόφηση και κατανόηση της οποίας δεν μπορεί κανείς να οικοδομήσει και να ασκήσει ορθή πολιτική επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
Στην παρούσα φάση συνδυασμός πολεμικών συγκρούσεων, πολιτικοκοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων, υπό την επίδραση της τεχνολογικής προόδου και της διάδοσης κοινών πολιτιστικών προτύπων σε όλον τον κόσμο, οδηγεί σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική.
Στις φτωχοποιημένες και εμπόλεμες ζώνες του πλανήτη έχει καταστεί κοινό όραμα η μετακίνηση και εγκατάσταση στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης και της Δύσης ευρύτερα.
Είναι τόσο ελκυστικές οι εικόνες που αναμεταδίδονται παντού πλέον μέσω του Διαδικτύου και των social media, που κινητοποιούν πολυπληθείς ομάδες φτωχοποιημένων και καταδιωκόμενων από μια ζώνη τουλάχιστον 2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Είναι αυτή μια συνθήκη, μια τάση συγκεκριμένη, που θα παραμείνει ενεργή και τίποτε για την ώρα δεν δηλώνει ότι μπορεί μεταβληθεί στον προβλεπτό χρόνο.
Για να μην πούμε ότι στις επόμενες δεκαετίες μπορεί και να ενισχυθεί εξαιτίας της επίδρασης που θα ασκήσει η πιθανή ενίσχυση του εξελισσόμενου φαινομένου της κλιματικής αλλαγής.
Οποιος λοιπόν επιχειρεί να τοποθετηθεί στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, οφείλει πρώτα από όλα να γνωρίζει τη φορά των πραγμάτων και να είναι συμφιλιωμένος με την ιδέα ότι ζούμε σε εποχή μεταναστεύσεων, την οποία κανένας φράχτης και κανένα εμπόδιο δεν δύναται να αντιστρέψει ή να ανακόψει.
Πράγμα που σημαίνει ότι άπαντες οφείλουν να προσαρμοστούν αναλόγως. Η κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, επιβάλλεται να σχεδιάσει πολιτικές και να επιδιώξει διεθνείς συνεργασίες στη βάση αυτής ακριβώς της θεμελιακής αρχής.
Στην περίπτωσή μας η παρούσα κυβέρνηση αγνόησε ακριβώς τα θεμελιώδη, θεώρησε ότι μπορούν να εφαρμοστούν εδώ μέτρα αποτροπής των μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων και μαζί εγκλωβίστηκε σε εθνικιστική ρητορική, η οποία τη συνόδευε από τον καιρό της άρνησής της να αποδεχθεί τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και νυν πρωθυπουργός, στην προσπάθειά του να συγκρατήσει εντός των νεοδημοκρατικών τειχών τους δεξιούς και ακροδεξιούς ψηφοφόρους της Βόρειας Ελλάδας, ευνόησε τις αντιδράσεις κατά της συγκεκριμένης συμφωνίας, παρότι ενδομύχως ήταν τοποθετημένος υπέρ της λύσης του μακεδονικού ζητήματος.
Με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί, προϊόντος του χρόνου, βάση εθνικιστική στο εσωτερικό του κόμματός του, η οποία αναζητούσε ζώνες επιρροής και έκφρασης.
Και επειδή τίποτε στην πολιτική δεν είναι αδιάφορο – όλες οι αποφάσεις και οι επιλογές έχουν τις συνέπειές τους – το κύμα πατροδοκαπηλίας και εθνικιστικής έξαρσης εκείνης της περιόδου βρήκε πεδίο έκφρασης στο Βόρειο Αιγαίο.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνώριζαν εξαρχής ότι η υποψηφιότητα Μουτζούρη στην Περιφέρεια του Βορείου Αιγαίου, που υποστηρίχθηκε από τοπικούς βουλευτές και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, ήταν στημένη σε εθνικιστική γραμμή και λογική, εντελώς αντίθετη από εκείνη που εξέπεμπε η προηγούμενη συναινετική θητεία της κυρίας Χριστιάνας Καλογήρου, η οποία αφέθηκε μόνη και ανυπεράσπιστη απέναντι στον συγκεκριμένο κύκλο.
Παρά ταύτα δεν έγινε καμία προσπάθεια απόρριψης ή απομόνωσης της υποψηφιότητας Μουτζούρη. Αντιθέτως, το νεοδημοκρατικό περιβάλλον του Βορείου Αιγαίου τήρησε στάση ανοχής και ευμενούς ουδετερότητας απέναντι στον περιφερειάρχη που σήμερα συμπεριφέρεται ως άρχων αυτόνομου κρατιδίου και δεν αντιλαμβάνεται τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες των πράξεών του.
Το αδιέξοδο είναι τώρα προφανές. Οι ίδιοι κύκλοι φαντασιώνονται και είναι έτοιμοι να παρασύρουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε ακραίες λύσεις και επιλογές, σαν κι αυτές της εγκατάστασης μεταναστών και προσφύγων σε ερημονήσια και βραχονησίδες.
Νέες εκδοχές Μακρονήσου και Γυάρου ονειρεύονται οι πατριδοκάπηλοι του Βορείου Αιγαίου. Και είναι ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έστω και αργά, να αποκρούσει αυτό το κύμα εθνικισμού και πατροδοκαπηλίας που μόνο εθνικές καταστροφές μπορεί να εγγυηθεί.